Όταν κατέβηκες στη Γη, κοιτούσες με απορία τον κόσμο λες και κάτι σου θύμιζε, χωρίς όμως να τον γνωρίζεις. Δεν μπορούσες ακόμη να μιλάς, διάβαζες όμως τις σκέψεις των ανθρώπων, τα χείλη τους, τα συναισθήματά τους. Δεν είχες μάθει ακόμη να σκέφτεσαι. Μονάχα κοιτούσες κι ένιωθες. Ένιωθες να κοιτάς με το Μάτι του Θεού, με το ίδιο Μάτι που κοιτούσε και σένα, έτσι ανέκφραστο κι απρόσιτο, χωρίς συναισθήματα. Απλά σε κοιτούσε.
Ήσουν ένα μ’ αυτό αλλά και κάτι άλλο, σαν να ’χες δύο Εαυτούς μέσα στην Ύπαρξή σου. Σαν να ’ταν ο ένας σου εαυτός κάτι από τον άλλον, που ήταν ένα μονάχα Μάτι, κι όμως ένιωθες πως είχε τα πάντα μέσα Του.
Μεγάλωνες κι άρχιζες να σκέφτεσαι, κι αυτό το Μάτι παρακολουθούσε ακόμη και τις σκέψεις σου. Ένιωθες πως ήσουν εσύ, χωρίς όμως να είσαι.
Ήσουν μικρό παιδί ακόμη, κι όμως αποτραβιόσουν για να ’σαι μόνος με το Μάτι. Δεν καταλάβαινες τι ήταν, σου άρεσε όμως να ’σαι μαζί Του. Κοντά Του ένιωθες ηρεμία και γαλήνη και πιο πολύ απ’ όλα, δεν σ’ ανάγκαζε όπως οι άνθρωποι να υποκρίνεσαι. Σ’ έβλεπε έτσι απλά όπως ήσουν. Οι άλλοι ήθελαν να σε κάνουν όπως τους άρεσε, να σου δώσουν την εικόνα που ’νιωθες μες στο Νου τους. Και δεν σου άρεσε καθόλου αυτή η εικόνα!
Καθόσουν ώρες ατέλειωτες μαζί Του και Του μιλούσες για τις σκέψεις σου, τα παράπονά σου, τις ιδέες σου. Ήταν ο καλύτερός σου φίλος. Δεν αντιδρούσε ό,τι κι αν Του έλεγες. Ούτε απαντούσε. Μονάχα σε κοιτούσε έτσι ανέκφραστα, όπως πάντα. Μονάχα σε άκουγε! Σε άκουγε; Ήταν δυνατόν ν’ ακούει ένα Μάτι; Κι όμως, ήταν. Ο φίλος σου ήταν ένα Μάτι που άκουγε! Πόσο χάρηκες όταν κατάλαβες πως ο φίλος σου σ’ άκουγε! Ήσουν ενθουσιασμένος. Είχες ένα φίλο μέσα σου. Τον καλύτερο. Ένα φίλο που δεν θα σ’ άφηνε ποτέ για όσο ζούσες.
Τα χρόνια περνούσαν, κι εσύ μεγάλωνες. Ζούσες με τ’ άλλα παιδιά, έκανες όλες τις παιδικές σκανταλιές, πάντα όμως αισθανόσουν μόνος. Κανείς δεν μπορούσε να σε καταλάβει όπως ο φίλος σου το Μάτι, που σ’ έβλεπε και σ’ άκουγε χωρίς να αντιδρά. Αυτός που σε δεχόταν όπως ήσουν, γιατί το Μάτι δεν ζητούσε τίποτε από σένα. Απλά υπήρχε μέσα σου. Κι αυτό σε βοηθούσε τόσο πολύ!
