Θα ’θελα να σου πω τη δική μου ιστορία, να σου πω για μια μικρή ασήμαντη πορεία που διέγραψα, που μοιάζει σαν ένα παραμύθι, με πρωταγωνιστή εμένα που βλέπεις μπροστά σου κάθε μέρα, με μένα τον άνθρωπο, που ζω με άπειρες μορφές πάνω στη γη. Ένα παραμύθι πραγματικό, αλλά που στο νου μου φαντάζει τόσο ψεύτικο καμιά φορά, σαν ενθυμούμαι τα γεγονότα που το συνέθεσαν ή όταν αντικρίζω τον εαυτό μου, αιώνες μετά, να επαναλαμβάνει τον κύκλο της ζωής.
Θα χρησιμοποιήσω απλές εκφράσεις για να μη σε κουράσω, αλλά γιατί δεν έχω και τη γνώση την ανάλογη ώστε να σου παρουσιάσω τη δική μου ιστορία μέσα από συγγραφικές εκφράσεις που θα αφαρπάσουν το ενδιαφέρον σου. Θα σου πω λοιπόν για τη ζωή μου, για τον κόσμο μου, για τις χίλιες αποφάσεις που πήρα, για τις διεξόδους και τ’ αδιέξοδα, για την αιχμαλωσία μου, θα σου πω για την Αλήθεια που έκρυβα μέσα μου, χωρίς να μπορώ να αναγνωρίσω το κλειδί που ξεκλειδώνει την Πόρτα της Ζωής.
… Μια γυναίκα – ψυχή, γεννημένη με τη μορφή σου, έχει μόλις έλθει σ’ επαφή με τον κόσμο του πραγματικού. Ένα μικρό πλασματάκι, εν μέσω λυγμών, κοιτάζει με απορία τις υποστάσεις που το καλωσόρισαν. Περιμένει ένα χαμόγελο, μια τρυφερή κουβέντα που θα καλμάρει την ανησυχία, που θα ισορροπήσει τη νέα φάση ζωής όπου βρέθηκε…
Τι να πει όμως σ’ αυτόν τον κόσμο που βρέθηκε, αφού ούτε καν μπορεί να συνεννοηθεί, γιατί δεν μιλάνε την ίδια γλώσσα. Αυτό το μικρό πλασματάκι μιλάει με τη γλώσσα της ψυχής, αλλά οι άλλοι γύρω του, αν και πρόθυμοι, δεν μπορούν να κατανοήσουν τη σιωπή που η παρουσία του εκπέμπει.
Το πήρανε λοιπόν από το χέρι και διαλέξανε γι’ αυτό ό,τι μπορούσαν να κατανοήσουν, χαρακτηρισμούς, ονόματα, το ντύσανε με χίλιες φορεσιές, έτσι να φαντάζει και καλοστεκούμενο στα μάτια τους, γιατί η αλήθεια είναι ότι δεν τους άρεσε και πολύ αυτός ο τρόπος που ο μικρός επισκέπτης τούς κοίταζε.
Τα χρόνια πέρναγαν, ώσπου διαμόρφωσαν το μικρό πλασματάκι σε μια μικρή γυναίκα, που λίγο ως πολύ επιβάρυνε το περιβάλλον της, μην έχοντας τα «προσόντα» να προσφέρει κάτι πολύ σημαντικό.
