Ο Κήπος της Εδέμ, στον οποίο κατοικούσε ο πρώτος άνθρωπος, εκδήλωνε την Τελειότητα. Επικρατούσε Σ’ αυτόν η ισορροπία, ο συντονισμός των πάντων και η αρμονική συνεργασία. Ο άνθρωπος δεχόταν και υπηρετούσε τη Βουλή του Θεού. Τα πάθη (θηρία) δεν τον ενοχλούσαν, γιατί αυτός δεν τα υποκινούσε. Στην υπόστασή του υπήρχε ουδετερότητα, η οποία εύκολα μπορούσε να διασπαστεί, επειδή ήταν αρκετά ασταθής και επιδρούσαν επάνω της παράγοντες εσωτερικοί του ανθρώπου, η ελεύθερη βούλησή του. Ακόμη οι υπολανθάνουσες επιθυμίες του την κατάστρεφαν.
«Ο δε όφις ην φρονιμότατος πάντων των θηρίων των επί της γης» (Γεν. Γ΄, 1). Ο «όφις» δεν ενοχλούσε τον άνθρωπο. Η υπολανθάνουσα επιθυμία του όμως ν’ αναπτύξει ξεχωριστή δική του ατομικότητα και ν’ αποκτήσει γνώση ανεξάρτητη από την Παγγνωσία του Θεού, δίνει στον «όφι» το έρεισμα, τον ενεργοποιεί. Μέσα από αυτόν ακούει τη δική του θέληση, τη δική του φωνή, εκφράζει την κρυφή, ασυνείδητη ακόμη επιδίωξή του. Ο άνθρωπος αναπτύσσει ένα στοιχείο του περισσότερο, η ουδετερότητα είναι αδύνατο να διατηρηθεί. Ο «όφις» είναι ένα μέρος από τον άνθρωπο, γι’ αυτό και υποκύπτει στην προσταγή του.
Ο «όφις» συμβολίζει την αισθησιακή συνείδηση, την επιθυμία ζωής διαφορετικής και αποκομμένης από τη Θεϊκή Πηγή της Ζωής. Η ζωή αυτή παρουσιάζεται στα χαμηλότερα πεδία και επιφέρει τη βασιλεία των αισθήσεων. Προσκολλά τον άνθρωπο στη γη. Οι αισθήσεις τον δένουν στον Αισθητό Κόσμο, χωρίς να του επιτρέπουν την παραμικρή κίνησή του έξω από αυτόν. Ο άνθρωπος έρπει πάνω στη γη, τρέφεται από τη γη. Προσπαθεί να αναπληρώσει τις ελλείψεις του με τις γήινες προσφορές και απολαβές. Μετατρέπεται σε αισθησιακό, γήινο άνθρωπο. «Και είπε Κύριος ο Θεός τω όφει· ότι εποίησας τούτο, επικατάρατος συ από πάντων των κτηνών και από πάντων των θηρίων των επί της γης· επί τω στήθει σου και τη κοιλία πορεύση και γην φαγή πάσας τας μέρας της ζωής σου» (Γεν. Γ΄, 14).
Η αισθησιακή συνείδηση παραχωρεί στην υπηρεσία του όλες της τις δυνάμεις. Του χαρίζει ελευθερία προσαρμοσμένη στους δικούς της κανόνες. Του επιτρέπει να ενεργεί όπως θέλει, απομακρύνει όμως από μπροστά του τους προβληματισμούς. Οι αισθήσεις τον περιπαίζουν δημιουργώντας του συνεχώς νέες ανάγκες, που μπορούν να του τις ικανοποιήσουν. Ο άνθρωπος μπλέκεται σε μια περιδίνηση από πανομοιότυπες καταστάσεις, που του παρέχουν συναφείς απολαύσεις, χωρίς να καταλαβαίνει την κυκλική του περιπλάνηση, που καταλήγει πάντοτε στο αρχικό σημείο και δεν του προσθέτει τίποτα το διαφορετικό. Η αισθησιακή συνείδηση τον αιχμαλωτίζει με τις γερές της αλυσίδες , τον κλείνει μέσα στη φυλακή της. Φροντίζει όμως να του τη διακοσμεί με ψευδή και ωραιοφανή πράγματα, να διατηρεί άσβεστη τη δίψα της υλικής αίσθησης, να του αποκαλύπτει σταδιακά και με πολλές μορφές το καταστροφικό της βασίλειο, αφήνοντάς τον να πιστεύει ότι πάντα του επιφυλάσσει μια έκπληξη, για ν’ αποφύγει τον κορεσμό του και την αποστασία του.