«Ένας φίλος που μ’ ακούει, με βλέπει, δεν ζητάει τίποτε από μένα και υπάρχει μέσα μου», σκεφτόσουν, κι ήσουν τόσο ήρεμος και γαλήνιος όταν βρισκόσουν μαζί Του! Δεν σ’ ενοχλούσε που σ’ έβλεπε, ούτε που σ’ άκουγε, ούτε που σε παρακολουθούσε σε κάθε σου κίνηση, γιατί δεν ένιωθες πως κάνεις κάτι κακό. Ούτε και το Μάτι σ’ έβλεπε με άλλο τρόπο όταν έκανες κάτι κακό. «Τότε; Γιατί οι άνθρωποι βλέπουν παντού κακό και το Μάτι δεν το βλέπει;», αναρωτήθηκες.
Ένιωθες καλά μαζί Του. Είχες γαλήνη κι ηρεμία, κι αυτό ήταν καλό για σένα. Με τους άλλους όμως δεν ένιωθες έτσι. «Γιατί άραγε; Ήταν κακοί;». Κάποτε ρώτησες ένα φίλο σου: «Εσύ νιώθεις καλά με το Μάτι;» – «Ποιο Μάτι;», σου απάντησε, «τρελός είσαι;».
Κοίταξες γρήγορα μέσα σου ζητώντας βοήθεια, μα το Μάτι παρέμεινε ανέκφραστο να σε κοιτάει και να σ’ ακούει. Απόμεινες πάλι μόνος σου ν’ ακούς πολύ μακριά από σένα τις κοροϊδίες και τα πειράγματα των άλλων. Δεν σε στενοχωρούσε που σε κορόιδευαν. Μονάχα αναρωτιόσουν: «Γιατί να μη μιλάει το Μάτι;».
Σου πήρε μερικές μέρες να το σκέφτεσαι μαζί με το φίλο σου το Μάτι, που σ’ έβλεπε και σ’ άκουγε, χωρίς όμως να σου μιλάει.
Κάποτε το συμβάν ξεχάστηκε. «Τι να γίνει;», είπες. «Μπορεί να μη μιλάει, βλέπει όμως κι ακούει, κι είναι μέσα μου και δεν μ’ ενοχλεί. Πάλι καλά που έχω κάποιον να τα λέω».
Μέρα με τη μέρα η ζωή περνούσε, κι εσύ ζούσες συντροφιά με το Μάτι την ανθρώπινη ζωή, τους έρωτες, τις πίκρες, τις χαρές, τους ενθουσιασμούς και τις απογοητεύσεις, που εκείνο απλά κοιτούσε κι άκουγε χωρίς να σ’ ενοχλεί και χωρίς να σου μιλάει.
Με το Μάτι ένιωθες καλά, όχι όμως και με τους ανθρώπους που έβλεπαν παντού το κακό κι ήταν όλοι φοβισμένοι. Ώσπου μια μέρα κατάλαβες πως το Μάτι έβλεπε το κακό με τα δικά σου μάτια, μόνο που δεν το φοβόταν. Απλά το κοιτούσε και δεν το έκρινε, γιατί το Μάτι δεν μιλούσε.
Ούτε και συ μιλούσες πολύ στη ζωή σου. Ήσουν πάντα λιγομίλητος και σ’ ανάγκαζαν να μιλάς κι εσύ υποκρινόσουν πως ήσουν μαζί τους. Πόσο ανόητα σου φαίνονταν όλ’ αυτά! Πόσο θα ’θελες να μιλήσεις για όλα τούτα που σκεφτόσουν κι έβλεπες! Για όλα αυτά που άκουγες και παρατηρούσες. Ένιωθες όμως. Ένιωθες πως δεν θα μπορούσαν να τα καταλάβουν και σιωπούσες. Προτιμούσες να μένεις μόνος με το φίλο σου το Μάτι, που σ’ έβλεπε και σ’ άκουγε χωρίς να σου μιλάει!
