Διαβάζοντας αυτές τις έννοιες, σίγουρα θα αναρωτιέσαι πώς είναι δυνατόν να πιστέψεις ότι σε Αγαπώ, πώς είναι δυνατόν η Ψυχή και το Άπειρον Κάλλος της γλυκύτητας που η Πανάγια Μορφή της Μητέρας συμβόλισε, με τη στωικότητα, την υπομονή και τη σιωπή που διέκρινες στο θλιμμένο πρόσωπό της, σήμερα να εκδηλώνεται διαφορετική, ή υπερβολική ίσως κατά τη δική σου αντίληψη.
Κι εδώ ακόμα, πάλι δεν αντελήφθης, μα θα σε βοηθήσω να κατανοήσεις, ότι οι περιορισμοί σου είναι σαν τείχη αδιαπέραστα, που εμποδίζουν το φως των νέων ιδεών Μου να εισέλθει. Η χωρητικότητα συνεπώς του νου σου και της καρδιάς σου είναι σχεδόν ανύπαρκτη, ενώ ο αληθινός εαυτός σου, η Ουσία του Εαυτού Θεού, βρίσκεται όχι απλώς καλυμμένη, αλλά ασφυκτιούσα μέσα στο Είναι σου. Σε ερωτώ, λοιπόν: Πώς να διασπάσω τα τείχη των αιώνων της ύλης που περιέβαλαν την ψυχή σου, πώς να δονήσω και ν’ αφυπνίσω το Είναι σου για ν’ αντιληφθείς ότι οι ιδέες σου είναι περιορισμένες, ατελείς και αναχρονιστικές; Θα υποστηρίξεις ότι σε πόνεσα ή ότι ήμουν πολύ αυστηρή. Γνωρίζω κάθε σκέψη σου, κάθε πικρία σου, μα αν αληθινά αισθάνεσαι έτσι, αν πράγματι άρχισες να συναισθάνεσαι την ταραχή των λόγων Μου μέσα στην καρδιά σου, τότε αμυδρά χαράχθηκε και διανοίχθηκε το πρώτο πέρασμα του Πυρός Μου εντός σου. Τότε αληθινά άρχισες να αισθάνεσαι, ίσως για πρώτη φορά, ότι ποτέ πριν παρόμοιες έννοιες δεν είχες ξανακούσει, ούτε στάθηκε κάτι ικανό και τόσο δυνατό ώστε να σε διαπεράσει.
Ο νους σου έχει επί αιώνες μάθει να κινείται διττά, και κατά συνέπεια και τα αισθήματά σου είναι διττά. Την Αγάπη την αισθάνεσαι με λόγια γλυκύτητας, με τη διαφορά ότι μένει η ευφορία και ικανοποίηση έντονα ζωγραφισμένη στη μορφή σου, μα τα λόγια και τις έννοιες που άκουσες, γρήγορα τα έχεις λησμονήσει.
Δεν έχεις ακόμη αντιληφθεί ότι μόνον ο πόνος διδάσκει. Δεν μπορείς να χωρέσεις ότι αν δεν πονάς, δεν συμπονάς, συνεπώς δεν αγαπάς. Αποφεύγεις τον πόνο, μα θα σε βοηθήσω να κατανοήσεις γιατί συμβαίνει αυτό, ποια είναι η βαθύτερη αιτία και σκοπιμότητα που αποστρέφεις τη μορφή σου από τον πόνο. Η ρίζα της έννοιας πόνος βρίσκεται πολύ βαθιά μέσα στο Είναι σου και στην ψυχή σου.
