Η δυνατότητα του ανθρώπου ν’ αντιλαμβάνεται, ν’ αντιδρά, ν’ αποθηκεύει και να χρησιμοποιεί τα ερεθίσματα που λαμβάνει από το υλικό πεδίο, έγκειται στη διάνοια η οποία σαν κέντρο ελέγχου, χρησιμοποιεί τις πέντε αισθήσεις για να συλλέγει πληροφορίες από το περιβάλλον όπου κινείται και τις οποίες αναλύει κι επεξεργάζεται προκειμένου να σχηματίσει μια αντίληψη για τη λειτουργικότητα των Νόμων που διέπουν σαν αιτία, κάθε αποτέλεσμα φαινομένου που λαμβάνει χώρα στο πεδίο των μορφών και της διττότητας.
Η διάνοια, που πρεσβεύει και καθοδηγεί μέσω αυτής της λειτουργίας τον άνθρωπο των πέντε αισθήσεων, ορίζεται σαν χώρα Αντανακλώμενου Φωτός, γιατί αδυνατεί να εισέλθει στα βαθύτερα αίτια που προκαλούν τα αποτελέσματα των φαινομένων, κι έτσι δεν μπορεί ν’ αντιληφθεί τις κινήσεις που λαμβάνουν χώρα στο ένδον του ανθρώπου και, αναπόφευκτα, περιορίζεται στα αποτελέσματα που σαν αντανάκλαση των Πνευματικών Νόμων και Λειτουργιών δημιουργούνται κι εκδηλώνονται στο γήινο πεδίο.
Είναι λοιπόν η αντίληψη και η εκδήλωση του ανθρώπου των πέντε αισθήσεων που κρίνει από τις εμφανίσεις των εξωτερικών μορφών και εκδηλώσεων και κινείται στα περιορισμένα τους όρια, μορφώνοντας τα συμπεράσματά της από παρατήρηση και σπουδή σχετικών καταστάσεων, οι οποίες λαμβάνουν χώρα μέσα στην περιορισμένη ακτίνα δράσης των αντιλήψεών της.
Συνεπώς, μπορεί να διακρίνει μόνο σχετικές αλήθειες και δεν μπορεί να συλλαμβάνει και να χειρίζεται την Απόλυτη Αλήθεια, ακριβώς γιατί τα συμπεράσματά της είναι ανάλογα προς το ύψος και τη βαθύτητα των καταστάσεων τις οποίες η διάνοια μπορεί να συλλαμβάνει και να χειρίζεται.
Η διάνοια συλλέγει στοιχεία γνώσης, τα οποία προέρχονται από μία ανάλυση αντανακλαστικών ως προς το υλικό πεδίο φαινομένων, που τα βαθύτερα αίτιά τους βρίσκονται σε κινήσεις και λειτουργίες Πνευματικών Νόμων, οι οποίοι σαν Νόμοι Ολότητας βρίσκονται αναπόφευκτα έξω από τα όρια της διάνοιας.
Μη δυνάμενη να αντιληφθεί μια ολοκληρωμένη κίνηση Νόμου, απομονώνει μερικά στοιχεία της ολότητας, τα οποία μπορεί να αντιληφθεί ως αποτελέσματα φαινομένων στο υλικό πεδίο, τα αναλύει και τα επανασυνθέτει, για να σχηματίσει μια ελλιπή και ασαφή οπωσδήποτε εικόνα της ολοκληρωμένης κίνησης των Πνευματικών Νόμων, τους οποίους η διάνοια αδυνατεί να κατανοήσει, με αποτέλεσμα να τους θεωρεί «μωρία» για τον απλούστατο λόγο ότι δεν τους αντιλαμβάνεται. «Ψυχικός δε άνθρωπος ου δέχεται τα του Πνεύματος του Θεού· μωρία γαρ αυτώ εστί, και ου δύναται γνώναι, ότι πνευματικώς ανακρίνεται» (Α’ Κορινθ. Β’, 14).