Εξάλλου κανείς δεν είχε τόσο χρόνο ώστε ν’ ασχοληθεί μαζί της, καθένας τραβούσε την πορεία του, με εμφανείς εκφράσεις ενδιαφέροντος περί του τελευταίου μέλους της φαινομενικής οικογένειας που αποτελούσαν. Ενδιαφέρονταν για το φαγητό της, να, καμιά φορά και για το σχολείο της, όμως δεν συνομιλούσαν. Εξάλλου, μπορεί να μίλαγαν πια όλοι μαζί, υπήρχε όμως και αυτή η σιωπηλή γλώσσα – νοημοσύνη, που ήταν μονομερής και δεν έβρισκε ανταπόκριση από κανέναν. Κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει τη γλώσσα των ματιών που αναζητούν… Αναζητούν τη σκοπιμότητα της ύπαρξης, με τη σιωπή τους…
Δε βαριέσαι όμως, δεν υπήρχε καιρός για τέτοια, ο κόσμος εδώ είναι διαφορετικός. Εξάλλου, τι άλλο θέλεις; Έχεις τα πάντα, γονείς, αδέλφια, συγγενείς, ε! να, και μερικούς φίλους και γνωστούς. Τρως, κοιμάσαι, σπουδάζεις, σου πληρώνουν τα δίδακτρα και σε ζούνε άλλοι. Καμιά σκοτούρα στο κεφάλι σου. Τι να πούμε και μεις που μεγαλώσαμε μες στη μιζέρια και τη φτώχεια.
Αυτά τα λόγια αντηχούσαν στ’ αυτιά της μικρής τρυφερής γυναίκας, η οποία σιωπούσε και αναλογιζόταν ποια μιζέρια μπορούσε να είναι μεγαλύτερη από τη δική της, που οι άλλοι τής την παρουσίαζαν σαν ζωή κι εξέλιξη. Αναλογιζόταν τη δική της συνομιλία, που δεν μπορούσε να φωνάξει, να εκδηλωθεί, γιατί δεν υπήρχαν συνομιλητές τριγύρω της, μονάχα εξωτερικές, επιφανειακές κουβέντες, λες και στόχευαν να την απομονώνουν καθημερινά, όλο και περισσότερο, ανάμεσα στους θορύβους της μικρής επαρχιακής πόλης… Όλοι σ’ αυτή την πόλη μιλούσαν για Αγάπη, όλοι αγαπούσαν υπερβολικά ο ένας τον άλλον, ώστε έβρισκαν άπειρους τρόπους να του το εκδηλώσουν: πότε με φωνές, γιατί δεν έπραξε το «καλό», αυτό το οποίο θα βοηθούσε ν’ ανέβει η κοινωνική του θέση, μην εκθέτοντας την αλήθεια τής οποιασδήποτε κατάστασης, πότε με νουθετήσεις, και πότε με την απόρριψη της κάθε πρωτοβουλίας που πήγαινε ενάντια στον κατεστημένο τρόπο ζωής. Τόση αγάπη, λοιπόν, που όλοι νοιάζονταν για το μέλλον σου, το τι θα γίνεις ώστε κι αυτοί να δούνε χαρές, που επένδυσαν πάνω σου μια ολόκληρη περιουσία. Ναι, σ’ αγαπούσαν τόσο πολύ, που δέχτηκαν να μένεις ανύπαντρη, ντροπή βέβαια κι αυτό για τη μικρή επαρχιακή πόλη, όμως σπούδασες. Τώρα, σειρά σου να ξεπληρώσεις τους δύστυχους γονείς σου που τόσο παιδεύτηκαν στη ζωή, και συ, αχάριστη, μιλάς και για κάποιες καινούργιες ιδέες, χωρίς να τους ρωτήσεις αν έπρεπε ν’ αφεθείς σ’ αυτές τις δοξασίες.
Εν πάση περιπτώσει, η αγάπη τους ήταν κάπως ιδιόρρυθμη, πράγμα που έκανε τη νεαρή γυναίκα να θάβεται κάθε μέρα μέσα στις τύψεις και τις ενοχές, γιατί δεν μπορούσε να καταλάβει την αγάπη που της έδειχναν. Γιατί εκείνη δεν μπορούσε να τους δώσει αυτή την αγάπη. Άσε πια αυτή την αχαριστία της απέναντι στην προσφορά που της έκαναν.
Καμιά φορά σκεφτόταν:
– Λες να πρέπει να τους ευχαριστήσω επειδή με γέννησαν; Γιατί με γέννησαν όμως; Ποιοι είναι αυτοί και τι ζητάνε; Ποιος είναι ο προορισμός τους; Κι εγώ που δεν θέλω να ζω μες στην ταραχή αυτήν; Τι πρέπει να κάνω;
Τόσα και τόσα άλλα συλλογιζόταν η νεαρή ύπαρξη. Τα μάτια της εξέπεμπαν μηνύματα παντού. Σιωπή όμως… πλήρης σιγή. Μονάχα θόρυβοι κι αψιμαχίες κάλυπταν την ευαίσθητη ακοή της.