Όταν εξεπορεύθης από Εμέ, την Άμορφη Ουσία του Απολύτου, ήσουν μία Ομοούσια πύρινη μάζα ενεργειακής Θείας παλμοδόνησης, που ξένοιαστα, σαν παιδί, απολάμβανες παθητικά τους κόσμους του Φωτός και τη Δημιουργία. Από την ενεργειακή και αέναη Πηγή Μου ετροφοδοτείτο το Ομοούσιο Είναι Μου, Εσύ ο Υιός Μου. Ο νους σου κατασκευάστηκε εκ του Απολύτου, Όμοιος, εμπεριέχοντας και την αυτήν Ουσία, την Ουσία Μου, εξού και το «Ομοούσιος τω Πατρί», πράγμα που σημαίνει ότι οι αυτές δυνατότητες ενυπήρχαν στο Είναι σου. Αλλά ως Υιός Μου, Σύνθεος και Συγκυβερνήτης του Απείρου, όφειλες εσύ τώρα να θέσεις σε λειτουργία τη Δύναμη, τη Σοφία, την Αγάπη και τη Ζωή που εμφύσησα εντός σου. Όμως για να γνωρίσεις αυτές τις δυνάμεις εντός σου, έπρεπε πρώτα να τις δεις, και για να τις δεις, έπρεπε Εγώ να σε ωθήσω. Η πρωτοβουλία είναι παράγωγο κίνησης κι ενέργειας. Εν ολίγοις από παθητικό ον που απολάμβανε και διέτρεχε τα σύμπαντα, έπρεπε να καταστείς ενεργητικό ον, να διαπιστώσεις ότι όχι μόνον κατείχες αυτές τις δυνάμεις, αλλά όφειλες να τις θέσεις και σε λειτουργία. Πώς θ’ αντιληφθεί το παιδί και θα γνωρίσει τις δυνάμεις του, αν δεν το ωθήσει η Γνώση του Πατέρα;
Όταν σε δοκίμασα με το Δέντρο της Γνώσης του Καλού και του Κακού και η ψυχή σου τη ιδία της βουλήσει διαχωρίσθηκε από το Πνεύμα, γνώριζες πολύ καλά ότι η ζωή σου, η πορεία που θα διέγραφες, ήταν διαφορετική από αυτό που όρισα για σένα. Ζούσες στους Κόλπους της Αγάπης Μου μα επέλεξες τη δική σου Ζωή και τη δική σου Αγάπη, τις δύο εκ των τεσσάρων δυνάμεων που κατείχε το Είναι σου, να θέσεις σε λειτουργία· η Αγάπη για Ζωή είναι στοιχείο και δύναμη της ψυχής. Όταν σου δημιούργησα την ώθηση της επιλογής, ενεργοποιήθηκε άμεσα η βούλησή σου. Η απόφασή σου ήταν από εκείνη τη στιγμή απόλυτα σεβαστή από Εμένα. Ο Θείος Νους σου έκρινε ότι ήθελε να αποκτήσει τη γνώση της ζωής, την εμπειρία της ύπαρξης, και επέλεξες κατά συνέπεια το δρόμο και την πορεία σου. Αντελήφθης όμως ότι όχι μόνον απομακρύνθηκες από τον Πατέρα Δημιουργό σου, μα για πρώτη φορά ένιωσες το συναίσθημα ότι αποκόπηκες. Έπρεπε τώρα σύμφωνα με την απόφασή σου να δημιουργήσεις, όντας Ομοούσιος και Δημιουργός του Ενός Εαυτού που είμαστε.
Η Γνώση, η Δύναμη και η Σοφία που κατείχες, διά της εμπειρίας που ζήτησες να λάβεις, σε κατέστησαν άμεσα Δημιουργό και των πεδίων της ύπαρξής σου. Όσο δημιουργούσες διαχεόσουν και όσο διαχεόσουν αντίστοιχα δημιουργούσες. Σε απορρόφησε σε τέτοιο βαθμό το αχανές της ύπαρξης και της διασκευής του Αδιασκεύαστου Άχωρου του Απείρου, που σταδιακά λησμόνησες ότι οι δημιουργικές σου ικανότητες προέρχονταν από την Πηγή Του Απολύτου του Υπερτέλειου Όντος.
Όταν άκουγες τη Φωνή Μου, όταν συνελάμβανε δηλαδή ο νους σου τις Θεοϊδέες και ενθυμόταν την απομάκρυνση και την αποκοπή που το βουλητικό σου επιθύμησε, αισθανόσουν προδοσία για τον απλούστατο λόγο ότι δεν ενεργούσες πλέον με την Πατρική Μου καθοδήγηση και εντολές, αλλά όρθωσες τις δικές σου ικανότητες, το εγώ σου εν ολίγοις, κι εναντιώθηκες στο Ένα Εγώ, που εκπόρευσή Του ήσουν.