Ο τρόπος που λειτουργεί η διάνοια μπορεί να γίνει κατανοητός ως εξής: Το νερό είναι μία χημική ένωση, η οποία αποτελείται από δύο μέρη υδρογόνου κι ένα μέρος οξυγόνου. Εάν απομονώσουμε ένα μόνο στοιχείο και το αναλύσουμε για να κατανοήσουμε την ένωση, είναι απόλυτα βέβαιο πως το συμπέρασμά μας δεν θ’ ανταποκρίνεται στην Αλήθεια, ακριβώς γιατί η ένωση δεν στηρίζεται μόνο στις ιδιότητες των στοιχείων του υδρογόνου ή του οξυγόνου μεμονωμένα, αλλά και στην αλληλεπίδραση των ιδιοτήτων των στοιχείων που την αποτελούν.
Έτσι σχηματίζει αντίληψη, η οποία ορίζεται ως διανοητική αντίληψη, και αποκτάται από διδασκάλους, βιβλία, κι άλλες εντρυφήσεις, από τις οποίες η διάνοια, που αντιπροσωπεύει τον κατώτερο νου, διδάσκεται αποθηκεύοντας τα στοιχεία που λαμβάνει.
Έχει την ικανότητα να συνθέτει καταστάσεις και να τις παρουσιάζει ως Απόλυτη Αλήθεια, κάτι που το πετυχαίνει συνδυάζοντας με διάφορους συνδυασμούς στοιχεία που από την εμπειρική παρατήρηση των φαινομένων έχει συλλέξει.
Αυτή ακριβώς η απειρότητα των συνδυασμών είναι που μας δημιουργεί την εντύπωση πως η εκάστοτε εικόνα που η διάνοια μας παρουσιάζει προέρχεται από την Ολότητα, κάτι που δεν είναι πάντοτε ψευδές, όταν τα στοιχεία προέρχονται εκ Πνεύματος (Γραφές), είναι όμως περιορισμένο και δεν αντιπροσωπεύει τη Συμπαντική Ολότητα της Αλήθειας.
Η διάνοια λοιπόν, ακολουθώντας το γράμμα του Λόγου κι όχι το Πνεύμα που ενοικεί σ’ Αυτόν, αρκείται στο να συσσωρεύει στοιχεία γνώσης και να τα ανακυκλώνει συνεχώς, χωρίς να τα δυναμοποιεί, μιας και αδυνατεί να εισέλθει στην Αλήθεια του Πνεύματος, η οποία μπορεί να γίνει αντιληπτή μόνο από την Πνευματική αντίληψη, που προέρχεται από τη ζωογόνηση του Πνεύματος της Αλήθειας εντός του ανθρώπου.
Έτσι όταν η διάνοια ασχολείται με τη θρησκεία, την προσαρμόζει στα μέτρα της περιορισμένης ακτίνας δράσης της, κατασκευάζοντας έτσι μια λατρεία τυπική και υλιστική, η οποία πολύ μικρή ουσιαστική βοήθεια προσφέρει στον άνθρωπο, αντίθετα τον οδηγεί στο φανατικό δογματισμό και περιορισμό, που η διαφορετική θεώρηση και η ισχυροποίηση του διαχωρισμού επιφέρει.
Το Πνεύμα της Αλήθειας είναι η Πηγή της Αληθινής αντίληψης, όπως αποκάλυψε ο Ιησούς, «όταν έλθη το Πνεύμα της Αληθείας οδηγήσει υμάς εις πάσαν την Αλήθειαν», κι από τους λόγους αυτούς φαίνεται καθαρά ότι μόνο το Πνεύμα μπορεί να μας οδηγήσει στην αληθινή Πνευματική αντίληψη των εννοιών που ο Θεός παρουσίασε ανά τους αιώνες με συμβολισμούς και αλληγορίες.
Η ζωογόνηση του Πνεύματος εντός του ανθρώπου και η ενεργοποίηση της Πνευματικής αντίληψης δημιουργείται όταν η υπόσταση αποκαθιστώντας την επαφή της με το Θεό αφήνεται να οδηγηθεί απ’ Αυτόν.
Έτσι αρχίζει να μετέχει στα του Πνεύματος του Θεού, πράγμα που δημιουργεί μέσα στο Είναι του ανθρώπου μια διαφορετική αντίληψη για τα υλικά φαινόμενα. Ενεργοποιείται ο ανώτερος νους και ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται πλέον από διαφορετικό ύψος αυτά που μέχρι πρότινος βασισμένος στη διανοητική αντίληψη θεωρούσε τυχαία και συμπτώσεις.