Άρχισε λοιπόν να χαμηλώνει το βλέμμα της στο έδαφος, αφού άλλωστε το να κοιτάζεις ψηλά ήταν μια νοοτροπία για τους τρελούς, έτσι της είπαν σ’ όλα τα σχολεία που πήγε. Όσο για τους γονείς της, εκείνοι δεν ανακατεύονταν σ’ αυτά, ως υπάκουοι πολίτες και σώφρονες ψηφοφόροι της Δημοκρατίας των ιδεών που ήταν.
Αποφάσισε λοιπόν να τους πλησιάσει και να εκφράσει κάποια από τα ερωτηματικά της.
Μα τι λάθη που κάνουν αυτά τα παιδιά, και μάλιστα τα κορίτσια. Ειδικά το «δικό μας», είναι και προβληματικό. Πολύ φοβάμαι ότι δεν θ’ ανταποκριθεί στις αρχές της κοινωνίας μας. Ρωτάει πράγματα τα οποία δεν στέκουν, κάθεται αμίλητη και αφηρημένη, και γενικά η παρουσία της μας σπάει τα νεύρα. Και μεις που τόσο την αγαπάμε και την φροντίζουμε… Μα τι ζητάει τέλος πάντων, αφού όλα τα έχει. Δεν μπορεί ν’ αναγνωρίσει τη θυσία μας;
Απαντήσεις και συνομιλίες μεταξύ των καθοδηγητών, γονιών κλπ., που ήλθαν να κατακεραυνώσουν την εύθραυστη αναζήτηση της επαφής που επεδίωκε να κάνει η νεαρή κοπελίτσα. Τραβήχτηκε σε μιαν άκρη του δωματίου της και αγκάλιασε τις τύψεις της γι’ αυτά που σκέφτηκε, ενώ συγχρόνως μονολογούσε μες στ’ αναφιλητά της: Ποια είναι η Ζωή; Πώς είναι; Εγώ γιατί γεννήθηκα αφού δεν μπορώ ν’ αγαπώ όσο μ’ αγαπάνε οι γύρω μου;
Και πού να μάθαιναν και την κρυφή της επιθυμία, που ήταν να φύγει μακριά από την επαρχιακή πόλη που γεννήθηκε!
Άρχισε λοιπόν να καταστρώνει σχέδια. Έπρεπε να ζήσει! Να ζήσει! Έπρεπε να βρει αυτά που της έλειπαν!
Οι σπουδές της την έφεραν αναγκαστικά σε πιο μεγάλη πόλη, μια πρωτεύουσα κανονική! Βέβαια την ακολουθούσαν οι τύψεις για τη θυσία και τον αγώνα της προηγούμενης γενιάς, όμως αυτό δεν είχε και τόση μεγάλη σημασία τώρα πια. Σημασία είχαν οι σπουδές και η ικανοποίηση της ανησυχίας, που όμως, όσο πέρναγαν τα χρόνια, είχε υποσταλεί, γιατί δεν έβρισκε τροφή να χορτάσουν τα διψασμένα μάτια της νεαρής γυναίκας, που λειτουργούσε σαν έφηβος βλέποντας τα φανταχτερά φώτα της πρωτεύουσας να την καλούν, να της υπόσχονται, να την έλκουν.
Αυτό λοιπόν είναι η ζωή! Μέσα στα φώτα και στις μουσικές! Τουλάχιστον εδώ καλύπτονται οι τσιριχτές φωνές της επαρχιακής πόλης. Και να, αυτό το καινούργιο περιβάλλον σε μεθάει με πάθη πρωτόγνωρα κι επιθυμίες που βρήκαν χώρο να εκδηλωθούν! Όσο βέβαια εγκλιματιζόταν, τόσο σιγούσαν οι κρυφοί λογισμοί της παρθενικής ζωής της.