Το αίσθημα του πόνου, που σου θύμιζε την Αγάπη Μου, τη Στοργή Μου, τη φροντίδα Μου, μα που σου υπενθύμιζε και την προδοσία σου ταυτόχρονα, αποφάσισες να το κλείσεις στο πιο βαθύ σημείο του Άπειρου νου σου, στο βάθος της ψυχής σου, στο άβατο του Είναι, του ιερού του πυρήνα σου.
Αντιλαμβάνεσαι τι έκανες, αγαπημένε Μου; Δεν ήθελες να θυμάσαι την αποκοπή σου από την Πηγή της Ζωής από όπου αντλούσες ζωή, διότι γνώριζες πολύ καλά ότι άνευ της αέναης τροφοδοσίας Μου, της Ανυπέρβλητης Αγάπης Μου δι’ Εσέ, Ζωή αφ’ εαυτού σου δεν έχεις. Η υπενθύμιση αυτής της Ιδέας εντός σου δονούσε το Είναι σου. Ο πόνος έγινε αβάσταχτος. Όσο πονούσες τόσο απομακρυνόσουν, κι όσο απομακρυνόσουν άλλο τόσο πονούσες. Το εγώ σου, οι δυνάμεις – ικανότητές σου, σου θύμιζαν ότι μπορούσες κι εσύ να δημιουργήσεις ζωή ανεξάρτητη από Εμένα.
Στα βάθη των άπειρων κι άχρονων χρόνων, το ένα πεδίο διαδεχόταν το άλλο, η μία κάλυψη του Θείου Πύρινου νου σου διαδεχόταν την άλλη. Το Πυρ της Αγάπης, το Πυρ του Φωτός, της Σοφίας και της Ζωής, καλύφθηκε οριστικά. Απέμεινες να ατενίζεις στο αχανές της Ύπαρξης τη μοναξιά σου, με το αίσθημα του πόνου της προδοσίας να καίει την ψυχή σου. Το μόνον που σου απέμεινε ήταν η ικανότητα Δύναμη. Αυτή θα σε βοηθούσε να φτιάξεις δικούς σου κόσμους και να ξεχάσεις, πάση θυσία να ξεχάσεις, να σκεπάσεις, να σβήσεις από το Είναι σου αυτή τη Φωνή, την Ιδέα που σου υπενθύμιζε την προδοσία σου. Χάθηκες μέσα στην Ύπαρξη και διά ενεργειακών εκρήξεων αναπαρήγαγες το όμοιό σου, τον εαυτό σου, το εγώ σου.
Ο Εαυτός σου, διαχεόμενος, δημιούργησε άπειρες μορφές οντοτικής ζωής όμοιας. Σε κάθε πεδίο κι έναν κόσμο ιδεών, σε κάθε νέα ιδέα κι έναν νέο κόσμο και πεδίο. Ο δημιουργικός Θείος νους σου το Άμορφο μορφοποιούσε, άπειρη πολλαπλότητα του Ενός, της Μονάδας που ήσουν. Της ομοούσιας μονάδας του Ενός, του εκ του Απολύτου προερχόμενου. Ενδύθηκες τα πεδία – σώματα κι έφθασες να έχεις τη σημερινή μορφή, του πλέον απομακρυσμένου πεδίου, του πεδίου της ύλης, της Γης. Τα καλύμματα – ενδύματα που φέρεις είναι η πλέον βαριά και συμπυκνωμένη μορφή ύλης που φέρει το Είναι σου, ο πυρήνας σου, ο Θείος Εκείνος Νους, ο Ομοούσιος του Ενός, σε άπειρη πολλαπλότητα και ποικιλία μορφής της οντοτικής ζωής. Έπαψες οριστικά ν’ ακούς, να υπακούς και να καθοδηγείσαι από τον Έναν, τον Μόνο, τον Δικό Σου Εαυτό, τον Μοναδικό Έναν Εαυτό. Τον Πατέρα Σου και Δημιουργό.
