«Και δήσαντες αυτόν απήγαγον και παρέδωσαν αυτόν Ποντίω Πιλάτω τω ηγεμόνι» (Ματθ. ΚΖ΄, 2).
Ο Πιλάτος ήταν ο ηγεμόνας της Ιουδαίος κατά τους χρόνους της Ένσαρκης Παρουσίας του Κυρίου Ιησού Χριστού. Η καίρια θέση την οποία είχε, συνετέλεσε ώστε να διαδραματίσει σημαντικό και αποφασιστικό ρόλο στη Ζωή του Κυρίου. Ο Πιλάτος ήταν πρόσωπο υπαρκτό, αλλά συγχρόνως η μορφή του συμβολίζει καταστάσεις εσωτερικές, καταστάσεις συνείδησης του κάθε ανθρώπου, που παραμένουν αναλλοίωτες μέσα στους αιώνες, μέχρι τη στιγμή που ο άνθρωπος θα τις υπερπηδήσει. Η πορεία του την εποχή εκείνη, η συμπεριφορά του και οι λόγοι του, κρύβουν κάτω από την επιφάνειά τους μια βαθύτερη έννοια και μορφώνουν ένα Σύμβολο.
Ολόκληρη η Ζωή του Κυρίου είναι μια διδασκαλία. Κάθε πρόσωπο, που ήρθε σε επαφή μαζί Του, υποκρύπτει ένα μυστήριο, που η αποκάλυψή του βοηθά τον άνθρωπο, ανεξάρτητα από την εποχή, να διεισδύσει στο εσώτερο «είναι» του, να ανακαλύψει ακόμη και τις τάσεις εκείνες που δεν έχουν ενεργοποιηθεί, να τις καθυποτάξει και να τις ξεπεράσει. Η Παρουσία Του στη γη και η διαδρομή Του διακατέχονται από Τάξη και Αρμονία, που διακρίνονται μόνο από τον άνθρωπο, που η εκλέπτυνσή του του επιτρέπει να διαβλέπει κάτω από τα γήινα γεγονότα και τα ασήμαντα ή σημαντικά εξωτερικά περιστατικά τη Μεγαλειώδη Αλήθεια και να διακρίνει το Φωτεινό δρόμο, το δύσβατο, αλλά γεμάτο Φωτεινούς Φάρους και Σηματοδότες, που αναμένει τον άνθρωπο.
Η Θεία Πανσοφία, που διέπει τη Ζωή του Θεανθρώπου, δεν μπορούσε παρά να δημιουργήσει σύμβολα, που θα αποσυμβολίζονταν τότε μόνο, όταν η ανθρωπότητα θα είχε φτάσει στο επίπεδο της ωριμότητας και της εξέλιξης, ώστε θα μπορούσε να δεχτεί και να αφομοιώσει τις αποκαλύψεις, χρησιμοποιώντας αυτές για την Πνευματική της άνοδο. Έφθασε η ώρα, που το Πνεύμα του Θεού, θα της δώσει άλλη μια ευκαιρία, εισερχόμενο μέσα σε όλους τους ανθρώπους που το επιζητούν, και φωτίζοντας αυτούς να καταλάβουν τις καλυμμένες Θείες υποδείξεις, εντολές, διδασκαλίες.
Αν ο Θεός – Πατέρας ήθελε, τίποτα δεν θα συνέβαινε με τον τρόπο που έγινε. Κανένας δεν θα μπορούσε ν’ αγγίξει ή να τολμήσει να ταπεινώσει τον Υιό – Λόγο, αν ο ίδιος δεν άφηνε εκτεθειμένο τον Εαυτό Του και δεν τον παρέδιδε εκουσίως στον άνθρωπο. Ο Πιλάτος ενήργησε σύμφωνα με την ελεύθερη βούλησή του, αλλά του επιτράπηκε από τον Θεό – Πατέρα να ασκήσει τη γήινη εξουσία του πάνω στον Θεάνθρωπο, «ουκ είχες εξουσίαν ουδεμίαν κατ’ εμού ει μη ην σοι δεδομένον άνωθεν» (Ιωάν. ΙΘ΄, 11).
