«Εκ Ναζαρέτ, δύναταί τι αγαθόν είναι;» (Ιωάν. Α΄, 47).
Το ’πες για πρώτη φορά τότε, που χωρισμένος ακόμη από τις άλλες ικανότητες – μαθητές είχες γίνει εύπιστος στα κατεστημένα των ιδεών της εποχής. Καθισμένος κάτω απ’ τη συκιά, ονειροπόλος δραπέτης απ’ την πραγματικότητα, αλλά και τον καυτό ήλιο που σ’ εμπόδιζε να σκεφτείς, «πέταξες» μια έτοιμη απάντηση στον Φίλιππο, μια απάντηση που ’χες αποθηκεύσει στις μνήμες σου, μόνο και μόνο γιατί όλοι έτσι έλεγαν. Κι έτσι είπες, χωρίς να πολυσκεφτείς, χωρίς να εξετάσεις, αλλά και χωρίς δόλο, γιατί η απάντησή σου δεν εξέφρασε δυσπιστία παρά μόνο την αντίληψη του κόσμου που, σύμφωνα με την ιδιοσυγκρασία σου, δεν μπορούσε να προσφέρει τίποτε καλό, τίποτε αγαθό.
Ενώ η Φαντασία…! Αυτή μάλιστα! Σ’ αυτή τη χώρα της Συνείδησης, έτσι τουλάχιστον την αντιλαμβανόσουν, μπορούσες να ζεις με την αγαθότητα των κινήτρων σου, την αγαθότητα των ιδεών που συνελάμβανες για να σχηματίσεις τη Νοητή Εικόνα του Τέλειου Ιδανικού, της Τέλειας Ιδέας, του Τέλειου Ανθρώπου, που ήσουν πεπεισμένος πως μόνο εκεί θα μπορούσες να Τον βρεις.
Βαρθολομαίε! Άδολη αθωότητα του Νου μου! Μπερδεύτηκες στη χώρα του πραγματικού και προσπάθησες να ξεφύγεις εξασκώντας την ικανότητά σου, την ικανότητά Μου, τη Φαντασία που είσαι! Κι έγινες εύπιστος στους ανθρώπους, γιατί απλώς δέχθηκες τις πεποιθήσεις τους, δέχθηκες ν’ αναμασήσεις τα πιστεύω τους, χωρίς να τ’ ακολουθείς και χωρίς να τα πιστεύεις, απλώς γιατί δεν σ’ ενδιέφεραν, γιατί η Έλλειψη της Παρουσίας Μου, η Απουσία του Δάσκαλου, δεν σου ’δινε τη δυνατότητα να τα διακρίνεις και να τα εξετάζεις.
Γιος της Γνώσης, αναδείχθηκες σε καλλιτέχνη, όταν η ψυχή σου ανυψώθηκε με πνευματική ζέση. Τι θλίψη όμως! Χωρίς Εμένα, Δάσκαλο και Οδηγό, περιορίστηκες να περιγράφεις την καθημερινή ζωή από τις αμέτρητες οπτικές της γωνίες, δίνοντας πάντα το χρώμα της μοναξιάς και της θλίψης της απουσίας Μου, χωρίς όμως να καταλαβαίνεις πως προέρχονταν απ’ Αυτήν! Κι άλλοτε σκλήραινες και καυτηρίαζες τον κόσμο και τα δεινά του, κι άλλοτε απελπισμένος περιέγραφες την πίκρα και την απογοήτευσή σου, για να περάσεις σε φανταστικές αλλά μάταιες αναζητήσεις της Παρουσίας Μου, διανοιακές συνθέσεις που σχημάτιζαν ιστορίες και διηγήματα χωρίς υπόσταση, προσπάθειες που αποσκοπούσαν να ξεπεράσουν τα όρια που ένιωθες να εγκλωβίζουν το νου σου, χωρίς όμως να περιέχουν το θετικό της απόδειξης, απλώς γιατί η Απουσία Μου ήταν η έλλειψη Θείας Ουσίας στις ιδέες που συνελάμβανες και ανέπτυσσες.
Κι έτσι μόνος, λάνθανες μέσα στο στροβιλισμό των διανοητικών σου συνθέσεων, δημιουργώντας περιορισμένα αντίγραφα της θολής μέσα στο «Είναι» σου ανάμνησής Μου, Εικόνα που ερέθιζε μεν τη φαντασία σου, αλλά την περιόριζε, καθώς η ικανότητά σου να συλλαμβάνεις ιδέες και εικόνες και να τις μεταφέρεις, μάγευε το ακροατήριό σου αλλά και τον εγωισμό σου με την αίγλη του Μάντη που σε καθήλωνε, χωρίς ποτέ να σου δίνει το δικαίωμα ν’ αντιληφθείς το σφάλμα που διέπραττες, καθώς διοχέτευες το δυναμικό σου άσκοπα στις εκδηλώσεις του κόσμου της γης, σε εκδηλώσεις που δεν είχαν να σου προσφέρουν καμία Γνώση, τίποτε περισσότερο απ’ τη Γνώση που πάντα Εγώ ήμουν μέσα σου!