Οι ανακυκλώσεις σου σου θύμιζαν τον προορισμό σου, σου θύμιζαν ότι έπρεπε να λάβεις την εμπειρική γνώση, να καταστείς ενεργητικός και Σύνθεος, Συγκυβερνήτης του Απείρου να επιστρέψεις. Έδινες υποσχέσεις, που όταν όμως επέστρεφες στην ύλη γρήγορα λησμονούσες, περνώντας μέσα απ’ το άντρο της λήθης, πεδίο που εσύ δημιούργησες για να καλύψεις τον πόνο της απόσχισης, της απομάκρυνσης και της προδοσίας. Αν γνώριζες, αν μπορούσες έστω για μία στιγμή να θυμηθείς πόσες φορές ανακυκλώθηκες, πόσες φορές υποσχέθηκες και άλλες πόσες λησμόνησες, θα προτιμούσες στην Ανυπαρξία να χαθείς, στην προ της Ιδέας της σύλληψής σου κατάσταση. Μα η Θεία Αγάπη και Παγγνωσία, η Θεία Μήτρα της εκπόρευσής σου, η Άμωμη και Πάναγνη Θεία Ψυχή Μου, δεν όριζε τον αφανισμό σου, δεν όριζε τη βίαιη επιστροφή σου, αλλά την ηθελημένη. Θα μπορούσα με μια Εισπνοή Μου από την Αρχή να σε εισπορευθώ. Μα τότε δεν θα ήμουν η Αγάπη που σε διδάσκω, δεν θα ήμουν ο Σεβασμός, η Υπομονή, η Γλυκύτητα, η Στοργή, δεν θα ήμουν η Μητέρα – Πατέρας και Πηγή της ύπαρξής σου.
Αγαπημένε μου, Μοναδικέ μου, Υιέ Μου, Είναι της Ψυχής Μου, Φως του Είναι Μου, Άνθρωπέ Μου. Ω! και να γνώριζες, να μπορούσες να νιώσεις τον πόνο του Είναι Μου. Πονώ γιατί είσαι η μορφοποίηση του Είναι της Αγάπης Μου, κι όμως Με λησμόνησες. Πονώ γιατί βούλιαξες, καθήλωσες και δέσμευσες το υπέροχο Είναι σου σε ευτελείς κι εφήμερες αναζητήσεις. Πονώ για κάθε μόριο και πτυχή σου, όποια μορφή κι αν έχεις. Πονώ γιατί ακόμη και το σάρκινο ρούχο που φόρεσες και σκέπασες τον Εαυτό μας, το εγκαταλείπεις και το θάβεις στη γη σου, ενώ γνωρίζεις ότι σαν δικό σου δημιούργημα σου ανήκει. Είναι δικό σου, είναι γέννημά σου, είναι παιδί σου και οφείλεις να το κάνεις να σε υπακούσει, να σε ακολουθήσει, γιατί εσύ κατέχεις τη Γνώση και τη Δύναμη και τη Σοφία. Μα λησμόνησες ν’ αγαπάς, ν’ αγαπάς, αγαπημένε Μου, τον εαυτό σου, τη Ζωή σου, τα δημιουργήματά σου, το μικρό αυτό εγώ, το ατίθασο κι ανυπάκουο, που σε κυβερνάει με τις απατηλές ψευδαισθήσεις και κίβδηλες υποσχέσεις της υλικής του δύναμης που το ανθρώπινο εγώ σου ονόμασε μυαλό, διάνοια. Δεν γνωρίζεις όμως ούτε κι αυτές τις λέξεις και ονομασίες γιατί τις έδωσες στον εαυτό σου. Θα σε βοηθήσω όμως να θυμηθείς ότι η κάθε λέξη που χρησιμοποιείς, κρύβει, αν την αναλύσεις, ουσία που ονομάζεται «έννοια».
Τι σημαίνει μυαλό; Σίγουρα αυτό το γνωρίζεις. Σημαίνει ουσία. Συμπυκνωμένη μάζα κυττάρων, μορίων κι ατόμων, όπως έχεις ήδη διδαχθεί. Μία μάζα συσσωρευμένων δυνατοτήτων, που συλλαμβάνει ενέργεια εκ του Απείρου και παράγει Ζωή. Η τοποθέτησή σου είναι ότι εσύ ο Άπειρος, με τις δυνατότητες του Θείου Δυναμικού, ζεις και τρέφεσαι εκ της ύλης. Εν ολίγοις, θεωρείς ότι οι Δυνάμεις της ύλης που εσύ δημιούργησες είναι περισσότερο ισχυρές από τον δημιουργό τους, Εσένα κατ’ επέκταση, και συνεπώς δεν αντιλαμβάνεσαι ότι το δικό σου παιδί έγινε και δεσμώτης και δεσμοφύλακας όπου δεσμεύτηκε ο δυνατός και δημιουργικός Θείος Εαυτός σου, ο νους σου, ο Ένας Νους, ο ενιαίος, ο δι’ αυτού ενεργών εαυτός σου, που από τον εγκλωβισμό του στης ύλης το φρόνημα από ενιαίος διαχωρίσθηκε και τον ονόμασες διάνοια. Χώρισες, δηλαδή, εσύ ο ίδιος την έννοια Ένα σε δύο.