Τώρα πια δούλευε κιόλας, οι σπουδές τέλειωσαν, χωρίς να δώσει κανένας ιδιαίτερο ενδιαφέρον στο αποτέλεσμα. Ούτως ή άλλως, δεν επένδυσαν ποτέ πάνω της για ν’ ακολουθήσει κάποια επιστήμη. Είχε μια καθώς πρέπει εργασία, και να, τώρα άρχισε σιγά σιγά να εναρμονίζεται και με τον πολιτισμένο κόσμο.
Τα προσφιλή της πρόσωπα την αναζητούσαν βέβαια, όμως έκαναν κάποιες θυσίες για ν’ αποδεχθούν την απουσία της.
Δεν βαριέσαι, εμείς οι γονείς ζούμε μόνο για σας – συνέχισαν δηλαδή ν’ αγωνίζονται.
Βέβαια, η νεαρή γυναίκα, παρ’ όλη την πρόοδό της, δεν μπορούσε ακόμα να καταλάβει τις λειτουργίες της ζωής. Όμως αυτό δεν είχε σημασία. Είχε κλείσει τα μάτια και τ’ αυτιά και φορούσε τις σενιαρισμένες φορεσιές που της επέβαλλε ο τρόπος ζωής που είχε μπροστά της ανατείλει, και ήδη βρισκόταν στο μεσουράνημα. Καθώς κοιταζόταν καμιά φορά στον καθρέφτη, όχι για τίποτ’ άλλο, αλλά για να κρύψει τις κάποιες σκιές από τα μάτια της, επισφράγισμα της ζωής, αντίκριζε ένα βλέμμα απόμακρο και μοναχικό, που φρόντιζε επιτηδευμένα να το αλλάξει, γιατί έτσι επέβαλλαν οι κοσμικοί κανόνες. Με προσπάθεια, λοιπόν, άρχισε να το καλύπτει, να το κάνει λίγο πιο χαρούμενο, πώς το λένε, λίγο πιο ελκυστικό, να μπορεί να συνομιλήσει με το περιβάλλον της.
Λίγο δύσκολο όμως για τη γυναίκα αυτή, που από τότε που γεννήθηκε είχε τη δική της ακατανόητη άποψη περί ζωής, που τώρα ήταν θαμμένη με επιμέλεια σε μιαν ασφυκτικά κλειστή καρδιά και σε εξωτερικές εκδηλώσεις και χειρονομίες που είλκυαν το ενδιαφέρον και την άπωση, σε ισομερείς μεγάλες δόσεις.
Ήταν, θυμάμαι, μια παγερή νύχτα του Νοέμβρη… Μια νύχτα καθοριστική, που πυροδότησε την εξασθενημένη της φαντασία να ψάξει κι άλλο, να βρει! Να καλύψει τα κενά που το μεσουράνημα της ζωής της άφησε να φανούν στα μάτια της, χάσματα ολόκληρα, ακάλυπτα κενά από ζωή.
Δεν μπορεί! Θα βρω την άκρη, μονολογούσε. Εξάλλου, έτσι όπως τώρα είμαι, δεν το αντέχω! Μπούχτισα με τις απατηλές υποσχέσεις όλων των επαφών και συζητήσεων. Κάτι άλλο υπάρχει, πού όμως; Θα το ψάξω.
Είχε ήδη χαθεί η μικρή πρωταγωνίστρια του παραμυθιού μας στα δαιδαλώδη μονοπάτια των εμπειριών της. Είχε ήδη χάσει κάθε επαφή με τα μηνύματα της εσωτερικής της ανησυχίας…
Φόρεσε λοιπόν ό,τι πιο πρόχειρο βρήκε μπροστά της και τράβηξε κατά το μονοπάτι εκείνο… που άλλοι ονομάζουν παγίδα της εποχής, άλλοι το λένε επισφράγισμα της καλοπέρασης, και άλλοι ασχολούνται ψυχή τε και σώματι στην περιγραφή και αγοραπωλησία του προϊόντος, αγωνιστές κι αυτοί θυσιαζόμενοι στο βωμό της ζωής, για εξέλιξη κλπ.