Βαρθολομαίε! «Προ του σε Φίλιππον φωνήσαι, όντα υπό την συκήν είδον σε» (Ιωάν. Α΄, 49).
Και να που σ’ ακούω πάλι να λες, «στον ουρανό σε γύρευα, στη γη σε βρήκα». Και τούτο δεν είναι παράξενο για σένα. Μην και περίμενες τίποτε αγαθό απ’ αυτό τον κόσμο για να Με ψάξεις σ’ αυτόν;
Κι όμως, Γιε Μου! Τις ώρες που συ ταξίδευες μες στα διαμερίσματα του Νου, να βρεις το δρόμο για το Απόλυτο, τις ώρες που αναζητούσες τις Αρχές της Ύπαρξης μες στα φτωχά και ατελή συστήματα Ιδεών, στις φιλοσοφικές σχολές και τις καλλιτεχνικές εκδηλώσεις, τις ώρες που μάταια προσπαθούσες ν’ αποτυπώσεις σε πλήθος σελίδων τον Εαυτό σου, θ’ αρκούσε μόνο να σκεφτείς γιατί κατέβηκες στη Γη, για να σου αποκαλυφθεί πως η μοναδική αιτία της ενσάρκωσής σου είναι να Με συναντήσεις, Είμαι Εγώ, που πρέπει πλέον να φανερώσεις.
Μήπως δεν μιλώ σωστά, Τέλεια; Μήπως μέχρι σήμερα δεν διέτρεξες τις άπειρες αποστάσεις του νου σου; Αναρωτήθηκες ποτέ γιατί; Ή απλώς μόνον επαναπαύθηκες στη διαφορά που διέκρινες στην υπόστασή σου από τους άλλους ανθρώπους για να δικαιολογήσεις τη θέση του κριτικού σε ευτελή, περιορισμένα και ανούσια συγγράμματα; Λοιπόν, Βαρθολομαίε; Ποια άλλη αιτία θα σ’ έστρεφε να ψάξεις τόσο μέσα στον Εαυτό σου, χωρίς να έχεις κανένα στοιχείο απ’ αυτό τον κόσμο; Λοιπόν; Δεν έψαχνες Εμένα που Είμαι στον κόσμο, χωρίς να Είμαι απ’ αυτόν; Δεν έψαχνες εσένα που είσαι στον κόσμο, αλλά δεν ανήκεις σ’ αυτόν; Δεν γνώριζες, μα ούτε και τώρα γνωρίζεις.
Σχημάτισες πλήθος εικόνων στα κάτοπτρα της Ψυχής. Συνέλαβες ιδέες και τις μορφοποίησες, χρησιμοποιώντας όλες τις ποιότητες που συνάντησες στον υλικό κόσμο για να κατασκευάσεις δοξασίες, αποτελέσματα της διάβρωσής σου από τα ένστικτα της διατήρησης της ζωικής ύπαρξης, που γέμισαν τις βιβλιοθήκες με αμέτρητες προσπάθειες χωρίς Ουσία, χωρίς Ζωή.
Κι έγινες έτσι υπαίτιος για την αντίληψη που οι άνθρωποι σχημάτισαν για σένα, τη Φαντασία. Υποβίβασες την ικανότητά σου από το ύψος της σύλληψης Θείων Ιδεών, Ιδεών Απειρότητας, σε σύνθεση στοιχείων απ’ το βασίλειο της Διάνοιας. Κι έτσι διασπασμένος, έγινες φαντασίωση για τους υλόφρονες όταν στρεφόσουν στην ικανοποίηση της λαγνείας τους, κι άλλοτε μετανάστης του ονείρου, διασκέδαζες τους ακροατές σου με ιστορίες τρόμου και μεταφυσικά Μυστήρια, που όμως δεν περιείχαν καμία λειτουργία της Νομοτέλειας που κατέχεις μεν, αλλά ποτέ δεν εξεδήλωσες για να Με προάγεις και να ανυψωθείς στο ύψος που αρμόζει σε μία από τις ικανότητές Μου, τον εκλεκτό Μου Μαθητή Βαρθολομαίο!
Κι ενώ η Πίστη, η Κρίση, η Αγάπη, η Θέληση, δηλαδή ο Πέτρος, ο Ιάκωβος, ο Ιωάννης, ο Ματθαίος, που εκπροσώπησαν αυτές Μου τις ικανότητες, έγιναν γνωστοί σ’ όλους, εσύ έμεινες άσημος επειδή δεν στάθηκες στο ύψος του Ιδανικού κι άφησες τη Φαντασία να εκπέσει στην υπόληψη των ανθρώπων.
