Μὲ τὸ πρῶτον νέφος, τὸ ὁποῖον ἐπεφάνη εἰς τὸν ὁρίζοντά σας, σπεύδετε νὰ κρυβῆτε ὅπου καὶ ἂν τύχῃ, χωρὶς νὰ ὑπολογίσητε ὅτι δυνατὸν κάτωθεν τῶν ποδῶν ὑμῶν νὰ χαίνουν κρημνοὶ καὶ ἄβυσσος. Ἐλλείπει ἀπὸ ὑμᾶς ἡ πίστις, τὸ θάρρος, ἡ αὐτοπεποίθησις. Καὶ ὅταν ταῦτα ἐκλείψουν καὶ ὅταν ἀκόμη ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον, ὅστις ἀπώλεσεν αὐτά, χαθῇ καὶ ἡ ἐλπίδα, ἥτις θὰ ὑπελείπετο, μεταβάλλεται εἰς ἕνα ὄγκον ἀδρανῆ καὶ ἀκίνητον, ἄνευ ἐνεργείας καὶ ζωῆς.
Μὴν προσπαθῆτε νὰ φθάσητε εἰς τὸν σκοπόν, πρὶν ἢ μέσα εἰς τὴν ψυχήν σας, εἰς τὰ βάθη αὐτῆς, δὲν χαράξητε τὴν πίστιν, τὴν αὐτοπεποίθησιν, τὴν πλήρη βεβαιότητα, περὶ τῆς ἐπιτυχίας αὐτοῦ. Πότε ἐσημειώθησαν αἱ ἐπανειλημέναι ἀποτυχίαι, αἱ ὁποῖαι σᾶς ἔφεραν εἰς τὸ ἀπροχώρητον; Ὁπόταν ἐκλονίσθητε ἐκ μηδαμινῶν ζητημάτων, ὁπόταν ἐχάσατε τὴν αὐτοπεποίθησίν σας, ὁπόταν ἀπὸ τὴν ψυχήν σας ἐξέλειπεν ἡ πίστις.
Δὲν δύναμαι νὰ σᾶς βοηθήσω εἰς ὑλικὸν ζήτημα, δὲν δύναμαι νὰ ἀνοίξω τοὺς θησαυροὺς τῆς γῆς καὶ τοὺς ἐναποθέσω πρὸ τῶν ποδῶν σας, διὰ νὰ δείξω ὅτι πράγματι Εἶμαι Ἐκεῖνος, Ὅστις ὁμιλεῖ μεθ’ ὑμῶν, ὅτι πράγματι Εἶμαι Ἐκεῖνος, Ὅστις κατευθύνει τὰ βήματά σας, Ἐκεῖνος Ὅστις σᾶς ἐκάλεσε νὰ ἔλθητε μετ’ Ἐμοῦ καὶ Μὲ ἀκολουθήσητε, ὅπου Ἐγὼ ὑπάγω. Δὲν δύναμαι ἀκόμη νὰ ἐμπνεύσω τοὺς μὴ συναισθανομένους τὰς ὑποχρεώσεις των, ὅπως ἀκόμη δὲν δύναμαι νὰ ἐπηρεάσω ὑμᾶς καὶ σᾶς δώσω τὴν πίστιν, ἥτις ἐξέλειπεν ἀπὸ τὸ βάθος τῆς ψυχῆς ὑμῶν.