Ό,τι κι αν έκανες, το Μάτι σε κοιτούσε. Ό,τι κι αν έλεγες, το Μάτι σ’ άκουγε, ακόμη κι όταν εσύ δεν του μιλούσες και δεν το κοίταγες. Έμενε πάντα έτσι ανέκφραστο να σε παρατηρεί. Και στο μεγάλο Πόνο ακόμη. Όταν τις πληγές σου έκανες στιχάκια κι όταν με γυναίκες και ξενύχτια σπαταλούσες τη ζωή σου για να ξεχάσεις, εκείνο πάλι σε κοίταγε χωρίς να σου μιλάει. Μόνο που σε μια στιγμή, κάτι σαν να τραβήχτηκε απ’ τα μάτια σου, κάτι σαν πέπλο να σηκώθηκε, κι είδες για μια στιγμή μονάχα όλους εκείνους που σε πλήγωσαν μαζί, σε μια εικόνα. «Έτσι λοιπόν βλέπει το Μάτι;», σκέφτηκες. Από κείνη τη στιγμή βάλθηκες να προσπαθείς να δεις και συ όπως το Μάτι που σε παρακολουθούσε ανέκφραστο, χωρίς να σου μιλάει.
Σαν άνθρωπος ήσουν παράξενος. Δεν μίλαγες πολύ, ούτε παρέες πολλές είχες. Ένιωθες σαν να σε είχαν πετά- ξει στον κόσμο αυτό. Σαν κάτι πολύ σοβαρό να είχες κάνει και σε άφησαν να τιμωρηθείς. Κάτι σοβαρό, που όμως δεν θυμόσουν. Είχες καλή μνήμη και δεν είχες τίποτε από την παιδική σου ηλικία ξεχάσει. Ακόμη κι όταν μεγάλωσες θυμόσουν τις σκηνές της παιδικής σου ηλικίας, σαν κάτι να έψαχνες μέσα σ’ αυτές τις μνήμες, κάποιο κενό που πίσω σε τραβούσε και δεν μπορούσες να το βρεις.
Ούτε κι οι άνθρωποι σε πλησίαζαν εύκολα. Σ’ έβλεπαν παράξενο και πολλοί προσπαθούσαν να σε κοροϊδέψουν και να σε μειώσουν χωρίς να τους πειράζεις. Δεν σ’ ενοχλούσε, μονάχα απορούσες γιατί αντιδρούσες έτσι. Κι έπειτα συνέβαινε κάτι παράξενο. Κάτι που δεν μπορούσες να καταλάβεις ή να εξηγήσεις. Λες και τραβούσες πάνω σου σαν μαγνήτης την Αλήθεια και όπου πήγαινες πέφταν οι μάσκες. Πόσους εχθρούς είχες δημιουργήσει αλήθεια! Και πάντα σε σένα τα ’ριχναν, κι εσύ δεν τους μιλούσες. Δεν μπορούσες να καταλάβεις, γιατί αυτό συνέβαινε παρά τη θέλησή σου.
Ούτε και ήσουν πολύ καλός σε κάτι. Ήσουν μέτριος σε όλα και τίποτε δεν σ’ ενδιέφερε πολύ. Κάτι υπήρχε μέσα σου και σε τραβούσε. Κάτι που καθόριζε τα βήματά σου και σ’ οδηγούσε. Κι εσύ τ’ ακολουθούσες με μια τυφλή εμπιστοσύνη, σαν κάποιον αόρατο οδηγό, που όμως άφηνες να σ’ οδηγεί γιατί δεν είχες άλλο δρόμο να βαδίσεις.
Δεν ήσουν νευρικός, όμως νεύριαζες όταν σε πίεζαν. Δεν σου άρεσε καθόλου να σε πιέζουν. Αισθανόσουν να πνίγεσαι και τότε ξεσπούσες. Μια δύναμη ξεχυνόταν από μέσα σου με ορμή, ένας ανεξέλεγκτος χείμαρρος που δεν μπορούσες να συγκρατήσεις. Και τότε η έκπληξή σου ήταν μεγάλη. «Πού βρισκόταν όλη αυτή η δύναμη; Πού κρυβόταν;». Δεν μπορούσες να καταλάβεις, μα και δεν μπορούσες ν’ ασχοληθείς. Μετά το ξέσπασμα πάντα ακολουθούσε το κενό, οι ενοχές, οι τύψεις και οι σκέψεις. Και το Μάτι πάλι συνέχιζε να σε κοιτάει ανέκφραστο, χωρίς να σου μιλάει.