Ο άνθρωπος αποκτά στοιχειώδη, υποτυπώδη ζωή. Τα συναισθήματα, οι σκέψεις του, οι λόγοι του και οποιαδήποτε εκδήλωσή του, εφόσον περνούν μέσα από την αισθησιακή συνείδηση την εκφράζουν, την εξυπηρετούν, τη συντηρούν. Καθημερινά νιώθει το θάνατο, χωρίς να μπορεί να περάσει στη Ζωή, γιατί η συνείδηση που διατρέφει τον εμποδίζει. Αναλώνει τη ζωτική ισχύ του και δύναμη, που προέρχεται από τον Θεό, με άσκοπο και ευτελή τρόπο. Τη διοχετεύει στα κατώτερα Κέντρα του, με αποτέλεσμα να καταβιβάζεται. Αντί να φτιάξει μ’ αυτήν τη σκάλα της ανόδου του, τη χρησιμοποιεί σαν υλικό, για να κατασκευάσει τα δεσμά του. Τροφοδοτεί και δυναμώνει τα πάθη του, βαραίνει τις σκέψεις του, διαμορφώνει αναληθείς εντυπώσεις και κάνει πιο δύσκολη τη θέση του, επιτείνοντας τη δυσμενή και δυσάρεστη κατάστασή του.
Ο άνθρωπος όσο ζει μέσα από την αισθησιακή συνείδηση και καταναλώνει τη ζωτική ισχύ του από τα Κατώτερα, ενστικτώδη Κέντρα, που αυτή ορίζει, δυστυχεί. Δεν μπορεί να βρει ευτυχία, να αισθανθεί πληρότητα και ολοκλήρωση. Οτιδήποτε έρχεται σαν συνέπεια της Πνευματικής Ζωής δεν μπορεί να το γευθεί ο αισθησιακός άνθρωπος, ο οποίος καταδεικνύει την άρνηση του αισθητού να δεχτεί το Πνευματικό. Μέσα του είναι αδύνατο να υπάρξει ηρεμία. Ακολουθεί τις αισθήσεις, που αποσκοπούν να τον εξαντλήσουν, να τον καθηλώσουν. Παρουσιάζονται σύμμαχοί του. Στην ουσία όμως τον υποσκάπτουν, τον προδίδουν κάθε στιγμή, τον υποδουλώνουν, χωρίς να του επιτρέπουν να αναρρώσει. Τον μάχονται για να τον κρατήσουν δικό τους, για να του επιβάλουν το αισθησιακό «εγώ», που στην πραγματικότητα είναι ξένο προς αυτόν. Ο άνθρωπος γίνεται εξόριστος και δούλος σε μακρινό και αταίριαστο βασίλειο και συγχαίρει τον εαυτό του. Μόνο όταν καταλάβει τη μάχη, στην οποία έχει εμπλακεί, θα αντιληφθεί ότι και αυτός πρέπει να πολεμήσει, να χρησιμοποιήσει τα δικά του όπλα, για να μπορέσει να απελευθερωθεί από τις φθοροποιές επιδράσεις, τις οποίες δέχεται, να καταπατήσει την αισθησιακή συνείδηση και να υψωθεί πάνω από αυτήν. «Και έχθραν θήσω ανά μέσον σου και ανά μέσον της γυναικός και ανά μέσον του σπέρματός σου και ανά μέσον του σπέρματος αυτής· αυτός σου τηρήσει κεφαλήν, και συ τηρήσεις αυτού πτέρναν» (Γεν. Γ΄, 15).
Ο άνθρωπος για να σωθεί πρέπει να αντιμετωπίσει τον «όφι» και να τον εξυψώσει. Διαφορετικά δεν πρόκειται να εξελιχθεί. Η αισθησιακή συνείδηση θα τον κρατά πάντα δέσμιο της. Αναβιβάζοντάς την κατευθύνει και τη ζωτική ισχύ του προς Ανώτερα Κέντρα. Σταματά να την ξοδεύει άσκοπα. Τη χρησιμοποιεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργεί άνοδο και να ελκύει μεγαλύτερη ποσότητα Φωτός. Αφού ο άνθρωπος δεν σπαταλά τη Θεϊκή Ενέργειά του, αλλά με αυτήν βοηθά τον εαυτό του και τους άλλους, δικαιούται τη συνεχή αναπλήρωση και εξελικτική αύξησή της. Έτσι με περισσότερη άνεση και προφύλαξη ενεργεί και εκδηλώνεται από τα Ανώτερα Κέντρα και οδεύει προς την Τελειοποίηση της Πνευματικής του Υπόστασης. Η προσπάθειά του να αναχθεί από το ένα Κέντρο στο άλλο, τον προετοιμάζει, τον καθιστά κατάλληλο, ώστε να μπορέσει να δεχτεί ενίσχυση Φωτός και Θεϊκής Ενέργειας, χωρίς να είναι επιβλαβής γι’ αυτόν.
