Δάσκαλος Χρ. Μποζατζίδη
Τιμημένη μου Μάνα σ’ ευχαριστώ. Σ’ ευχαριστώ απέραντα που με τιμάς με τους λόγους Σου. Σ’ ευχαριστώ για την Παρουσία Σου που μου δίνει κουράγιο και δύναμη να συνεχίσω την παρουσίαση όσων γεγονότων η Άπειρη Αγάπη του Πατέρα ορίζει να γνωστοποιηθούν στον άνθρωπο.
Τα μάτια σου άστραφταν από καλοσύνη και αγαλλίαση καθώς η Θεοτόκος προσέφερε τις πρώτες φροντίδες στον Ιωάννη. Τον τιμημένο γιο σου που η Αγάπη σου για κείνον προϋπήρχε μέσα σου και εκφραζόταν ανεμπόδιστα και έμπειρα από την πρώτη στιγμή που τον αντίκρισες.
Προσέλθετε άνθρωποι, ψυχές και πνεύματα της Δημιουργίας να δείτε και να βιώσετε την Αγάπη της Μάνας. Σεις που την κατακρίνατε και της κολλήσατε ταμπέλες στειρότητας αλλά και υπονοούμενα ότι την τιμωρεί ο Θεός, ελάτε να νιώθετε το Μεγαλείο της Αγάπης της. Ελάτε να αισθανθείτε την πείρα της και να διδαχθείτε την ύψιστη υπακοή της στο Θέλημα του Θεού. Ελάτε να αποκαταστήσετε τα λανθασμένα λόγια σας προς εκείνη, τη Μάνα του Ιωάννου.
Η γέννησή του ήρθε χωρίς πόνους. Σαν μια φυσική Θεία Λειτουργία του είναι της, που ερχόταν να αναγάγει τις αντιλήψεις των ανθρώπων. Κι αν ο Θεός είπε στην Εύα, “με πόνους να γεννά τα παιδιά της”, τούτο δεν συνέβη στη Μάνα. Ήταν η ποιότητα της Αγάπης της τόσο υψηλή, ήταν η υπακοή της στο θεό ή η Άμωμη σύλληψη του Ιωάννη συμπλήρωνε και αποκάλυπτε πτυχές των Νόμων του Θεού;
Η Θεοτόκος τον ύψωσε στα χέρια Της κι ως μελωδία ακούστηκαν τα λόγια Της, “ιδού ο αδελφός του Ιησού, ο ερχόμενος πριν από Εκείνον να ετοιμάσει τον Δρόμο Του. Ιδού ο Άνθρωπος του Θεού, ο λάμπων από Χάρη και Ευλογία προσήλθε επί της γης κατά το Θέλημά Του”.
Οι κτύποι από την κοιλιά της Θεοτόκου, που μέσα Της έφερε Χριστό ήλθαν να επισφραγίσουν τους Λόγους τούτους.
Σου φίλησε το μέτωπο Μάνα, με τον σεβασμό και την ταπεινοφροσύνη που Την ξεχώριζε απ’ όλες τις μορφές που υπήρχαν στη γη. Μπορούσαν να μιλούν οι δυο τους μόνο με τα μάτια, μ’ ένα άγγιγμα, μ’ ένα χαμόγελο κι η ψυχή μου ευφραίνονταν απ’ την εμπιστοσύνη και την αγάπη που υπήρχε μυστικά και αθόρυβα στο μικρό τούτο χώρο.
Δάκρυα χαράς και συγκίνησης έτρεχαν από τα πονεμένα μάτια του Ζαχαρία. Τα χέρια του έτρεμαν κι η φωνή του δεν έβγαινε για να εκφράσει το σεβασμό και την αγάπη του έμπροσθεν του ανέλπιστου γεγονότος κατά τους ανθρώπους.