«Αν μου ’λεγε τουλάχιστον μια κουβέντα!», σκέφτηκες. «Θα μπορούσε να με βοηθήσει». Κάποιες στιγμές η μοναξιά σε πείραζε κι ήθελες άνθρωπο να μιλήσεις. «Ποιος όμως θα μπορέσει να με καταλάβει;». Και τα ’βαζες τότε με τον εαυτό σου κι έλεγες πως φταις εσύ που δεν προσπάθησες να γίνεις καλός σε κάτι, ν’ αποχτήσεις και συ μια θέση στην Κοινωνία. «Τι ωφελούν οι αναζητήσεις; Αφού δεν ξέρω πού καταλήγει αυτός ο Δρόμος, ούτε και ποιος με οδηγεί». Και πάλι απάντηση δεν έπαιρνες ούτε από το Μάτι ούτε από σένα. Κι έμενες πάλι μόνος, βυθισμένος σε σκέψεις που δεν σε βοηθούσαν, κι όμως δεν είχες άλλο απ’ αυτές.
Κλείδωνες μια πόρτα εκείνη τη μέρα. Κι ήσουν απορροφημένος. Η πόρτα «κολλούσε» κι εσύ προσπαθούσες να την κλείσεις, όταν ξαφνικά μια ηλεκτρική εκκένωση, ένα δυνατό Ρεύμα σε διαπέρασε, ενώ ταυτόχρονα ήταν και Φωνή, που σου είπε: «Σ’ αγαπώ». Τα ’χασες κι έμεινες αποσβολωμένος. Τέτοια πληρότητα δεν είχες ξανανιώσει. Απόλυτη Γαλήνη, Τέλεια ομορφιά της Ησυχίας. Σαν να ’χες μέσα σου όλο το Σύμπαν.
Κοίταξες γρήγορα γρήγορα μέσα σου το Μάτι. Σε κοιτούσε όπως πάντα, ανέκφραστο κι ουδέτερο. Μόνο που τώρα σαν να ήταν πιο λαμπερό. «Λες να μίλησε το Μάτι;», σκέφτηκες. Όμως εκείνο συνέχισε να σε κοιτάει με κείνη την παράξενη λάμψη, που από κείνη τη στιγμή είχε πάρει. Δεν τόλμησες να ρωτήσεις. Ήταν φανερό και το ’νιωθες πως δεν θα σ’ απαντούσε. Έμεινες ν’ απολαμβάνεις τη Γαλήνη, παρακαλώντας να κρατήσει για πάντα.
Απ’ την επόμενη μέρα έστρεψες και τ’ αυτιά σου μέσα σου. Η βοή του κόσμου άρχισε ν’ απομακρύνεται, ώσπου σου φαινόταν πια σαν ραδιοφωνάκι στην εξοχή. Βρισκόσουν συνεχώς μέσα σου κοιτώντας το Μάτι, έχοντας τεντωμένα τ’ αυτιά σου μην ξανακούσεις τη Φωνή. Ήσουν πολύ περίεργος. Η ζωή σου τώρα είχε πάρει άλλη τροπή. Δεν ενδιαφερόσουν πια για τη θέση σου στην Κοινωνία, ούτε και για τη μοναξιά σου. Ήθελες μονάχα να λύσεις την απορία σου. «Άραγε μιλάει το Μάτι;».
Πέρασε καιρός από τότε και κοιτώντας μέσα σου άρχισες να βρίσκεις λάθη και αμαρτίες που παλιότερα σου φαίνονταν πολύ σωστά κι ανθρώπινα. Ακόυσες μέσα σου τη φωνή του πόνου όλων αυτών που πλήγωσες, είδες τις πληγές που στον συνάνθρωπό σου άνοιξες. Έβλεπες πια πως δεν ήσουν τόσο τέλειος όσο πίστευες και πονούσες κι εσύ με τον πόνο που προκάλεσες.