Ο Πιλάτος συμβολίζει τη σαρκική θέληση, η οποία κατευθύνει τον υλικό άνθρωπο. Η θέληση αυτή δεν είναι απόρροια Θεϊκή, όμως ο άνθρωπος μπορεί να την αναπτύξει και να της παραχωρήσει την εξουσία της υπόστασής του, γιατί δόθηκε Σ’ αυτόν το δικαίωμα από τον Θεό να επιλέγει μόνος του τη σωστή οδό, να ωθείται και να οδηγείται από τα συμπεράσματα της δικής του κρίσης και να πράττει ελεύθερα αυτό που επιθυμεί, χωρίς να καταναγκάζεται και να εξουσιάζεται από κανένα, παρά μόνον από τη ΄ δική του εσωτερική Θεία Καταβολή, τον Θείο Σπινθήρα, που ενυπάρχει Σ’ αυτόν.
Η σαρκική αυτή θέληση επηρεάζεται και ενισχύεται από τα υλόφρονα συναισθήματα και τις καταστάσεις. Προσκολλάται στα συμφέροντα και τις υλικές φιλοδοξίες. Είναι κατασκευασμένη από τα ανούσια και φθαρτά στοιχεία του κόσμου της ύλης. Εδραιώνεται και στηρίζεται πάνω στα πάθη, που αποτελούν το οχυρό και την άμυνά της. Επιθυμεί να κυριαρχήσει και να υποτάξει τον άνθρωπο, να τον εντάξει κάτω από τις δικές της δυνάμεις. Επιδιώκει την εξουσία και απαιτεί σαν τρόπαιο του αγώνα της την υπόσταση του ανθρώπου.
Η σαρκική θέληση όμως δεν γνωρίζει την ύπαρξη εντός του ανθρώπου της Θείας Ουσίας, που τον συνδέει με τον Πατέρα του. Δεν μπορεί να εισχωρήσει στο χώρο, που αυτή η Ουσία καταλαμβάνει. Δεν κατανοεί τις ιδιότητες που ξεχύνονται από αυτήν τη Θεία Πηγή και πλημμυρίζουν το γήινο κορμί με Θείο Ρεύμα, Ρεύμα Ζωής. Τα στοιχεία που την αποτελούν διαλύονται και αποτεφρώνονται μπροστά στη Φωτιά της Θείας Ουσίας, γι’ αυτό και δεν μπορεί να επιδράσει Σ’ αυτήν. Από τη στιγμή που θα εισχωρήσει μέσα στο Θείο Χώρο, το Ναό του κάθε ανθρώπου, χάνει την υπόστασή της και μετουσιώνεται σε Φωτιά. Η ερώτηση του Πιλάτου προς τον Κύριο Ιησού Χριστό «συ ει ο βασιλεύς των Ιουδαίων;» (Ιωάν. ΙΗ΄ 33), δηλώνει ακριβώς την άγνοια της σαρκικής θέλησης σχετικά με οτιδήποτε Υπερβατικό, που ξεπερνά την ύλη και τους νόμους της και υψώνεται προς τις Πνευματικές Σφαίρες, καθώς επίσης και την επιθυμία του ανθρώπου, που κυβερνάται από αυτήν, να γνωρίσει εάν υπάρχει εντός του η θέληση εκείνη που συντίθεται από Θεία Στοιχεία, κυριαρχεί την Πνευματική του Υπόσταση και του δείχνει την Πνευματική οδό.