Ο Θεός γνωρίζει την αντοχή κάθε Πνευματικής Υπόστασης , και το Φως που πρέπει να της διοχετεύσει. Έτσι όταν ο άνθρωπος είναι έτοιμος αδρανοποιεί, μερικά αρχικά και ολικά αργότερα, τα Κατώτερα Κέντρα, ανοίγοντας σταδιακά Ανώτερα. Ο άνθρωπος αποκτά Πνευματική όραση και ακοή και αντικαθιστά τις αισθήσεις της ύλης από Πνευματικές. Μπορεί να οδηγήσει σωστότερα τον εαυτό του, γιατί αποκτά περισσότερες Πνευματικές αληθείς εμπειρίες και αισθάνεται την ευεργετική επιστασία του Θεού.
Η ανύψωση του ορειχάλκινου όφι, που ο Μωυσής έκανε κατ’ εντολήν του Θεού, αντιπροσωπεύει αυτό που εσωτερικά πρέπει να συμβεί μέσα σε κάθε άνθρωπο. Ο λαός του Ισραήλ βρισκόταν στην έρημο (αισθησιακή συνείδηση), χωρίς να αντιδρά. Όφεις σκορπούσαν το θάνατο. Η σωτηρία επήλθε με τον όφι, που σήκωσε ο Μωυσής. Όσοι κοίταζαν αυτόν θεραπεύονταν. Έτσι το σύμβολο της αισθησιακής συνείδησης εξυψωμένο γίνεται το σύμβολο του Απολύτου, που βοηθά στην Πνευματική εξυγίανση του ανθρώπου και τον αποδεσμεύει από τις λάγνες εκδηλώσεις και τις επιθυμίες της σαρκικής ζωής.
Τα ατελή συναισθήματα και οι πράξεις του ανθρώπου τον κατατρώγουν και τον καταστρέφουν. Οι σκέψεις του αντίθετες προς τον Θεό και το Πνεύμα, η ανυπακοή του, η όχι σταθερή πίστη του, δημιουργούν μέσα του καταστάσεις άσχημες, επιφέρουν κρίσεις συνείδησης, τύψεις και αναταραχές. Η αντίδρασή του στις υποδείξεις και υπαγορεύσεις του Θείου Λόγου γυρίζει εναντίον του. Ο άνθρωπος προ καλεί μόνος του στον εαυτό του αρνητικά ρεύματα και δονήσεις, που περιζώνουν τη συνείδησή του και του αφήνουν έκδηλα και μεγάλα σημάδια. Η πικρία κυριαρχεί μέσα του. Τη συμφορά, που οδηγήθηκε εξαιτίας των ισχυρών αρνητικών του σκέψεων, την αποδίδει σε Θεομηνία. Επιρρίπτει ευθύνες ανύπαρκτες, στον Θεό για μια καταστροφή, που ο ίδιος έπραξε. Επιζητά ν’ ανακουφίσει τον εαυτό του, απομακρύνοντας το βάρος των σφαλμάτων από πάνω του, προσπαθώντας να πιστέψει, ότι επιδέχεται μια άδικη τιμωρία.
Από το εσωτερικό του μαρτύριο ο άνθρωπος μπορεί να ξεφύγει μόνο όταν στρέψει το βλέμμα του προς τα πάνω και κοιτάξει τον ορειχάλκινο όφι του Μωυσή. Τότε μπορεί να διακρίνει την Πνευματική Αιώνια Ζωή, την Αλήθεια και να επιθυμήσει τη μεταλλαγή και τη μεταστροφή του. Η ενατένιση του Θεού και η γνώση ότι μπορεί να εξυψώσει το αισθησιακό «εγώ» του σε υψηλότερες καταστάσεις, να ξεφύγει από τη χώρα των αισθήσεων, του προσφέρει την ίαση.
Ο άνθρωπος αρχίζει μια πορεία προς το εσωτερικό του «είναι». Εξετάζει τις σκέψεις του, ομολογεί τα λάθη του, μετανοεί. Συγκεντρώνει όλες του τις δυνάμεις και αγωνίζεται να ξεφύγει από την εξωτερική ζωή, να βιώσει την εσωτερική. Για να το κατορθώσει πρέπει να αλλάξει, να καθαρίσει το «είναι» του. Μέχρι τώρα γνώριζε τον ανθρώπινο τρόπο σκέψης και εκδήλωσης. Πρέπει όμως να κάνει κτήμα του και να φανερώσει τη Θεία Ζωή, ακολουθώντας και ταυτίζοντας την υπόστασή του με τον Θεάνθρωπο Ιησού. Μόνο εάν εναρμονισθεί μαζί Του θα καταφέρει να φτάσει στο σκοπό και στον προορισμό του. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να πνευματοποιήσει το «είναι» του, να αναγάγει την υπόστασή του.