Εάν συλλάβεις αυτή τη μεγάλη αλήθεια, την εννοιολογική σημασία τής κάθε λέξης που χρησιμοποιείς, θα προτιμήσεις να σπουδάσεις, να μαθητεύσεις και να διδαχθείς τις έννοιες, κι όχι τις λέξεις. Μόνον τότε θα καταλάβεις ότι οι έννοιες είναι τα κλειδιά της επικοινωνίας μέσα στις λέξεις, κι ότι η εκάστοτε έννοια – λέξη κρύβει άπειρη Σοφία και Γνώση Θεού, που Ομοούσιός Του Είσαι. Διότι Ουσία είναι Θεός, και εκ της Ουσίας της έννοιας «Θεός» γεννήθηκε η λέξη «Υιός». Αυτή η υπέροχη λέξη, με την υπερτέλεια έννοια, που για ν’ αντιληφθείς το Μεγαλείο της θα σου την αναλύσω ακόμη πιο βαθιά.
ΥΙΟΣ σε ανάλυση: αποτελείται από το γράμμα Υ που σημαίνει Ύπαρξη, από το γράμμα Ι που σημαίνει και συμβολίζει τη Μονάδα, την Αρχή, από το γράμμα Ο που σημαίνει και συμβολίζει το Μηδέν, το Ολόκληρον και το Άπειρον, το γράμμα Σ που σημαίνει και συμβολίζει την Αρχή μα και το Τέλος. ΥΙΟΣ σε σύνθεση σημαίνει: Η Αρχή και το Τέλος (Σ) είναι η Ολοκλήρωση (Ο) της Μονάδας (Ι) της Ύπαρξης (Υ). Το Τέλος και η Αρχή είναι η Ύπαρξη της Ολοκληρωμένης Μονάδας. Η Ύπαρξη είναι η Αρχή και το Τέλος της Ολοκλήρωσης της Μονάδας που λέγεται ΑΝΘΡΩΠΟΣ – ΥΙΟΣ ΘΕΟΥ, ο ΑΝΩ-ΘΡΩΣΚΩΝ· είναι η Ολοκλήρωση.
Ο Άνω-θρώσκων προς τον Πατέρα ολοκληρώνεται, τελειοποιείται, και όπου το Τέλος εκεί και η Αρχή. Όπου ο ΥΙΟΣ εκεί και ο ΘΕΟΣ, Έν και το Αυτό. Η Μορφή του Υιού είναι εκδήλωση του Άμορφου Πατέρα, ο Άμορφος Πατέρας εκδηλώνεται διά του Υιού. Εκ του Αμόρφου προήλθε η Μορφή, και η Μορφή το Άμορφο εμπεριέχει. Εκ του Πατρός προήλθε ο Υιός, και ο Υιός τον Πατέρα εμπεριέχει.
Η Ουσία της Ύπαρξής Μου είσαι Εσύ, αγαπημένε Μου. Ουδέν απόλλυται, τίποτα δεν χάνεται. Όσο κι αν δεν χωράει ο νους και η καρδιά σου ότι η ύπαρξή σου είναι η Ουσία Μου και ότι εκ της Υπερούσιας αυτής Ουσίας εκπόρευση είσαι, η Αλήθεια είναι αυτή, η Μία και Μοναδική. Οτιδήποτε άλλο κινείται σαν ιδέα μέσα στο νου σου είναι πλάνη, είναι η ατέλεια του ψεύδους, η ατέλεια που αδυνατεί να αναγνωρίσει στο Τέλειο τον εαυτό της. Η ατέλεια των λανθασμένων ιδεών της απόκτησης, πρόσκτησης και δέσμευσης της ύλης, που φρονεί και κομπάζει για τις αριστουργηματικές εφευρέσεις της, που είναι τόσο φθαρτές όσο και η ίδια. Η ατέλεια που κοιτάζει τον εαυτό της στον καθρέφτη της Τελειότητας της Δημιουργίας και αρνείται να παραδώσει τα όπλα της, αρνείται να παραδεχθεί τα λάθη της, αρνείται να μαθητεύσει, να διδαχθεί, να υπακούσει. Και θα εξακολουθεί να αρνείται, όσο εσύ, άνθρωπε, θα κρύβεσαι φοβισμένος από πίσω της και δεν θα παραδέχεσαι ότι πρώτα θα την αναγνωρίσεις, μετά θα την αγαπήσεις και κατόπιν θα την υποχρεώσεις να διδαχθεί από την Τελειότητα των ολοκληρωμένων Ιδεών που ο Διδάσκαλος Χριστός διά των Υπερτέλειων Ρημάτων Του, ως Άπειρος και την Τελειότητα εμπεριέχων, σου παρέδωσε για να θυμηθείς τον Εαυτό σου.