Ἐγὼ δὲν δύναμαι νὰ ἐξουσιάσω τὴν Ἐλευθερίαν τῶν ἀτόμων, δὲν δύναμαι νὰ γεννήσω πίστεις, αἱ ὁποῖαι κοιμῶνται εἰς τὸ βάθος τῶν καρδιῶν τῶν ἀνθρώπων, δύναμαι ὅμως νὰ δώσω τὴν Ἔμπνευσιν ἀποκλειστικῶς καὶ μόνον εἰς ἐκείνους, οἵτινες προσέρχονται πρός Με μετ’ εἰλικρινείας καὶ πίστεως καὶ ζητοῦσι τὴν Ἀρωγήν Μου. Πλέον τούτου δέν δύναμαι νὰ κάμω τι καὶ ἂν ἀκόμη ἤθελον, διότι οὐδεμίαν Ἐξουσίαν ἔχω ἐπὶ τῆς Ἐλευθερίας, καθ’ ὅσον Εἶμαι Ἐλευθέριος καὶ τὴν Ἐλευθερίαν τῆς ἐνεργείας καὶ δράσεως καὶ αὐτοδιαθέσεως τῶν ἀτόμων ἀνεγνώρισα ἐν τῇ ἰδιότητι καὶ ἐξελίξει αὐτῶν ἐν τῷ κόσμῳ.
Πῶς θέλετε ν’ ἀναβιβάσω ὑμᾶς, ὅταν ὑμεῖς ἀφ’ ἑαυτῶν κατέρχεσθε καὶ ὅταν οὐδεμία βία ἐν τῷ ἔργῳ Μου εἰσχωρεῖ, καθ’ ὅσον τοῦτο, ὡς Ἐγώ, ἐλευθέριόν ἐστι; Ἀλλὰ πρὶν ἢ προτάξητε τὰ ἐρωτήματα ὑμῶν, τὰ ὁποῖα καταβάλλουν μόνον τὴν προσπάθειαν πῶς νὰ ὑπερνικήσωσι τὸν δισταγμόν, ὅστις ἐγεννήθη καὶ ὑποβόσκει ἐν τῇ Ψυχῇ σας, ἔδει νὰ κάμητε μίαν περίληψιν τῶν προηγουμένων ἀνακοινώσεών Μου.
Θὰ ἴδητε τότε ὅτι εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς ἔθεσα τὰ πράγματα ἐν τῇ θέσει των καὶ ὅτι πρὶν ἀναλάβητε τὴν ἀρχὴν τοῦ ἔργου σᾶς ὑπέδειξα τοὺς κινδύνους. Δὲν δύναμαι νὰ εἴπω ἐπ’ αὐτοῦ περισσότερα.
Ὁ κλονισμός, ὅστις γεννᾶται εἰς τὴν ψυχήν σας, προέρχεται ἐκ τῆς φυσικῆς ἀντιδράσεως δύο ἀνομοιομόρφων καὶ ἀνομοιογενῶν ἀνομοιοφυσικῶν στοιχείων, τὰ ὁποῖα ἀποτελοῦν τὴν ἀνθρωπίνην ὑπόστασιν καὶ ψυχοσύνθεσιν αὐτῆς. Συνεπῶς πρέπει νὰ ἀντιδράσητε ἀφ’ ἑαυτῶν, ἐὰν θέλητε νὰ ὀρθοποδήσητε. Ὁ κλονισμὸς τὸν ὁποῖον ὑφίστασθε, εἶναι ἀποτέλεσμα κακοῦ ὑπολογισμοῦ, εἶναι ἐπίσης ἀποτέλεσμα τῆς ἐλλείψεως πίστεως.
Δέν δύναμαι νὰ πληρώσω τὴν καρδίαν ὑμῶν πίστεως, ἀφοῦ ἡ πίστις ὑμῶν εἶναι τὸ μέτρον τὸ ὁποῖον δύναται νὰ κανονίσῃ τὰς σχέσεις μας νὰ ἐνδυναμώσῃ τὴν πρὸς ὑμᾶς Ἐπήρειάν Μου, τας πρὸς ὑμᾶς Ἐμπνεύσεις Μου.
Ὅταν κατορθώσητε νὰ εἰσέλθητε εἰς τὴν οὐσίαν τῶν πραγμάτων, ὅταν δυνηθῆτε νὰ ἀντιληφθῆτε τὴν πραγματικὴν θέσιν καὶ κατάστασιν τῶν ἐν τῷ κόσμῳ πραγμάτων, τότε θὰ ἀντιληφθῆτε ὅτι οὐδεμία ἐν τῷ κόσμῳ Δύναμις δρᾶ δι’ ἄλλης καὶ ὅτι οὐδεμία μορφὴ διεμορφώθη καὶ διεπλάσθη ὑπὸ ἑνὸς μόνον στοιχείου, ἀλλὰ διὰ τῆς ἐπιδράσεως καὶ συνενώσεως τῶν ἀνομοιογενῶν καὶ ἀνομοιομόρφων καὶ ἀντιθέτων.