Όμως τούτες τις ώρες κανείς δεν μπορούσε να λειτουργήσει με τα όρια τα ανθρώπινα γιατί η Αγάπη και το Φως που εκλυόταν σε κάθε βήμα γίνονταν σπαθί που έκοβε και έλυνε τους ανθρώπινους περιορισμούς για να μπορέσει ο άνθρωπος να πετάξει στις ουράνιες σφαίρες της Αγάπης του Δημιουργού.
Τιμούσε πολύ τη Μάνα και τη σεβόταν απέραντα. Στεκόταν δίπλα της αντάξια, μα τούτο το γεγονός ξεπέρασε τον άνθρωπο Ζαχαρία και γι’ αυτό προσωρινά το αμφισβήτησε. Όμορφη παρουσία μέσα στους χρόνους, πατέρα Ζαχαρία, όμορφη και βιβλική η μορφή σου τη στιγμή που γινόσουν μάρτυρας των άγνωστων Βουλών του Θεού.
Με δάκρυα πολλά στα μάτια και με συγκίνηση βαθύτατη έσκυψες στην αγκαλιά της Μάνας και της έκφρασες με τον τρόπο σου τη συγνώμη σου και την ευχαριστία σου που ουδεμία στιγμή αμφισβήτησε το Θέλημα του Θεού, που η ίδια γινόταν η έκφρασή Του. Ο ίδιος δεν μιλούσε. Ζούσε κείνο τον καιρό μέσα στην ποινή που ήλξε, όταν η ανθρώπινη λογική του ορθώθηκε και αντιτάχθηκε στους λόγους που μέσω του Γαβριήλ αναγγέλθηκαν.
Γονάτισε ταπεινά παίρνοντας στην αγκαλιά του τον λατρευτό γιο, αφήνοντας την ψυχή του να εκφράσει χωρίς λόγια την αγάπη που ένιωθε και τη δοξολογία του στο Θεό, με νέους τρόπους, με νέο νου και καρδιά που υπερέβαινε τα συμβατά ανθρώπινα όρια.
Βγήκε ο ίδιος στο γειτονικό χώρο, προσπαθώντας να μεταφέρει με νοήματα, τη γέννηση του Ιωάννη προς όλους, φανερώνοντας με τις εκφράσεις του προσώπου του το βίωμά του. Στα πόδια του υπήρχαν φτερά, η καρδιά του χτυπούσε δυνατά και τα δάκρυά του έρχονταν να ξεπλύνουν τις αμφιβολίες που είχε.
Ο Ζαχαρίας είχε την εκτίμηση και το σεβασμό πολλών κατοίκων της περιοχής κι έτσι η δική του μεταμέλεια οδήγησε και άλλους να αναθεωρήσουν και ν’ ανοίξουν παραπάνω το είναι τους στον Πατέρα Θεό, που όριζε να εκφραστεί μέσα απ’ τους ανθρώπους.
Αγαπώ το χώρο που γεννήθηκες Ιωάννη, τον κράτησα μεσ’ την ψυχή μου. Αγαπώ τη Μάνα, τη Μάνα μας. Αγαπώ τη Θεοτόκο και προσεύχομαι στον Πατέρα τούτη η σπορά της Παρουσίας Του να επεκταθεί παντού, σ’ όλα τα πρόσωπα, σ’ όλες τις μορφές, σ’ όλες τις καταστάσεις της ζωής του ανθρώπου.
Τα χρόνια κύλησαν, τα γεγονότα εξελίχθηκαν κι η αγκαλιά της Θεοτόκου άνοιγε για μια ακόμα φορά και τα πόδια μου τρέκλιζαν από σεβασμό και Αγάπη για Κείνην. Τα αμυγδαλωτά της μάτια κοιτούσαν το βάθος της ψυχής μου και με δυνάμωνε νάχω αντοχή και κατανόηση. Έρχονταν δύσκολες μέρες. Το γνώριζα, το αισθανόταν το είναι μου. Μέσα μου διέκρινα ένα κράτημα, μια μικρή απόσταση όταν η αγκαλιά Της μου γαλήνευε την ψυχή. Φοβόμουν μήπως πονέσω ξανά. Δεν μπορούσα να γίνω όπως παλιά που φυλαγόμουν απ’ τους ανθρώπους αλλά ταυτόχρονα άφηνα την καρδιά μου διάπλατα ανοιχτή να γευτεί την Αγάπη. Φοβόμουν. Οι πληγές δεν είχαν θεραπευτεί ακόμη.