Όταν αντίκρισες τη Μορφή της Τελειότητας να σε διδάσκει πριν 2.000 χρόνια και να σου θυμίζει όλα όσα ήταν βαθιά σκεπασμένα μέσα στο Είναι σου, πόνεσες για δεύτερη φορά. Έκρυψες για δεύτερη φορά στα δυο σου χέρια το πρόσωπό σου κι έκλαψες πικρά, έκλαψες τόσο πολύ, που ράγισε το τείχος της καρδιάς σου. Η Αγάπη Μου, το Φως Μου, είχε ακουμπήσει τις ευαίσθητες χορδές του Είναι σου, που απ’ τα βάθη των αιώνων είχαν σκληρύνει απ’ τις εσφαλμένες ιδέες και πράξεις σου, και για πρώτη φορά παραδέχθηκες μέσα στα έγκατα της ψυχής σου ότι ήσουν κι εσύ έτσι, Τέλειος, ο Απαρχής Ομοούσιος του Φωτός. Τα δάκρυα του πόνου σού τρυπούσαν την καρδιά. Είχες προδώσει τον Εαυτό, είχες προδώσει τον Έναν Εαυτό. Το μικρό ανθρώπινο εγώ σου, οι ικανότητες, οι δυνάμεις, ό,τι νόμιζες ότι ήταν δικό σου, μπροστά στη Δύναμη τη Μία που αντίκρισες, κατέρρευσαν σαν χάρτινοι πύργοι.
Ζούσες φυλακισμένος μέσα στο σκοτάδι της άγνοιας, της αντεκδίκησης, και οι σκοτεινές ιδέες του νου σου όπλιζαν τα χέρια, τα λόγια, το Είναι σου. Η ατέλειά σου όρθωσε το ανάστημά της, «είσαι κι εσύ έτσι», σου φώναξε μέσα στον πλανημένο και μπερδεμένο νου σου. Κάρφωσες με πείσμα τα πόδια στη γη και είπες: «Εγώ είμαι το ίδιο δυνατός όπως κι Εσύ. Για να δούμε τη δική Σου Δύναμη τώρα!». Θεώρησες τον εαυτό σου Άρχοντα της ύλης. Ήσουν ο δημιουργός της, ένα μαζί της, καρφωμένος οριστικά στο πεδίο που εσύ επέλεξες να βρίσκεσαι. Η άρνηση φούντωσε μέσα στην ψυχή σου. Τα ερπετά της ζήλιας, της σύγκρισης, έγιναν καρφιά στα χέρια σου, που κάρφωσαν τα Χέρια που φιλούσες όταν σ’ αγκάλιαζαν. Κάρφωσαν τη στοργή και την προσφορά, κάρφωσαν το Θείο Εκείνο άγγιγμα που θεράπευε τις πληγές σου. Κάρφωσες τα Θεία Χέρια που μόνον έδιναν και δεν σου ζήτησαν ποτέ τίποτε. Ακινητοποίησες τη Δύναμή Του Δεξιά και τη Θέληση Αριστερά. Η συνείδησή σου όμως δεν είχε ησυχάσει. Έπρεπε και μ’ αυτήν να τελειώνεις, να σιγήσει η φωνή που τρύπαγε τ’ αυτιά σου και σου θύμιζε την Αγάπη της Θείας Ψυχής Εκείνου που λάτρεψες. Το τρίτο καρφί στα Άγια Πόδια Του ήταν σαν μαχαίρι που κάρφωσες εσύ ο ίδιος στην καρδιά σου.