Το Φως δημιουργεί μια μεγαλύτερη ταχύτητα στην κίνηση του ανώτερου νου και αυτή ακριβώς η διαφορά δυναμικού, που δημιουργείται ανάμεσα στην ταχύτητα της κίνησης του ανώτερου και του κατώτερου νου, ενεργοποιεί τη ροή ταχιονίων στην ουδέτερη ταχιονική ζώνη που βρίσκεται ανάμεσα στους δύο πόλους (Θετικό και Αρνητικό – Ανώτερο και Κατώτερο) του νου του ανθρώπου και θέτει σε λειτουργία τις ταχυμνήμες που ο ανώτερος νους διαθέτει, οι οποίες μπορούν να συλλαμβάνουν λεπτότερες έννοιες και κραδασμούς απελευθερώνοντας έτσι την ανάμνηση της πρωταρχικής εκδήλωσης του ανθρώπου, της πραγματικής του ζωής μέσα στον Άπειρο Νου του Πατέρα. Ο άνθρωπος δύναται πλέον ν’ αντιλαμβάνεται το Πνεύμα, γιατί λειτουργεί πνευματικά. Διά Πνεύματος πλησιάζει το Θεό κι ο Θεός τού αποκαλύπτεται. «Πνεύμα ο Θεός, και τους προσκυνούντας Αυτόν εν Πνεύματι και Αληθεία δει προσκυνείν» (Ιωάν. Δ’, 24-25).
Η Βίβλος δεν είναι η Πηγή της Πνευματικής αντίληψης και η έρευνα των Γραφών δεν μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο στην Πηγή της Αληθινής Πνευματικής αντίληψης, ακριβώς γιατί εκ Πνεύματος δόθηκαν και τα του Πνεύματος δύνανται να είναι αντιληπτά μόνο από έναν που είναι υπό την έμπνευση και καθοδήγηση του Πνεύματος μέσα στον Εαυτό του. «Τότε διήνοιξεν αυτών τον νουν τού συνιέναι τας Γραφάς» (Λουκ. ΚΔ’, 45).
Για να μπορέσει λοιπόν ο άνθρωπος να εμβαθύνει στις Αλήθειες των Γραφών είναι φανερό πως δεν μπορεί να το πετύχει μέσω της διανοιακής αντίληψης και του περιορισμένου των συλλήψεών της.
Πρέπει να ελευθερωθεί από τη διάνοια και τον τρόπο λειτουργίας της, για να μπορέσει να εισδεχθεί την εκ Πνεύματος καθοδήγηση, που θα τον οδηγήσει στη βαθύτερη κατανόηση των όσων δόθηκαν εκ Πνεύματος.
Αυτή η ίδια λειτουργία θα διευρύνει τους ορίζοντες του νου του και η βαθύτερη κατανόηση των Πνευματικών Νόμων θα δημιουργήσει μέσα στο Είναι του μία άρρηκτη σχέση – επαφή με τον Πατέρα Δημιουργό, γιατί ακόμη και η πιο εξυψωμένη διάνοια φέρει μέσα της στοιχεία περιορισμού που πρέπει να υποσταλούν πλήρως μέχρι της ολοκληρωτικής αποκοπής τους, όπως ακριβώς συνέβη με τον αποκεφαλισμό του Ιωάννη, του οποίου η θυσία μάς καταδεικνύει την αναγκαιότητα να θυσιαστεί η διάνοια, προκειμένου το Πνεύμα να αναλάβει την καθοδήγηση του ανθρώπου και να τον οδηγήσει ως Οδηγός και Διδάσκαλος πέραν του γράμματος, στις Αρχές του Όντος, βοηθώντας τον να δει την εφαρμογή των αρχών στη δική του ατομική ανάπτυξη και εξέλιξη.