Βαρθολομαίε! «Ότι είπον σοι, είδον σε υποκάτω της συκής, πιστεύεις; Μείζω τούτων όψει» (Ιωάν. Α΄, 51). Ακόμη δεν γνωρίζεις. Ακόμη δεν έχεις μάθει να Με επικαλείσαι. Ακόμη δεν έχεις κατανοήσει τον προορισμό σου, ούτε και τη λειτουργία σου. Ενώ σε ερεθίζω, σε ταξιδεύω διευρύνοντας τα όρια του νου σου με τρόπο ανάλογο της ικανότητάς σου, εσύ ενθουσιάζεσαι, για ν’ αποδείξεις πως εξακολουθείς να παραμένεις εύπιστος σε καθετί που προέρχεται απ’ τον Πνευματικό Κόσμο και συγκινεί τη φύση σου, τη φύση της πνευματικής ικανότητας που είσαι, χωρίς όμως να μπαίνεις ποτέ στον κόπο να το εξετάσεις, να το ελέγξεις και να το διακρίνεις με την ωριμότητα που θα ταίριαζε σε έναν μαθητή Μου. Δεν φτάνει όμως αυτό. Δεν θα αρκούσε, ακόμη και αν το έκανες. Απορείς;
Δεν αρκεί μόνο να Με αναγνωρίσεις, ούτε ακόμη και να Με πιστέψεις, αλλά για ν’ αποκατασταθείς, θα πρέπει ν’ αποκτήσεις διάκριση, πίστη και, πάνω απ’ όλα, Αγάπη για τον Άνθρωπο. Αυτόν που θεωρείς πως δεν μπορεί να κατανοήσει, αυτόν που εκπροσωπεί τον μέτριο νου, που δεν σ’ έχει σαν ικανότητα ενεργοποιήσει, αλλά περιμένει από την κάθε σου εκδήλωση ν’ ανασάνει, να νιώσει ψυχική ανάταση, αυτόν που έχει την ανάγκη σου, την ανάγκη που εσύ αντιλαμβάνεσαι και φουσκώνει τον εγωισμό σου. Δεν αρκεί μόνο να Με ακολουθήσεις, ούτε αρκεί μονάχα να πεις για Μένα δύο καλά λόγια που θα εφησυχάσουν τη Συνείδησή σου. Αλλά για ν’ αποκατασταθείς, θα πρέπει ν’ αρχίσεις να εργάζεσαι για τον πλησίον, να αφιερωθείς σ’ αυτόν και να γίνεις Πηγή Θείας Γνώσης, Πηγή Θείων Ιδεών, Φάρος στον Κόσμο της Άγνοιας, στον Κόσμο της Πτώσης όπου βρίσκεσαι.
Έλειψε, Βαρθολομαίε, από σένα ο σεβασμός για την Ύπαρξη όταν την περιόρισες στην ικανότητα της Φαντασίας, απορρίπτοντας ως κατώτερο ό,τι δεν σε περιείχε ενεργοποιημένο, ό,τι δεν είχε τις προϋποθέσεις για να εξάρει τις ιδιότητές σου. Κι έμαθες να αποχωρείς και να απέχεις από την Ύπαρξη, θεωρώντας πως έπρεπε να μένει ευχαριστημένη με τα ψίχουλα της Αλήθειας με τα οποία την τροφοδοτούσες. Χρεώθηκες την κοντοφθαλμία σου, για ν’ αποκτήσεις κι άλλη ανάγκη, αυτήν των ωραίων μυωπικών γυαλιών που σου ήταν απαραίτητα πλέον για να την καλύψεις.
Δεν αρκεί, λοιπόν, μονάχα να γράψεις για την Αλήθεια, όσο κι αν Την γνωρίσεις, ούτε αρκεί να αποκολληθείς από την κριτική ανούσιων και περιορισμένων ιδεών που κυκλοφορούν από τους επιδερμικούς εραστές Της. Ούτε ακόμη αρκεί να εργαστείς για τη διάδοσή Της, που στην καλύτερη περίπτωση θα σε επαναφέρει απλώς στο ύψος της Αποστολικής σου ιδιότητας. Αλλά για να τελέσεις τη Νέα σου Προσφορά στην Εξέλιξη του Ανθρώπου, θα πρέπει να εργαστείς για να φανερώσεις το Πρότυπο της Αλήθειας, αφού για ν’ αποκατασταθείς πραγματικά, θα πρέπει να γίνεις η Αλήθεια, να γίνεις Χριστός, όχι απ’ αρχής Τέλειος όπως Με γνώρισες ως Ιησού, αλλά όπως τώρα εντέλλεσαι να Με φανερώσεις, ως Θεούμενο Άνθρωπο. Να φανερώσεις τον Ιωάννη. Οι αμέτρητες μέχρι σήμερα εκδηλώσεις σου έχουν να παρουσιάσουν πλήθος ιδεών, με διαβαθμίσεις ποικίλες στην ποιότητά τους, κι αυτό θα πρέπει να αποκατασταθεί μέσα στην Ολότητα της Συνείδησης του Ανθρώπου.