Εκείνη το ονόμασε λήθη… Λήθη και διέξοδο για την κουρασμένη της παρουσία, που μέχρι τώρα δεν είχε βρει αυτό που ήθελε, γιατί απλώς δεν το είχε καθορίσει, για λόγους που δεν κατανοούσε, που δεν τους ήξερε, ή που είχε κρύψει σχολαστικά σε κάποιες γωνιές του νου της, φοβούμενη να αναλάβει το τιμόνι του καραβιού που ήδη αργοβυθιζόταν στα ταραγμένα νερά τού «είναι» της.
Τουλάχιστον τώρα δεν θυμόταν, δεν ήθελε, δεν ποθούσε! Και το πιο βασικό, δεν είχε την ανάγκη της Αγάπης αυτής που την οδηγούσε σε τύψεις και περιορισμούς. Δεν είχε ανάγκη να αρέσει. Δεν την ενδιέφερε το κοινωνικό καθεστώς, που ούτως ή άλλως δεν μπόρεσε ποτέ να κατανοήσει.
Η πορεία της είχε πάρει το δρόμο προς τον αφανισμό… κι εκείνη το γνώριζε, αλλά απλώς αδιαφορούσε, χαμένη στη λήθη της ζωής και στην καινούργια της ανάγκη, που απορροφούσε κάθε της κίνηση.
Δεν θυμάμαι να σας πω πόσον καιρό η γυναίκα του παραμυθιού μας βάδιζε αργά αλλά σταθερά προς το θάνατο… Θυμάμαι όμως, που έλεγε καμιά φορά στον εαυτό της:
– Μην κλαις, ψυχή μου, σιωπηλά για το κατάντημα του ανθρώπου. Μήπως εσύ έχεις να προτείνεις κάτι καλύτερο; Αδιέξοδο παντού. Ένας αγώνας στημένος, ένα θέατρο μεταξύ αλήθειας και ψέματος. Τι άλλο θέλεις; Έπαιξες όλους τους ρόλους, και του θύματος και του θύτη. Τώρα; Αδιέξοδο.
Σιγά σιγά στέρεψε το δάκρυ της, με αποτέλεσμα να προχωρά με πιο ελαφριά τη συνείδησή της στο παραλήρημα της επιθυμίας της, που είχε καταστεί ανάγκη για να μπορεί να ζει!
Μέχρι κι εγώ που την παρακολουθούσα από κοντά, είχα κουραστεί και με θλίψη καμιά φορά έλεγα: «Τι κρίμα! Κι άλλος ένας στην ιστορία της γης, που δεν άντεξε γιατί δεν έμαθε! Γιατί δεν διδάχθηκε!»
Όμως, όταν βρισκόταν εκεί, στο τελευταίο σκαλοπάτι, έτοιμη να πέσει στο βάραθρο της πλήρους τελμάτωσης, σαν να ’γινε ένα θαύμα, πώς να σας το πω! Άλλαξε ξαφνικά η ροή των γεγονότων.
Να, μέσα από τα κατάβαθα της ύπαρξης εμφανίσθηκε ένα χέρι. Ένα χέρι γεμάτο στοργή και τρυφεράδα, ένα χέρι που εξέπεμπε δύναμη, ζωή, καλοσύνη. Ένα χέρι που ήταν γεννημένο να προσφέρει.
Μέσα σε ψαλμούς ουράνιους και μελωδίες χαρμόσυνες, ανέσυρε την ψυχή – γυναίκα, που κανείς μέχρι τώρα δεν είχε προσέξει ότι υπήρχε.
Ναι! Μην απορείτε. Κανένας δεν μπορούσε να την δει! Γιατί απλώς δεν έβλεπε.
Αυτό λοιπόν το χέρι την πήρε με στοργή στην αγκαλιά του κι άρχισε να της μιλά απλά, σιγά, με ήχους πρωτόγνωρους, που λειτουργούσαν μέσα της σαν βάλσαμο, τροφή ζωής και ίαση.