Τα πρόσωπα γυρνούσαν πολλές φορές από μπροστά μου και μου τάραζαν την ησυχία που προσπαθούσα να υπάρχει μέσα μου και γύρω μου. Δεν πίστευα ότι οι άνθρωποι μπορεί νάχουν μέσα τους τέτοια αισθήματα. Κοιτούσα τη Μάνα και νόμιζα ότι όλοι μπορούσαν να γίνουν σαν Εκείνην. Η επίγνωση της αλήθειας και της ωμής πραγματικότητας που έζησα με κλόνισε. Γκρέμισε προσωρινά τον κόσμο που με πολλή φροντίδα και Αγάπη είχε δημιουργηθεί κι έμεινε η καρδιά μου γεμάτη πόνο και ερωτηματικά που όσο κι αν έκλαψα, όσο κι αν προσευχήθηκα, όσο κι αν φώναξα δεν είχε θεραπευτεί.
Μετρούσα τα χρόνια που θα ζούσα μέχρι να ξαναπάω κοντά στη Μάνα και στον Ιωάννη. Η Θεοτόκος μ’ αγκάλιαζε λέγοντάς μου ότι δυνάμωνα και ωρίμαζα. Η πείρα που συνέλεξα μέσα μου θα βοηθούσε πολύ. Όλοι θα βοηθήσουμε. Ο καθένας με τον τρόπο του, απ’ την πλευρά του.
Μου μιλούσε μ’ εμπιστοσύνη και Αγάπη πολλή. Έβλεπα μέσα στα μάτια της όλους τους ανθρώπους, όλες τις ποιότητες που παρουσίαζαν. Τους γνώριζε όλους κι η Αγάπη Της στεκόταν πάνω απ’ τη Γνώση για να Αγαπά και να συγχωρεί. “Μείνε κοντά στη Μαρία, στήριζε την με την αγάπη σου και βοήθα την όσο μπορείς να μαλακώσει η καρδιά της. Έτσι θα γαληνεύει και η δική σου ψυχή. Γιατί η Αγάπη πρέπει να υψωθεί πάνω απ’ όλα. Απ’ όλα τα συναισθήματα, απ’ όλες τις καταστάσεις για να φανεί ο Υιός του ανθρώπου”. Μέσα Της διέκρινα αγωνία και πόνο πολύ.
Ένας καινούργιος κόσμος υψωνόταν μέσα μου. Αυτό μου είπε η Μητέρα. “Ν’ αγαπώ τους ανθρώπους γνωρίζοντάς τους. Μη φοβούμενη να τους πλησιάσω, μη φοβούμενη μήπως πονέσω. Ο Θεός θα πάρει τα πέπλα απ’ τα μάτια σου, θα άρει τις προστασίες απ’ την ψυχή σου για να γνωρίσεις τον άνθρωπο χωρίς να τον φοβάσαι αλλά να τον αγαπάς”.
Μας αγκάλιασε και τις δυο μαζί και μας ένωσε με την Αγάπη Της και την απλότητά Της. Η Σοφία του Θεού εκφραζόταν μέσα απ’ τα χείλη Της και κάθε Της κίνηση περιείχε Θείας ποιότητας Αρμονία και Ομορφιά.