Ο Ιωάννης ενσαρκώθηκε κατά το Θέλημα του Θεού, ακριβώς για να φανερώσει τον περιορισμό στον οποίο η διάνοια υποβάλλει τον άνθρωπο κι έτσι αδυνατεί να εισέλθει στη Βασιλεία των Ουρανών, η οποία είναι Απόλυτη Βασιλεία Πνεύματος και περιορισμός δεν μπορεί να εισέλθει σ’ αυτήν. «Ότι σαρξ και αίμα Βασιλείαν Θεού κληρονομήσαι ου δύνανται» (Α’ Κορινθ. ΙΕ’, 50).
Προορισμός του Ιωάννη ήταν να βαπτίσει τον Υιό Λόγο εκπροσωπώντας τον Άνθρωπο, κάτι που δεν θα μπορούσε να κάνει ο οποιοσδήποτε. Ήταν λοιπόν εντεταλμένος παρά Θεού και όμως η διάνοιά του τον περιόρισε όπως φαίνεται τη στιγμή της προσέλευσης του Ιησού στον Ιορδάνη: «Εγώ χρείαν έχω υπό σου βαπτισθήναι, και συ έρχη πρός με;» (Ματθ. Γ’, 14).
Όμως το Πνεύμα που πάντα ήταν προς το Θεό, ως ο ίδιος ο Θεός, αμέσως κατέδειξε τη διαφορά, απαντώντας διά του στόματος του Ιησού: «Άφες άρτι· ούτω γαρ πρέπον εστίν ημίν πληρώσαι πάσαν δικαιοσύνην».
Το Πνεύμα γνωρίζει το Νόμο και υπακούει, γιατί ο Νόμος προέρχεται απ’ Αυτό. Έτσι, πληρούται πάσα δικαιοσύνη. Η Διάνοια αδυνατεί να συλλάβει την Τελειότητα του Θείου Νόμου ή του Θείου Σχεδίου, γι’ αυτό και αντιδρά σε ό,τι είναι έξω από τα όρια της κατανόησης και των συλλήψεών της.
Σχεδόν όλα τα Ευαγγέλια περιγράφουν την ασκητική ζωή του Ιωάννη στην έρημο. Αυτό δεν είναι τυχαίο. Ήταν τέλειος ασκητής, τέλειος άνθρωπος και το Πνεύμα ήταν εκείνο που τον ενέπνεε στο Έργο Του, που ήταν όπως είναι γεγραμμένο να ετοιμάσει την Οδό έμπροσθέν Του (Ματθ. ΙΑ’, 10).
Θυσιάστηκε όμως, καίτοι δεν όφειλε τίποτε στη γη, ακριβώς για να καταδείξει πως ακόμη και το μικρότερο, το πιο ελάχιστο στοιχείο περιορισμού, πρέπει να θυσιαστεί για να αναφανεί ο Λόγος του Θεού μέσα απ’ τον άνθρωπο. Ο Ιωάννης λοιπόν αποκεφαλίστηκε, και η Θυσία Του υποδήλωνε μια Νέα φάση εξέλιξης για τον Άνθρωπο, την έναρξη του Έργου του Λόγου Χριστού, που αντίθετα από τον Ιωάννη στη Θυσία Του, παρέδωσε στον Πατέρα το Πνεύμα Του κι όχι τη διάνοιά Του. Ο Ιωάννης Θυσίασε τη διάνοια. Ο Ιησούς Θυσιάστηκε για τον Άνθρωπο. Και οι δύο θυσιάστηκαν για να ενωθούν μες στον Απόλυτο Άναρχο Θεό, στην Πανταχού Παρουσία Του. Έτσι πραγματικά πληρώθηκε πάσα Δικαιοσύνη.
Πολλά διαφορετικά δόγματα έχουν σχηματιστεί επειδή η Βίβλος χρησιμοποιείται σαν βάση και Πηγή – αυθεντία για να παράγει διανοητική αντί Πνευματική αντίληψη λόγω της διαφορετικής οπτικής γωνίας, που η διάνοια του εκάστοτε αναζητητή μπορεί ν’ αντιλαμβάνεται.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, τα δόγματα αυτά που δημιουργήθηκαν ανά τους αιώνες, είλκυσαν χιλιάδες οπαδούς οι οποίοι πίστεψαν πως βρήκαν όλοι την Απόλυτη Αλήθεια μέσω της θεώρησης που κάθε δόγμα προβάλλει.