Να, όμως, που συνέβαινε κάτι παράξενο. Όσο πονούσες, τόσο το Μάτι γινόταν πιο λαμπερό. Ήταν τώρα πια σαν μικρός Ήλιος και δυσκολευόσουν να το κοιτάξεις. Η λάμψη Του σ’ ανάγκαζε να κλείνεις τα μάτια, ήσουν όμως πολύ πιο γαλήνιος, κι είχες βρει πλέον ένα στόχο στη ζωή σου. Όσα κρίματα έβρισκες μέσα σου, τόσο πιο πολύ εργαζόσουν. Κι όσο πιο πολύ έλαμπε το Μάτι, τόσο πιο πολύ σου άρεσε. Δούλευες πλέον γι’ αυτό!
Ήσουν χαρούμενος με την καινούργια σου ασχολία. Ζούσες στον κόσμο χωρίς πια να δίνεις σημασία σ’ αυτόν. Το μόνο που σ’ ένοιαζε ήταν η λάμψη του Ματιού. Κι οι άνθρωποι όμως δεν σ’ ενοχλούσαν πια. Δεν σ’ ενοχλούσαν γιατί δεν το καταλάβαινες ή γιατί δεν ασχολούνταν μαζί σου; Δεν είχες όμως χρόνο να το σκεφτείς ούτε και σ’ ενδιέφερε ιδιαίτερα. Κυκλοφορούσες ανάμεσά τους γαλήνιος κι είχες αποκτήσει μια λάμψη στο πρόσωπο. Καμιά φορά όταν κάποιος σε πείραζε, κοίταζες μέσα σου το Μάτι, γελούσες, κι έκανες ότι δεν καταλάβαινες. Με τίποτα δεν θ’ άλλαζες τη λάμψη Του!
Και τους ανθρώπους τώρα πια τους έβλεπες με άλλο μάτι, σαν να τους μιλούσες από διαφορετικό ύψος, αλλά και σαν να ’σουν πιο κοντά τους. Σαν να ’σουν μέσα τους. Είχες πονέσει αρκετά κι η μνήμη του πόνου σ’ έκανε να τους σέβεσαι.
Ένα απόγευμα καθώς μιλούσες στο Μάτι είδες ξαφνικά στο κέντρο του, έναν κύκλο ν’ ανοίγει. Μέσα του φάνηκε ο κόσμος. Σαν να ’γινε μια μεγάλη οθόνη, κι άρχισε να σου δείχνει τι συμβαίνει καθημερινά στον κόσμο. Είδες παιδιά να πεθαίνουν από την πείνα, είδες πολέμους, ληστείες, βιασμούς. Είδες την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, είδες αρρώστιες της Ψυχής να κατατρώνε σαν σκουλήκια το ανθρώπινο σώμα. Φρίκιασες. Αηδίασες.
Έκλεισες τα μάτια κι έβαλες τις φωνές. «Όχι!», είπες. «Δεν μπορώ να βλέπω άλλο. Δεν μπορεί να είναι έτσι ο κόσμος, δεν τ’ αντέχω!». Όμως μια ακατανίκητη δύναμη σε τραβούσε να ξανακοιτάξεις. Άνοιξες τα μάτια.
Είδες τον Εαυτό σου να στέκεται μέσα σ’ όλο αυτό το συνονθύλευμα κρατώντας μια λεκάνη με νερό. Στο αριστερό του χέρι κρεμόταν μια πετσέτα καθώς γονάτισες μέσα σ’ όλη αυτή τη σαπίλα. Σάστισες. Κοίταξες το σώμα σου για να σιγουρευτείς πως εσύ κι αυτός που έβλεπες στην οθόνη είστε το ίδιο πρόσωπο. Μια κραυγή ξέφυγε από το στόμα σου, μια κραυγή αγωνίας και τρόμου. Το σώμα σου ήταν γεμάτο από σκουλήκια και σάπιες σάρκες!