Όταν η σαρκική θέληση έρθει σε επαφή με την Ανώτερη Πνευματική Θέληση, αναγνωρίζει Αυτήν. Δεν δέχεται όμως να αφομοιωθεί από Αυτήν, εξαιτίας των υλικών της προσκολλήσεων και των γήινων επιδιώξεων. Αρνείται να αναμετρηθεί μαζί Της και αναγνωρίζει Αυτήν ως αλάνθαστη, «ίδε άγω υμίν αυτόν έξω, ίνα γνώτε ότι εν αυτώ ουδεμίαν αιτίαν ευρίσκω» (Ιωάν. ΙΘ΄, 4), δεχομένη έτσι και τη Θεία Υπόσταση του ανθρώπου, η οποία κυβερνάται από την Πνευματική Θέληση. Παρ’ όλ’ αυτά όμως απωθεί την Ανώτερη Θέληση και επιθυμεί να συνδυάσει αυτά που είναι αδύνατο να συνυπάρξουν: Το Υλικό με το Πνευματικό, το Κατώτερο με το Ανώτερο. Κλονίζεται η σαρκική θέληση μπροστά στη Θεία Υπόσταση που αντικρίζει και δεν μπορεί να αποφασίσει την επόμενη κίνηση. Θέλει να υποταχθεί και να δώσει την κυριαρχία στην Πνευματική Θέληση, γιατί διακρίνει την Ανυπέρβλητη Λαμπρότητα και Θεία Προέλευσή Της.
Όμως τα πάθη, οι υλικές σκέψεις, οι ψεύτικες υποσχέσεις της γήινης εξουσίας, που τόσο καιρό ήταν σύμμαχοί της, τη διεκδικούν με επιμονή. Η συναφής φύση, που έχει με αυτά, καθώς και η αδιαχώριστη μέχρι τώρα πορεία τους, δυναμώνουν τη φθαρτή της υπόσταση και της θυμίζουν, ότι αν εναγκαλιστεί το Πνεύμα αυτή θα πάψει να υπάρχει, να εξουσιάζει, να κυβερνά, να απολαμβάνει και να τροφοδοτείται απ’ τα πράγματα που της είναι πολύ προσφιλή κι αγαπητά. «Εάν τούτον απολύσης, ουκ ει φίλος του Καίσαρος. Πας ο βασιλέα εαυτόν ποιών αντιλέγει τω Καίσαρι» (Ιωάν. ΙΘ΄, 12). Έτσι η σαρκική θέληση έλκεται από τις αδυναμίες της, που την καλούν έντονα και απορρίπτει τον Πνευματικό Εαυτό, την Πνευματική Θέληση, ενώ συγχρόνως αποδέχεται την Τελειότητα Αυτής, «λάβετε αυτόν υμείς και σταυρώσατε· εγώ γαρ ουχ ευρίσκω εν αυτώ αιτίαν» (Ιωάν. ΙΘ΄, 6). Η αποδοχή αυτή τη φέρνει σε αντίφαση με τον ίδιο της τον εαυτό. Αποδέχεται και απορρίπτει συγχρόνως το Πνεύμα και επιδιώκει να μείνει αμέτοχη στην απόρριψη, που η ίδια έκανε. Προσπαθεί να απομακρύνει την ευθύνη, που η ίδια επωμίστηκε και να την αποδώσει στα πάθη, που εκείνη υποκινεί.
Ο άνθρωπος ταράζεται, η ισορροπία του, την οποία μέχρι τώρα στήριζε πάνω στην ύλη, καταρρέει. Η ψυχή του και το πνεύμα του, που γνώρισαν την Αλήθεια, προκαλούν Σ’ αυτόν σεισμούς για να τον βγάλουν από τον ύπνο του, να τον ξεπλύνουν από τη σκόνη και το βάρος της ύλης. Η σαρκική του θέληση έχει παραδεχτεί την Ανώτερη Πνευματική Θέληση, διακρίνοντας μέσα από τα πάθη και τις βαριές υλόφρονες σκέψεις την Αιθέρια και Φωτεινή Υπόστασή του. «έλεγον ουν τω Πιλάτω οι αρχιερείς των Ιουδαίων· μη γράφε, ο βασιλεύς των Ιουδαίων, αλλ’ ότι εκείνος είπε, βασιλεύς είμι των Ιουδαίων, απεκρίθη ό Πιλάτος· ο γέγραφα, γέγραφα» (Ιωάν. ΙΘ΄, 21 – 22). Μέσα στον άνθρωπο έχει χαραχτεί με πύρινα γράμματα η Αλήθεια, όμως η σαρκική θέληση εξακολουθεί να αντιστέκεται για να διατηρήσει τη φθαρτή κυριαρχία της, που μόνο καταστροφή μπορεί να επιφέρει.