Η Μαρία ήταν πολύ ανήσυχη πια. Οι συχνές επισκέψεις ενός Μαθητή του Χριστού στο σπίτι της την τάραζαν. Πάντα υπήρχε κάποια αφορμή για να την πλησιάζει, ένα μήνυμα, κάτι που κατά την κρίση του ήθελε να το μεταφέρει στη Μαρία. Της μιλούσε με τρόπο αυστηρό και πολλές φορές βίαιο ότι ο Κύριος είχε Έργο μεγάλο να κάνει. Ας μην μπλέκεται στα πόδια Του. Ας μη βεβηλώνει το όνομά Του εκθέτοντάς Τον από τις συχνές παρουσίες της πλησίον Του. Η Μαρία του έκλεινε την πόρτα ταραγμένη και ορμητική γιατί τα λόγια του την πονούσαν αλλά με τίποτε, με τίποτε σ’ αυτή τη γη δεν θ’ άφηνε τον Ιησού. Είχε έρθει για Κείνον. Είχε γεννηθεί για Κείνον κι αυτή η κατάσταση την ξεπερνούσε.
Πήγαινε στον Κύριο και τον παρακαλούσε να τον απομακρύνει από κοντά Του. Όμως Εκείνος φαινόταν να την απωθεί απ’ αυτές τις σκέψεις. Ήρθα να διδάξω την Αγάπη. Είναι Θέλημα Θεού να είναι Μαθητής Μου, να είναι πάντα δίπλα Μου. Μην ανησυχείς. Μονάχα προσευχήσου. Προσευχήσου για όλους.
Κείνη τη μέρα φόρεσε ρούχα γιορτινά, κοσμημένα από την αγάπη της και το σεβασμό που έδειχνε στο πρόσωπο του Ιησού. Προσευχήθηκε πολύ για να μπορέσει να εκφράσει, χωρίς να ντραπεί, την αγνότητα των αισθημάτων της για τον Κύριο.
Κόσμος πολύς ήταν μαζεμένος σε κείνον το χώρο, όμως η Μαρία λυγερή και όμορφη, ταπεινή και σεμνή πήγε στα πόδια Του και τα φίλησε κι άνοιξε τις εκλεκτές ευωδίες της ψυχής της και μύρωσε τα πόδια του Ιησού. Φαινόταν να μην έβλεπε τίποτε άλλο μέσα στον κόσμο. Το μόνο που ήθελε ήταν να εκδηλώσει το σεβασμό της αναγνωρίζοντάς Τον δημόσια ως Κύριο και Διδάσκαλο του είναι της, του είναι του ανθρώπου. Όποια ψυχή μπόρεσε να αισθανθεί τούτη την κίνηση, τη φαινομενικά απλή, έλαβε την αγάπη της Μαρίας, τη Θεία Αγάπη Της και δάκρυα κύλησαν πολλά καθώς ο πόνος και η αγωνία απ’ τις ανακοινώσεις του Ιησού τάραζαν το ανθρώπινο είναι.
Η φωνή το Ιούδα έσπασε αυτήν την ησυχία. Δεν μπόρεσε να κρύψει την αντίδρασή του και μίλησε δυνατά να τ’ ακούσουν όλοι ότι τούτη η κίνηση ήταν λάθος. Τα μάτια της Μαρίας άστραψαν. Τον κοίταξε στα μάτια και μέσα του είδε το νέο δήμιο που θα γινόταν το μέσον για τη Θυσία του Ιησού.
Η κίνηση του Ιούδα ήταν πάντα ξεχωριστή απ’ τους υπόλοιπους Μαθητές. Πίστευε ότι άξιζε να βρίσκεται κοντά Του. Ότι ήταν ευφυής και οργανωτικός σε σχέση με τους υπόλοιπους για να επιτελεσθεί το Έργο του Ιησού άρτια. Μα το Έργο Του το κατηύθυνε ο Θεός με απόλυτη ακρίβεια και τάξη. Έτσι απ’ την πρώτη κιόλας στιγμή που προσήλθε κοντά στον Ιησού θέλησε να ξεχωρίσει τον εαυτό του ως εκείνος που Τον αγαπά ιδιαίτερα και Τον γνωρίζει.