Ράγισαν τα Σύμπαντα απ’ τον πόνο. Ολόκληρη η Δημιουργία του Απείρου γονάτισε μπροστά στη φρίκη του ανθρώπου που τον Εαυτό Του θανάτωνε. Όταν άκουσες την ψυχή σου να φωνάζει, «Πατέρα, Πατέρα, γιατί με εγκατέλειψες;», μέσα απ’ τη φωνή της Δημιουργίας, δεν κατανόησες ότι εσύ φώναζες και ζητούσες Έλεος για την προδοσία σου και απομάκρυνσή σου. Κι όταν άκουσες το Έλεος και τη συγχώρεση να βγαίνουν απ’ τα χείλη της Ζωής και της Αγάπης που είχες φιλήσει, δεν άντεξες μπροστά σ’ αυτήν την Υπερκόσμια Δύναμη της Αλήθειας που τρύπησε την ψυχή σου, λόγχισες για τελευταία φορά τη σταυρωμένη συνείδησή σου κι έτρεξες να κρυφτείς, ήσυχος πια, ότι είχες πράξει το καθήκον σου. Εσύ ήσουν ο άρχοντας και ο βασιλιάς της ύλης, αυτή ήταν η αλήθεια, η μόνη που γνώριζες· η Βασιλεία των Ουρανών, του Ανώτερου κι Αληθινού Εαυτού σου, ήταν ένα όνειρο, ένα ψέμα, που πέθανε σαν κοινός θνητός που παρέσυρε το λαό σου, τις σκέψεις σου, κι ας σου έλεγε, «Σ’ Αγαπώ, Εσύ κι Εγώ Είμαστε Ένα».
Η συνείδησή σου κοιμόταν τώρα βαθιά. Κάποιες σκέψεις έφταναν στ’ αυτιά σου ότι Αναστήθηκε, το Φως και η Ελπίδα φούντωναν για λίγο εντός σου. Μα γρήγορα έλεγες ότι ίσως να ήταν και η φαντασία σου, κι έστρεφες αλλού το νου σου για να μη θυμάσαι, γιατί δεν ήσουν και σίγουρος αν έπραξες το σωστό ή το λάθος.
Πήρες την απόφαση να λησμονήσεις για πάντα αυτές τις φωνές και τις σκέψεις που τρύπωναν στο νου και την καρδιά σου, και να συνεχίσεις να ζεις όπως και πρώτα, ένας μικρός άνθρωπος που θ’ αγωνιζόταν να κρατήσει ό,τι όριζε, την ύλη του και τ’ αποκτήματά της. Βούλιαξες στα βάθη των αιώνων και χάθηκες μέσα στην άβυσσο της αταξινόμητης σκέψης σου. Η υπενθύμιση σου προκαλούσε δυο φορές πόνο. Η προδοσία πήρε διπλή μορφή. Είχες αντικρίσει στο Φως τον Εαυτό σου και τον θανάτωσες. Είχες καθρεφτίσει το εγώ σου στην Τελειότητά Του. Είδες το Φως μέσα σε αιώνων αναζήτηση, είδες τη Ζωή και το Δρόμο, μα τα μονοπάτια της ύλης και πάλι επέλεξες.
Σ’ έβλεπα ν’ αφανίζεσαι, αιώνες σε παρακολουθούσα να βιαιοπραγείς στον εαυτό σου αναζητώντας τα αίτια της δυστυχίας σου. Πώς να εγκαταλείψεις το «Είναι» της ψυχής σου; Πώς θα μπορούσα να σε λησμονήσω, αγαπημένε Μου; Πώς θα μπορούσα να σε κάνω και πάλι να θυμηθείς ότι σ’ Αγαπώ, ότι σε Συγχώρεσα; Ήσουν το ωραιότερο Δημιούργημα της ύπαρξης, ήσουν Εγώ, ο Ένας, η Αγάπη και η Πληρότητα σε εκδήλωση. Ζωή είχα, Ζωή σού πρόσφερα, θάνατο είχες, θάνατο Μου πρόσφερες, γιατί μόνον αυτό γνώριζες. Ενώ γεννούσες τη Ζωή, με τ’ άλλο χέρι την έπαιρνες.