Τρομαγμένος από τη θέα του κορμιού σου, σήκωσες απότομα το κεφάλι κοιτάζοντας ξανά την οθόνη. Είδες τον Εαυτό σου να πλένει και να καθαρίζει με επιμέλεια μα και γεμάτος γαλήνη τα ανθρώπινα κορμιά. Μόνο που κάθε φορά που έχυνε λίγο νερό, σαν να χύνονταν ωκεανοί ολόκληροι και να παράσερναν με την ορμή τους κάθε μικρόβιο και κάθε πληγή από τα πονεμένα κορμιά, που με αγωνία μα και μ’ ελπίδα ύψωναν τα χέρια ψηλά προς το μέρος του ζητώντας τη Λύτρωση.
Εκείνος συνέχισε με πολλή φροντίδα και επιμέλεια την Κάθαρση. Αφού τελείωσε σηκώθηκε όρθιος, κοίταξε ψηλά και χαμογέλασε με ικανοποίηση. Μόνο που τώρα φαινόταν πανύψηλος, λες και το κεφάλι Του ακουμπούσε τον Ουρανό, κι ήταν όμορφος, πολύ όμορφος, με μακριά μαλλιά και γένια, και τη Θεία Γαλήνη ζωγραφισμένη στο πρόσωπό Του.
Όσο κοιτούσε τον Ουρανό και χαμογελούσε, γινόταν ολοένα και πιο φωτεινός. Ο λευκός Του χιτώνας είχε τώρα γίνει ένας Ήλιος που μεγάλωνε συνεχώς μέχρι που κάλυψε με το Φως Του ολόκληρη την οθόνη, αναγκάζοντάς σε να σηκώσεις τα χέρια για να καλύψεις τα μάτια σου.
Τα ’χασες. Τα χέρια σου που πριν λίγο ήταν σάπιες σάρκες, τώρα ήταν ολοκάθαρα και γεμάτα υγεία. Χαμήλωσες με φόβο τα μάτια για να ελέγξεις το κορμί σου. Φοβόσουν για το τι θ’ αντικρίσεις. Ομως τίποτε πια δεν υπήρχε. Το σώμα σου ήταν ολοκάθαρο, γεμάτο υγεία και λάμψη. Σηκώθηκες και βγήκες στο μπαλκόνι. Κοίταξες κάτω τους ανθρώπους και σκέφτηκες: «Τώρα ξέρω τι πρέπει να κάνω».
Το έργο που είχες αναλάβει ήταν βαρύ και δύσκολο. Δεν δέχονταν όλοι να τους καθαρίσεις, ούτε και όλοι δέχονταν την Αγάπη σου. Πολλές φορές σωριαζόσουν απογοητευμένος σε μια καρέκλα κρατώντας με τα χέρια σου το πρόσωπό σου, προσπαθώντας να καταλάβεις και να εξηγήσεις.
«Εκείνος», σκεφτόσουν, «το έκανε με τόση ευκολία». Η πραγματικότητα όμως που αντιμετώπιζες ήταν σκληρή. Πολύ σκληρή. Πολλές φορές αγανακτούσες και θύμωνες, μα πάλι έσκυβες το κεφάλι και ξανάρχιζες τη δουλειά, με το παράπονο και την απορία μέσα σου. «Μα δεν νιώθουν τίποτα; Δεν νιώθουν την αρρώστια που κατατρώει την Ψυχή τους;».
Κι απάντηση δεν έπαιρνες και κοιτούσες το Μάτι που έλαμπε σαν Ήλιος, για να παρηγοριέσαι. Πραγματικά, ήταν τόσο όμορφο! Τα μάτια σου είχαν κάπως συνηθίσει και μπορούσες τώρα πια να το κοιτάς χωρίς να τυφλώνεσαι. Το Φως Του ήταν καθαρό και μερικές φορές έπαιρνε απαλές αποχρώσεις, πότε μοβ, πότε ροζ, όμως τις περισσότερες φορές ήταν χρυσό. Ένα υπέροχο απαλό μα και πεντακάθαρο σαν κρύσταλλο χρυσό χρώμα.
Όσο το κοιτούσες έπαιρνες δύναμη και όσες φορές πληγωνόσουν από τους αρνητές η όψη Του σε γαλήνευε και σε τύλιγε με μια γλυκιά θαλπωρή. Καμιά φορά σκεφτόσουν πώς είναι δυνατόν τόσο Φως να μη σε καίει. «Θα συνήθισα φαίνεται», απαντούσες.