Δημιούργησε αντιμαχίες και αντιπαλότητα ανάμεσα στους Μαθητές πιστεύοντας ότι εκείνος μπορεί να υπηρετήσει τον Κύριο ορθότερα, εάν του το επέτρεπε κι όλοι οι άλλοι γίνονταν εμπόδιο στο Δρόμο Του.
Λειτουργούσε μ’ έναν δικό του τρόπο που δεν τον άλλαζε. Είχε γνώσεις περισσότερες από τους άλλους και γι’ αυτό τους υποτιμούσε. Οι προτροπές του Ιησού δεν τον διαπερνούσαν, γιατί τα τοιχώματα της ιδιαιτερότητας που είχε υψώσει μέσα του τον έκαναν να πιστεύει ότι ορθά κινείται. Κάποια στιγμή θα καταλάβει ο Ιησούς πόσο τον αγαπώ κι ό,τι κάνω το κάνω για Κείνον, έλεγε. Ακόμη και τα βράδια που όλοι ξάπλωναν γύρω από τον Κύριο εκείνος πήγαινε κάπου παράμερα, αρνούμενος να ενωθεί με τους υπόλοιπους. Έκανε επιφανειακές προσπάθειες να τους αγαπήσει και να τους δεχθεί ως αδελφούς, όταν ο Κύριος τον έβλεπε. Κι όταν ο Ιησούς περνούσε αγωνία και η θλίψη και ο πόνος πίεζαν την ψυχή Του τον συμβούλευε να τους απομακρύνει από κοντά Του γιατί Τον καθυστερούν.
Γνώριζε να περιμένει την κατάλληλη στιγμή. Ήξερε να καιροφυλακτεί για να του δίνεται η ευκαιρία να συμβουλεύει τον Κύριο, ως ο αγαπών Αυτόν. Φαινόταν να φέρνει μέσα του πείρες και γνώσεις που τις κράταγε καλά φυλαγμένες για να συζητά μαζί Του. Εγκατέλειψε το σπίτι του κι η μάνα του που οδυρόταν για την αποχώρηση του γιου της δέχθηκε τη σκληρότητά του, με αποτέλεσμα να αντιταχθεί η μητέρα του προς τον Ιησού. Ο Ιησούς τον προέτρεπε να της μιλήσει, να τη βοηθήσει, γιατί μ’ αυτό τον τρόπο η ψυχή της έμενε καθηλωμένη, μα ο Ιούδας δεν άκουγε. Αισθανόταν άνδρας ώριμος και δυνατός για να ασχολείται με τη μάνα που τον γέννησε. Έτσι την εγκατέλειψε στους οδυρμούς της και τις σκέψεις ότι ο Ιησούς τύφλωσε το παιδί της και το έχασε. Το σκεπτικό του για την ψυχή ήταν περιορισμένο. Δεν είχε ενστερνιστεί τις Ιδέες και τις θέσεις που παρουσίαζε ο Ιησούς στον άνθρωπο, αν και ποτέ δεν ερχόταν φανερά σε αντίθεση μαζί Του.
Η πορεία του Ιούδα ήταν διαφορετική. Κρατούσε με μυστικούς τρόπους τις διασυνδέσεις του μ’ εκείνους που εξεγείρονταν και δημιουργούσαν αναταραχές πολύ συχνά πια, αντιστεκόμενοι με το δικό τους τρόπο στο ρωμαϊκό ζυγό. Πίστευε ότι κάποια στιγμή όλοι αυτοί, όλο το μέχρι τότε περιβάλλον του θα ακολουθούσε τον Ιησού και θα ασπάζονταν τις ιδέες του για να ελευθερωθεί ο άνθρωπος από τους γήινους δεσμούς και νόμους που είχε θέσει. Στον Ιησού δεν γνωστοποιούσε τις κινήσεις του. Η κοινωνικότητά του ήταν αισθητή προς αντίθεση μ’ αυτό που φανέρωναν οι υπόλοιποι Μαθητές.