Επομένως το Έργο, το οποίο εντέλλεσαι πλέον να φέρεις εις πέρας, δεν περιορίζεται απλώς στη διεκπεραίωση κάποιων συγγραμμάτων, έστω ακόμη και Πνευματικών διδασκαλιών, αλλά περιέχει σαν στόχο την πλήρη τους αφομοίωση στις Συνειδήσεις των αδελφών σου και την αποκατάσταση όλων των λανθασμένων ιδεών που ανά τους αιώνες διοχετεύθηκαν στον Άνθρωπο. Στόχος, ο οποίος, προκειμένου να πραγματοποιηθεί, προβλέπει την αποσύνθεσή τους στα στοιχεία από τα οποία συνετέθησαν και την ανασύνθεσή τους μέσα από τη Μοναδική Δόνηση της Τέλειας Διδασκαλίας Μου, η οποία, προκειμένου να εγκαθιδρυθεί, αποβλέπει στην πλήρη κατάρριψη των μέχρι τώρα υφιστάμενων ιδεολογικών συστημάτων, των οποίων τα σαθρά θεμέλια αδυνατούν να στηρίξουν το βάρος της Απόλυτης Αλήθειας.
Δειλιάζεις; Μήπως τα γόνατά σου τρέμουν ή κάμπτονται από το βάρος του Έργου το οποίο σε εντέλλω να φέρεις εις πέρας; Το δυναμικό σου ως πνευματική Μου ικανότητα είναι αρκετό ώστε να μπορέσεις ν’ αντεπεξέλθεις στην αποστολή την οποία σου έχω αναθέσει, και συνεπώς, εφόσον τα εφόδια είναι αρκετά, μπορείς χωρίς καμία καθυστέρηση να προχωρήσεις στην εκτέλεσή της. Στο εξής η διαρκής επιστασία Μου θα σε ενεργοποιεί συνεχώς ούτως ώστε η ικανότητά σου ν’ αναπτυχθεί στο έπακρο και να μπορέσεις έτσι να μορφοποιείς τις Θείες Ιδέες, τις οποίες θα συλλαμβάνεις στα ψυχικά σου κάτοπτρα σαν εικόνες, όνειρα και οράσεις, τα οποία θα χρησιμεύουν σαν απόδειξη της Έμπνευσής σου. Εάν και εφόσον οι περαιτέρω ενέργειές σου παραμείνουν επί τα αυτά, δύναμαι να σε επαναφέρω βιαίως και με πάμπολλους τρόπους στην τάξη και στην Οδό την οποία ως μαθητής Μου πρέπει να βαδίζεις.
Βαρθολομαίε! Εγώ Ειμί ο Λαλών σοι εκ γενετής, ο αποστείλας σε εν τω κόσμω, ίνα την Αλήθειαν και το Όνομα του Κυρίου του Θεού σου δοξάσεις. Ουκ έστι δι’ εσέ τι πλείον Εμού, ουκέτι ζωή δι’ εσέ άνευ Εμού, ότι Εγώ Ειμί η Οδός και η Αλήθεια, ήτις προ πολλού εχαράχθη δι’ εσέ. Ταύτην δε εντέλλεσαι παρ’ Εμού να διασχίσεις, ίνα γνώσεις Με κατά πάντα και την Εμή Δόξαν ενδυόμενος ως Εγώ, εν Εμοί μείνεις.
Ιδού Εγώ και τα παιδία, α ο Πατήρ παρέδωκεν εν τη χειρί Μου, ίνα ταύτα καταστήσω ενθέους υποστάσεις εν τη Απείρω του Πατρός Βασιλεία. Ιδού Εγώ ο Φαίνων εν τω σκότει της αγνοίας, ο Φέρων το Φως και την Πάσαν Αλήθειαν εν τω κόσμω, ίνα τον Άνθρωπον επαναφέρω εις την νομιμότητα της Χάριτος και του Ελέους και ως Κύριον αυτόν επί των Θείων του Πατρός Νόμων ανορθώσω.
Βαρθολομαίε… Βαρθολομαίε του κόσμου… Αμήν λέγω, απ’ άρτι όψει τον ουρανόν ανεωγότα και τους αγγέλους του Θεού αναβαίνοντας και καταβαίνοντας επί τον Υιόν του Ανθρώπου.