Πάντως σου άρεσε να ’σαι κοντά Του και πολλές φορές περνούσες ώρες ολόκληρες μαζί Του, συντροφιά με το Μάτι που είχε γίνει Ήλιος, που σε κοίταζε, σε άκουγε, μα δεν σου μιλούσε.
Όσο πιο πολύ εργαζόσουν για την ανθρώπινη Ψυχή, τόσο πιο πολύ η λάμψη του Ματιού φούντωνε μέσα σου. Η εργασία σου είχε αποφέρει μερικούς καρπούς. Κάποιοι απ’ αυτούς που πλησίασες έμειναν κοντά σου για να μπορέσουν να μάθουν πώς θα βοηθήσουν τους ανθρώπους, όμως ούτε το έργο σου ήταν εύκολο ούτε κι η εκπαίδευσή τους απλή. Δεν ήταν εύκολο να τους μεταφέρεις αυτά που είχες βιώσει. Και το σπουδαιότερο, τα περίμεναν όλα από σένα.
Δεν ήθελαν να κουραστούν και έπαιρναν από τα έτοιμα. Απ’ την άλλη όμως ήταν κι αυτοί άνθρωποι και δεν μπορούσες να τους διώξεις. Σε βάραιναν, αλλά αυτό ήταν το Έργο σου.
Πολλοί προσπαθούσαν να σου φέρονται καλά και να σ’ ευχαριστήσουν, όμως μόνο το Μάτι μπορούσε να σε ηρεμήσει και να σου δώσει από τη Γαλήνη Του, γιατί είχες μάθει πλέον ό,τι κι αν κάνεις να ’σαι μαζί Του. Ήσουν σχεδόν ένα μ’ αυτό, υπήρχε όμως μια πολύ μικρή απόσταση ακόμη, κι εσύ δεν ήθελες να υπάρχει καμία. Ποθούσες να γίνεις ένα μ’ αυτό.
Μια μέρα είπες: «Δεν γίνεται τίποτα έτσι, ούτε και το Έργο μου προχωράει». Παρατήρησες πως η φωνή σου είχε μια διαφορετική έμφαση. Ήταν πιο σταθερή, είχε περισσότερη σιγουριά μα και γαλήνη.
«Λες να ’μαι εγώ η φωνή του Ματιού;», σκέφτηκες, κι αμέσως απόδιωξες τη σκέψη, γιατί αν τελικά το Μάτι είχε φωνή και μιλούσες εσύ αντί γι’ αυτό, τότε δεν θα την άκουγες ποτέ.
Σαν να σκίζονταν οι Ουρανοί και σαν να τρανταζόταν συθέμελα όλη η Γη, ακούστηκε Φωνή που σε διαπέρασε και σ’ έκανε να τρέμεις σύγκορμος: «Εσύ κι Εγώ είμαστε Ένα. Η Φωνή Μου είναι και η δική σου φωνή, χωρίς όμως η δική σου να είναι και Δική Μου».
Όχι. Τώρα δεν λάθευες. Με τίποτα δεν θα μπορούσες να λαθέψεις. Μιλούσε το Μάτι. Ναι, αυτό ήταν! Αισθανόσουν δέος και φόβο μαζί. Ήθελες να χαρείς και δεν μπορούσες. Ήθελες να ρωτήσεις και δεν τολμούσες. Ήθελες να κλάψεις, μα η λάμψη του Ματιού σε είχε τώρα καλύψει ολόκληρο και τα δάκρυά σου εξατμίζονταν πριν ακόμη βγουν από την Ψυχή σου.
Ήσουν τώρα μέσα σ’ ένα Νεφέλωμα από απαλό Φως. Φορούσες έναν κατάλευκο Χιτώνα, σαν κι αυτόν που φορούσε ο Εαυτός σου στην οθόνη. Κοίταξες κάτω κι είδες τη Γη με τους ανθρώπους και τα κορμιά τους πάλι γεμάτα πληγές και τις σάρκες τους να σαπίζουν από τη φθορά της Ψυχής. Τα μάτια σου πλημμύρισαν από δάκρυα. Κύλησαν καυτά στα μαγουλά σου και πήραν το δρόμο για τη Γη.