Μα το Θάνατο ένωσα με τη Ζωή, κι ακόμη δεν κατάλαβες; Την ατέλεια ένωσα με την Τελειότητα, κι ακόμη δεν το αντελήφθης; Τη θλίψη ένωσα με τη χαρά και γέννησα τον πόνο. Μα αυτός ο πόνος που τόσο σε φοβίζει, αγαπημένε Μου, δεν είναι πια πόνος προδοσίας αλλά πόνος μετάνοιας, δεν είναι πια πόνος απομάκρυνσης αλλά πόνος επιστροφής, δεν είναι ο πόνος της ατέλειας και της άγνοιας αλλά ο πόνος της Τελειότητας και της Γνώσης, δεν είναι ο πόνος ο παθητικός της απραξίας αλλά ο πόνος ο ενεργητικός του Έργου, της πράξης, της Αγάπης, της Ζωής, της Ανάστασης. Δεν είναι πλέον πόνος, γιατί η ιδέα του πόνου σε καθηλώνει στο σταυρό των περιορισμών σου. Μα Εγώ σου κατέδειξα ότι τις ιδέες εσύ τις γεννάς μέσα στο νου σου, συνεπώς εσύ είσαι ο Κύριος αυτών των ιδεών και ο Κυρίαρχος να επιλέξεις και, με τη Δύναμη του Εαυτού σου, στην ιδέα του πόνου ν’ αναχθείς, στην ιδέα του πόνου του θανάτου ν’ αναστηθείς. Αυτό σου κατέδειξα με τη Θυσία Μου. Τη Δύναμη της Αγάπης, της Ανάστασης και της Επιστροφής στον Έναν Θεό, στη Μία Πηγή, στην Αλήθεια και το Φως της Ύπαρξης.
Σε διδάσκω ν’ Αγαπάς, ν’ αγαπήσεις βαθιά κι αληθινά τον εαυτό σου, το Είναι το υπέροχο και υπέρλαμπρο που είσαι. Ν’ αγαπήσεις όλα αυτά που διαχωρίζεις, που φοβάσαι, από τα οποία κρύβεσαι. Κάθε πτυχή και μόριο του Είναι σου να το κάνεις Αγάπη, ν’ αγαπήσεις βαθιά την ατέλειά σου και να την ανυψώσεις με Αγάπη στην Τελειότητα που Είσαι. Ν’ ανυψώσεις κάθε ατέλεια της μορφής σου, όπου κι αν τη συναντάς. Ν’ αγαπήσεις και τα λάθη σου, γιατί αυτά σε διδάσκουν, ν’ αγαπήσεις και τον πόνο που σου προκαλούν, γιατί η εμπειρία της Γνώσης, μέσα απ’ τα λάθη της άγνοιας καθίσταται Δυνατή. Και τη Γνώση για να την κατέχεις, πρέπει να ’χεις Δύναμη και αντοχή, μα πάνω απ’ όλα Αγάπη.
Η Αγάπη είναι η Γνώση, κι αν γνωρίσεις και διδαχθείς ν’ Αγαπάς, δεν χρειάζεσαι ούτε τη Γνώση, γιατί θα Είσαι η Αγάπη, θα Είσαι η Σοφία και η Δύναμη και η Ζωή. Θα Είσαι ΘΕΟΣ. Η Αγάπη είναι η Υπέρτατη Δύναμη, και παν απορρέον, εξ αυτής προέρχεται. Η Αγάπη εκπόρευσε τη Ζωή, και Ζωή μόνον στο Φως της υπάρχει. Και ην ο Λόγος του Ανθρώπου Ζωή, και Ζωή ην ο Λόγος, και ο Λόγος Αγάπη εστί. Αγάπη είναι η Θέληση που το θάνατο έκανε Ζωή. Αγάπη είναι η Δύναμη της Πίστης για να αντιληφθείς τη Ζωή.
Εάν εμβαθύνεις σ’ αυτές τις έννοιες, θα καταλάβεις τη δύναμη των λέξεων. Και τότε μόνον μία λέξη θα πεις: «ΑΓΑΠΩ». Και τότε θα σταματήσουν να σε πονούν οι λέξεις, γιατί θα γνωρίζεις ότι, όπως κι αν σου μιλώ, Σ’ ΑΓΑΠΩ!