Εάν όμως ο Θεός είναι το Ένα το Απόλυτο και μέσα σ’ Αυτόν δεν υφίσταται πλέον Αυτού τίποτε, τότε αυτόματα κατανοούμε πως αν πραγματικά όλ’ αυτά τα δόγματα πρέσβευαν την Απόλυτη Αλήθεια, τότε θα μιλούσαν για το ίδιο και το αυτό πράγμα και οι απόψεις τους δεν θα διέφεραν.
Ο Θεός, η Υπέρτατη Δημιουργική Αρχή, ο Πατέρας Δημιουργός, είναι η Ζωογόνος – Ζωοδότιδα Δύναμη που τροφοδοτεί κάθε δημιούργημα με τη Δημιουργική και Ζωοδόχο Πνοή Του. Αυτό ακριβώς είναι που η διάνοια δεν μπορεί να κατανοήσει και συνεπώς δεν το περιέχει, γι’ αυτό και η αντίληψη που πηγάζει από τη διάνοια δεν μπορεί να επιφέρει την απελευθέρωση του ανθρώπου.
Η διανοητική αντίληψη δεν περιέχει τη Νοήμονα Αρχή. Ακόμη κι αν γνωρίζει την ύπαρξή της μέσω της Βίβλου και των Γραφών, θεωρεί τα γεγραμμένα μία πάγια στατική κατάσταση, γι’ αυτό και πολλές φορές θα δείτε ανθρώπους να ισχυρίζονται πως η Βίβλος είναι ο Λόγος του Θεού.
Αυτό είναι αληθινό ως προς το ότι η Βίβλος προέρχεται εκ του Πνεύματος του Θεού, όμως ο Λόγος του Θεού δεν μπορεί να περιοριστεί σε μια Εποχή ή σε ορισμένες χρονικές περιόδους, γιατί είναι Ζων και Ενεργών και Παλλόμενος και βοηθά και εξελίσσει τον άνθρωπο συνεχώς, ανάλογα με κάθε του εξελικτικό στάδιο.
Όταν ισχυριζόμαστε πως γνωρίζουμε το Λόγο του Θεού μέσα από τις Γραφές, χωρίς να μπορούμε να εμβαθύνουμε σ’ αυτές λόγω της διανοητικής μας αντίληψης, τότε εγκλωβιζόμαστε σε μια διαρκή ανακύκλωση στοιχείων που είναι μεν εκ Πνεύματος, όμως η ανακύκλωσή τους και μόνο δεν μπορεί να μας βοηθήσει να έλξουμε Φως και να δημιουργήσουμε μία Νέα Πνευματική κατάσταση Συνείδησης, η οποία επενδυόμενη με τη διαρκή παροχή Ουσίας Θεού, που η Πνευματική αντίληψη μπορεί να έλξει, θα σχηματίσει έτσι το Ακατάστρεπτο Πνευματικό σώμα.
Είναι πλέον καιρός ο άνθρωπος να γνωρίσει την πάσα Αλήθεια του Πατέρα και να απεγκλωβιστεί από τις περιορισμένες και συχνά λανθασμένες θεωρήσεις και απόψεις και να εμβαθύνει αποσπώμενος ολοκληρωτικά από τη διάνοια στην Απειρότητα του Θεού και στην αποκάλυψη και κατανόηση των Νόμων που απορρέουν από Αυτόν, για να μπορέσει να βιώσει το Μεγαλείο της Θεότητας που ενοικεί μέσα του.
Όσο πιο μακριά ο άνθρωπος βρίσκεται από το Θεό, τόσο περισσότερο λανθάνει μέσα στο βασίλειο της διάνοιας, στο βασίλειο των περιορισμών, των συνδυασμών και των δεσμεύσεων. Ο Θεός είναι απλός, τόσο ασύλληπτα απλός, που είναι αδύνατο να κατανοηθεί από την περιορισμένη και βασισμένη σε πολύπλοκους συνδυασμούς ανθρώπινη διάνοια. Μέσα σ’ Αυτόν τον Άπειρο Θεό, που αιώνες τώρα ο άνθρωπος προσπαθεί να ανακαλύψει, δεν υπάρχει τίποτε άλλο εκτός από Αυτόν. Είναι τόσο απλό!