Ποια λόγια μπορούν να περιγράφουν το Μεγαλείο; Ποιες εικόνες μπορούν ν’ αποδώσουν την ομορφιά του Μυστήριου της Ζωής και της Δημιουργίας; Τα δάκρυά σου έπεσαν στη Γη, μεταμορφώνοντάς την σε πανέμορφο Κήπο γεμάτο ευωδίες κι αρώματα απ’ τα πιο εκλεκτά, κι οι άνθρωποι, παιδιά πανέμορφα σαν Χερουβείμ, αγόρια και κορίτσια, έπαιζαν ευτυχισμένα τρέχοντας και γελώντας.
Θυμήθηκες τη λεκάνη που ο Εαυτός σου κρατούσε, τότε στην οθόνη, και τους ωκεανούς που ξεχύνονταν και κατάλαβες πως εσύ, ο Εαυτός σου, η λεκάνη, το νερό και το Μάτι είσαστε Ένα.
Σ’ έπιασε ίλιγγος και κάψιμο στο κεφάλι. Γύρω σου δεν μπορούσες να διακρίνεις τίποτα. Όλα ήταν Φως. Ένα Φως απαλό σαν μεταξωτό Πέπλο, ολόχρυσο, με μοβ και ροζ ανταύγειες. Βρισκόσουν μέσα στο Μάτι.
Κολυμπούσες μέσα στο Φως και η Γαλήνη που ένιωθες ήταν τέτοια που δεν είχες ξανανιώσει. Άρχισες να κινείσαι. Σου άρεσε να κολυμπάς μέσα στο Φως απολαμβάνοντας την Αρμονία που ένιωθες παντού σαν να ’σουν κομμάτι Της, σαν ποτέ να μην είχες ζήσει έξω απ’ Αυτήν. Έπαιζες. Άπλωνες τα χέρια σου με ανοιχτές τις παλάμες, γέμιζες τις χούφτες σου με το χρυσό Φως και τις έφερνες στο στόμα σου ρουφώντας το λαίμαργα.
Κυλούσε μες στα πνευμόνια σου σαν το πιο δροσερό κρυστάλλινο νερό. Ήταν υπέροχο. Τέτοια γεύση δεν είχες ξαναδοκιμάσει. Τρεφόσουν μ’ αυτό. Ξεδιψούσες μ’ αυτό. Ήσουν ολόκληρος από Φως. Ήσουν απ’ αυτό, χωρίς όμως να είσαι Αυτό.
Κατάλαβες πως η Ενότητα υπάρχει μόνον όταν εσύ περιέχεσαι σ’ αυτό και πως στη Γη δεν μπορούσες να ζή- σεις κάτι τέτοιο, γιατί περιόριζες το Φως μέσα στην Ύλη σου. Έβαλες την Ύλη ανάμεσα σε σένα και στο Φως και διαχωρίστηκες από την Ύπαρξη. Αυτή που πάντα ήταν δική σου. Θυμήθηκες.
Τώρα κατάλαβες αυτό που είχες κάνει και πως για την Τιμωρία σου είσαι υπεύθυνος. Μπορείς να κλάψεις αν το θέλεις μα δεν θα ωφελήσει, γιατί τώρα γνωρίζεις τι πρέπει να κάνεις. Γνωρίζεις πως πρέπει να πονέσεις όχι μόνο γι’ αυτά που εσύ δημιούργησες, αλλά γι’ αυτά που και οι άλλοι έκαναν.
Ο Δρόμος της Επιστροφής σε περιμένει. Πόρτες και κλειδιά δεν υπάρχουν για να βρεις, γιατί το Μυστικό το γνωρίζεις και η Ύπαρξη στέκεται στο τέλος του Δρόμου με τις υποσχέσεις της Αιώνιας Ζωής.Με Αγάπη, το ΜΑΤΙ