Ζαλισμένη, άνοιξε τα μάτια της κι είδε πως βρισκόταν σ’ ένα πρωτόγνωρο περιβάλλον, φωτεινό, γεμάτο καλοσύνη, κι αυτό το Χέρι που είχε Μορφή Θεϊκή και ανθρώπινη συγχρόνως, δούλευε μέρα και νύχτα για ν’ αποκαταστήσει τη φθορά που είχε υποστεί κατά τη διάρκεια του ταξιδιού της στη λεωφόρο των εμπειριών.
Της μίλησε γι’ Αγάπη και, πρωτόγνωρο για την ψυχή – γυναίκα, σκίρτησε από χαρά όταν της είπε αυτά που μέσα της υπήρχαν, χωρίς να έχουν σχηματισθεί. Εκείνος ένωσε τα στοιχεία μέσα της, ένωσε το είναι της, για να μπορεί να το εκδηλώσει, για να δυνηθεί να εισαχθεί σ’ αυτό που ονομάζουμε Ζωή, ή μαθητεία, όπως της αποκάλυψε, και η γυναίκα – ψυχή αγαλλίασε στο άκουσμα της Αλήθειας, που σταδιακά αποκαθίστατο εντός της.
Σαν όνειρο χάθηκε από το νου της το παρελθόν, λες και συγκεντρώθηκε ο χρόνος στο τώρα και λειτουργούσε με ασύλληπτη ταχύτητα, αποκαθιστούσε, ένωνε, δημιουργούσε.
Μια νέα πορεία ήδη είχε φανεί στους ορίζοντες του νου της, απαλλαγμένη από ενοχές και τύψεις, αφού Εκείνος φρόντισε για όλα… Ο Δρόμος μπροστά της απλωνόταν και περίμενε τη γυναίκα – ψυχή να τον διαβεί.
Της μίλησε για τον Θεό! Της είπε για τη Σοφία Του, για τη Νομοτέλεια, για τις Αξίες της Ζωής, που είναι πέρα από τις ηθικολογικές περιορισμένες δοξασίες του κατεστημένου.
Ο Ίδιος ο Θεός ενδύθηκε τη σάρκα και την δίδασκε. Είχε ενσαρκωθεί η Θεότητα για να ανασύρει το τμήμα τού Εαυτού που είχε εκπέσει, που είχε χαθεί στην περιδίνηση της ύλης.
Εκείνος είχε αναλάβει ολοκληρωτικά την πορεία της, ενώ συγχρόνως την δίδασκε για την Αγάπη και τροφοδοτούσε τα μάτια της με τροφή. Τροφή, που μόνο Αυτός μπορούσε να προσφέρει, γιατί μόνο Αυτός κρατούσε τα Κλειδιά της Ύπαρξης, της Ζωής.
Δάσκαλέ Μου, Αγαπημένε Δάσκαλε, αποτείνομαι σ’ Εσένα, που περιέχεις όλες μου τις μορφές, όλες τις ποιότητες που εκδηλώνω, αποτείνομαι στη Μορφή που εκδηλώνει την Απόλυτη Τελειότητά Σου, Δάσκαλε Ιωάννη.
Ταπεινά σού προσφέρω αυτό το μικρό παραμύθι της ζωής μου, σαν ένα μικρό δείγμα της πλήρους αφοσίωσης στο Έργο Σου, στο ΕΡΓΟ του Ανθρώπου.
Σ’ ευχαριστώ που με αξίωσες να μαθητεύσω κοντά Σου.
Σε αποκαλώ Εαυτό μου, γιατί πραγματικά Είσαι ο Εαυτός μου, ζω από τη ζωή Σου, υπάρχω γιατί Εσύ υπάρχεις μέσα μου.
Σου διαχέω την ευχαριστία μου για την αφύπνιση που συντελείς μέσα στο «είναι» του ανθρώπου. Σου προσφέρω την Ύπαρξή μου, να την καταστήσεις Προσφορά, έχοντας για Πρότυπο τη Μορφή Σου.
Η Γυναίκα – Ψυχή.
Ο Άνθρωπος.