Ο άνθρωπος δεν πρέπει να υποτιμά τη θέληση, που πλάθεται από την ύλη και ανδρώνεται από αυτήν. Η ύλη είναι πολύ στοργική, περιποιείται και προσέχει με ιδιαίτερη φροντίδα τα γεννήματά της. Γνωρίζει έντεχνους τρόπους, για να προκαλεί την Πνευματική στειρότητα και τύφλωση, για να απομυζά το έδαφος του κάθε ανθρώπου και να το γεμίζει παράσιτα. Εκδηλώνει μεγάλη μαχητικότητα και επινοητικότητα, όταν κινδυνεύει να χάσει το ελάχιστο από αυτά που κυριαρχεί. Η ύλη απαιτεί ολοκληρωτική παράδοση. Θέλει τα πάντα να τα μετατρέψει σε ύλη. Και η σαρκική θέληση, που της ανήκει, δεν μπορεί παρά να εκδηλώνεται με τον ίδιο τρόπο.
Για να την ξεπεράσει ο άνθρωπος πρέπει να φερθεί με διπλωματικότητα, εξαφανίζοντας αργά και σταθερά τα στοιχεία που τη συνθέτουν. Πρέπει να βρει και να παραδεχτεί τα πάθη του. Με επιμονή και υπομονή να παλέψει όχι για να τα υποτάξει, αλλά για να τα διώξει από μέσα του. Όσο υπάρχουν μέσα του, κάθε στιγμή μπορούν πάλι να ανδρωθούν. Είναι απαραίτητο να μεταλλάξει τις σκέψεις του, να προσανατολίσει τη ζωή του προς ένα στόχο, που δεν κυβερνάται από ύλη, αλλά από το Πνεύμα. Πρέπει να διυλίσει κάθε συναίσθημα, κάθε λόγο, κάθε πράξη του με το διηθητικό χαρτί της Αγάπης, που διαλύει κάθε φθαρτό και αφήνει να περνά μόνο το Αιώνιο και Άφθαρτο.
Ο άνθρωπος πρέπει να δεχτεί την ύπαρξη της σαρκικής θέλησης, για να τη νικήσει. Αν την αγνοήσει, αν τη θεωρήσει αδύναμη, τότε είναι σίγουρο ότι θα παραδοθεί Σ’ αυτήν. Η γνώση είναι το καταλυτικό όργανο, που θα τον βοηθήσει. Αν γνωρίσει τα συστατικά της, τότε αυτά θα πάψουν να υπάρχουν. Γιατί μπορεί να αντιστέκεται στην πιο σφοδρή επίθεση, όμως το ήρεμο μάτι του ερευνητή, που αναζητάει την πραγματική Αλήθεια, διαλύει κάθε της οργάνωση και μαχητικότητα.
Ένας ερευνητής πρέπει να γίνει ο άνθρωπος του εσώτερου εαυτού του, που με επιμονή θα ανακαλύπτει τις υλικές του προσκολλήσεις, θα τις περιβάλλει με αγάπη και θα τις εξαφανίζει στην κατανόηση. Μόνο τότε, όταν μέσα του διακρίνει με πύρινα γράμματα την Αλήθεια, η σαρκική θέληση θα υποχωρήσει και θα αφομοιωθεί από τη Θεία Ανώτερη Θέληση. Και ολόκληρη η Υπόστασή του θα υπαχθεί στην Πνευματική Καθοδήγηση της δικής του Θείας Ουσίας.
Μόνο τότε θα μπορέσει να ακούσει τη δυναμική φωνή της Θείας Καταγωγής του και να συνεχίσει τον αγώνα του με νέα βάση. Και αυτή η βάση, η κατασκευασμένη από Φωτιά, δεν μπορεί παρά να τον οδηγήσει στην Πηγή της. Στη Μία Φωτιά, τη Θεία Φωτιά, που αναμένει να τον αγκαλιάσει με τις φλόγες της και να τον κάνει Φωτιά τόσο ισχυρή σε Αγάπη και δυνατή σε Κατανόηση, τόσο Απεριόριστη σε Έκταση και Αναλλοίωτη στους Αιώνες, όσο και Αυτή. Ένα αδιαχώριστο με τη Θεότητα, Θεό μέσα στον Θεό.