Ο Πέτρος όσες προσπάθειες κι αν έκανε να τον αποδεχθεί δεν τα κατάφερνε. Ο Πέτρος ήταν τίμιος και ευθύς. Φανέρωνε μ’ έναν τρόπο μοναδικό τα αισθήματά του προς τον Κύριο. Δεν έκρυβε γεγονότα απ’ τη ζωή του, ούτε απέφευγε τις αλλαγές που Εκείνος τελούσε μέσα του. Ήταν εμφανές ότι είχε αλλάξει η ζωή του. Άφησε την οικογένειά του, δεν την εγκατέλειψε όμως. Τους φρόντιζε με τρόπους άλλους, αδιόρατους για κάποιον που δεν είχε πίστη και Αγάπη στο Θέλημα του Θεού.
Ό,τι απέκτησε με μόχθο το άφησε. Ακόμη το πρώτο του καΐκι, αν και αυτό δεν ήταν ολόκληρο δικό του. Κάτι που απέκτησε με κόπο και ιδρώτα πολύ. Κάτι που για χρόνια το είχε θέσει σκοπό της ζωής του, νάχει ένα καΐκι δικό του, να ταξιδεύει στις όμορφες θάλασσες κείνης της γης. Πόνεσε κι έκλαψε γι’ αυτό, καθώς αποχαιρετούσε το καΐκι του και μαζί μ’ αυτό έναν ολόκληρο τρόπο σκέψης και λειτουργίας, έναν τρόπο ζωής, δομημένο από τον αγώνα του, τους πόθους του και τα όνειρά του.
Ήταν βαθιά και καθοριστική η αλλαγή του Πέτρου. Ήταν σαν μια τομή που έφτανε μέχρι τα βάθη του εαυτού του. Κι όποια κίνηση έπραττε δεν γινόταν αβασάνιστα για κείνον, τη μελετούσε γιατί σ’ όλη του τη ζωή απέφευγε τον ενθουσιώδη τρόπο σκέψης, γνωρίζοντας τη ματαιότητά του. Δεν υπήρχε στην προσπάθειά του τίποτε μέτριο. Όσο κι αν πονούσε, όσο κι αν έκλαιγε από τον πόνο τού αποχωρισμού που ένιωθε καθώς τμήματά του έπαιρναν μια άλλη πορεία, υπάκουε.
Υπάκουε στον Κύριό του, τον Αγαπημένο του Δάσκαλο που τον κοιτούσε μέσα στα μάτια για να καταρριφθούν όλες οι αμφιβολίες που βίωνε.
Οι πράξεις του φανερές, το ίδιο και τα λάθη του. Δεν ήθελε να τα κρύβει από τον Κύριο, γιατί σεβόταν πάντα τους λόγους Του και προσπαθούσε πολύ, ξεπερνώντας τον εαυτό του και τα όριά του για να υπακούει κατ’ ουσίαν σ’ Εκείνον.
Η αγάπη μου για τον Πέτρο κυλούσε ανεμπόδιστα, ως ροή εμπιστοσύνης και φιλίας, χωρίς πολλά λόγια, αλλά με κινήσεις απλές και καθημερινές, που φανέρωναν Αγάπη και σεβασμό προς το Πρόσωπό Του. Όμως κι εκείνος όσο κι αν προσπαθούσε, όσο κι αν ύψωσε με σταθερότητα και πίστη την προσευχή του προς τον Θεό ζητώντας του αγάπη για ν’ αγαπά τον Ιούδα δεν τα κατάφερνε. Ο Κύριος μιλούσε για Ενότητα και Αδελφοσύνη και ο Πέτρος έκρινε αυστηρά τον εαυτό του που δεν μπορούσε να δει μέσα στον Ιούδα τον αδελφό του. Γι’ αυτό προσπαθούσε να στέκεται πάντα δίπλα στον Ιησού, να γίνει η σκιά Του, η προστασία Του, όχι όμως ως Εκλεκτός αλλά ως ταπεινός Μαθητής που Τον αγαπά απέραντα, πάνω απ’ τη ζωή του.