Ξεκινά με το διαλογισμό, κάνοντας βήματα μέσα στον εαυτό του, ξεχωρίζοντας το σωστό από το λάθος, αποκαθιστώντας τις κλονισμένες βάσεις του. Βρίσκει μέσα του τη Θεία Ουσία και αντλεί πληροφορίες και δυνάμεις από τη Θεία Πηγή. Δεν μπορεί όμως να εισχωρήσει Σ’ Αυτήν, να Την κατανοήσει, να Την αναπτύξει περισσότερο. Μόνο η προσευχή και η πίστη μπορούν να τον βοηθήσουν, για να πραγματοποιήσει μια βαθύτερη διείσδυση. Ο διαλογισμός του προσδίδει τη γνώση του «εγώ» του και τον αναγκάζει να βρεθεί αντιμέτωπος με αυτό. Του καταδεικνύει ό,τι δεν είναι πραγματικό, αλλά κατασκευασμένο από υλικές δοξασίες, ανθρώπινες τοποθετήσεις, έλξεις, ελαττώματα, λανθασμένες κινήσεις.
Ο άνθρωπος που γνωρίζει αυτό, μπορεί αν θέλει να διορθώσει την εσφαλμένη πορεία του, να ξαναγυρίσει στο ορθό. Μπορεί να απομακρύνει από το νου του τα υλόφρονα στοιχεία, για να τον κάνει πιο κατάλληλο να δέχεται Θείες εκπομπές. Μπορεί να απομακρύνει τα αισθησιακά αισθήματα από την ψυχή του, για να αισθανθεί το Πνευματικό άγγιγμα της Άπειρης Αγάπης. Δεν μπορεί όμως να ενωθεί με τον Θεό, να καλυφθεί από τη Χριστική Παρουσία. Με την προσευχή και την πίστη του, προχωρεί πέρα από τη γνώση του «εγώ» του, στη γνώση της ύπαρξης ενός Εγώ, του Εγώ του Θεού. Συντονίζεται σταδιακά με Αυτό και Το εξωτερικεύει. Μεγαλώνει μέσα του Χριστό. Όσο μεγαλύτερο μέρος της υπόστασής του καταλαμβάνει ο εσωτερικός του Χριστός, τόσα περισσότερα Ανώτερα Κέντρα διανοίγονται και το Φως του αυξάνει. Έτσι ο άνθρωπος άφοβα, χωρίς κινδύνους, ομαλά, αναβιβάζει τη ζωτική του ισχύ προς τα Ανώτερα Κέντρα.
Η αισθησιακή συνείδηση με το διαλογισμό εξυψώνεται, ώστε να μπορέσει ο άνθρωπος διαμέσου της προσευχής, της πίστης και της έμπρακτης εφαρμογής και αφοσίωσής του να δεχτεί μέσα του Χριστό. Ο άνθρωπος εξυψώνει την προσωπική του συνείδηση, σε Χριστική. Εναγκαλίζεται με την Άπειρη Αγάπη. Ο «όφις» γίνεται σύμβολο του Απολύτου, όταν και η προσωπική συνείδηση ταυτίζεται με τη Χριστική. «Και καθώς Μωυσής ύψωσε τον όφιν εν τη ερήμω, ούτως υψωθήναι δει τον υιόν του ανθρώπου» (Κατά Ιωάν. Γ΄, 14).
Ο άνθρωπος που ακολουθεί Χριστό, δέχεται Εξουσίες και Χάρες, αλλά και μεγάλη υπευθυνότητα. Κάθε Κέντρο που ανοίγει, του παρέχει τη δυνατότητα μιας σταθερότερης Πνευματικής πορείας, τη βίωση υψηλότερων Πνευματικών καταστάσεων, τον καταυγασμό περισσότερου Φωτός. Όμως του δημιουργεί και υποχρεώσεις. Πρέπει να αποδώσει ανάλογα με όσα έλαβε. Να υπηρετήσει και να προσφέρει σε καθέναν, που έχει ανάγκη.
Ο άνθρωπος που εξύψωσε τον «όφιν» και τον κατατρόπωσε , αλλά και αυτός που δεν έφθασε στο τέλος και ακόμη αγωνίζεται, δεν πρέπει ποτέ να ξεχνά την ύπαρξη και άλλων «ερπετών», που μαστίζουν και κρατούν χαμηλά τον άνθρωπο. Για να πάψει να υφίσταται ο «όφις» πρέπει όλη η ανθρωπότητα να τον ανεβάσει στο Απόλυτο, ώστε ν’ αποκατασταθεί η ισορροπία και να γίνει πάλι «ο φρονιμότατος πάντων των θηρίων». Και αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την εσωτερική επικοινωνία και βοήθεια του ενός με τον άλλον, αφού ουσιαστικά τα πάντα αποτελούν ΕΝΑ και τίποτα δεν μπορεί να υπάρξει αποσπασμένο από την Ενότητα και τον Θεό.