Ἐὰν ἀκόμη ἐγνωρίζατε ὅτι δὲν ὑφίσταται οὐδεμία ἐν τῷ κόσμῳ λειτουργία ἄνευ τῆς ἀλληλενδέτου συναφείας τῶν ἀντιθέσεων, αἵτινες δυνατὸν νὰ μὴν ἔχωσι καὶ τὴν ἰδίαν φύσιν καὶ ἀπόρροιαν ἐν τῇ ἐκδηλώσει των, δὲν θὰ ἐκρίνατε τὸ ἔργον, ὅπως σήμερον τὸ κρίνετε. Διὰ τοῦτο πρέπει νὰ ξεχωρίσητε ἐντελῶς τὰ ζητήματα, ἐὰν θέλετε νὰ προχωρήσητε, ἐὰν θέλετε νὰ Μὲ ἀκολουθήσητε μέχρι τέλους εἰς τὸ ἔργον μου.
Οὐδεμίαν σχέσιν ἔχει τὸ Πνευματικὸν μέρος μὲ τὸ ὑλικόν, ἂν καὶ εἶναι ἀλληλένδετα ἀναμεταξύ των, ἐν τῇ ἐξυπηρετήσει καὶ ἀναδείξει τοῦ ἔργου Μου. Ἐγὼ ἀντιπρόσωπεύω τὸ Πνευματικὸν καὶ ἡ ἀντίρροπος πρὸς τὴν Ἰδικήν Μου Ἀρχὴν δύναμις τὸ ὑλικόν. Διὰ τοῦτο ἐτόνισα εἰς ὑμᾶς ὅτι ἐπιθυμῶ νὰ καταστῆτε Ἀκόλουθοί Μου, διότι ἐὰν γίνετε τοιοῦτοι θὰ ἐξυπηρετήσητε τὸ ἔργον Μου ἐν τῇ πνευματικῇ αὐτοῦ ἀπόψει, ὄντες ἰσχυροὶ καὶ συνεπῶς ἀντίπαλοι ἐν τῇ ὑλικῇ.
Ὁπόταν δὲ λέγετέ Μοι: Βοηθήσατέ μας, ἐπιδράσατε διὰ τῆς Πνευματικῆς σας Ἰσχύος καὶ Δυνάμεως καὶ ἐν τῇ Δυνάμει τῆς Ἐξουσίας, τὴν ὁποίαν κατέχετε, ἵνα οἱ ὀφειλέται ὑμῶν ἀντιληφθῶσι τὰς πρὸς ὑμᾶς ὑποχρεώσεις των, Μὲ ταπεινοῦτε χωρὶς νὰ τὸ ἀντιληφθῆτε, Μὲ κατατάσσετε εἰς τὴν μοῖραν τοῦ ταπεινοῦ εἰσπράκτορος καὶ δούλου τῶν ὑλικῶν ἀναγκῶν σας, αἱ ὁποῖαι διατελοῦν ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν τῆς ἀντιρρόπου Πνευματικῆς Μου Δυνάμεως.
Καὶ ἐκ τούτου καταφαίνεται ὅτι δὲν ἀντελήφθητε εἰσέτι καὶ τὰ οὐσιώδη ἀκόμη ζητήματα καὶ ἐκφεύγουν ἀπὸ τὴν μνήμην ὑμῶν καὶ τὰ οὐσιωδέστερα ἀκόμη ἄρθρα τῆς πίστεως, ἣν ἐκήρυξα ἐν τῇ Διδασκαλίᾳ Μου τὸ πρῶτον: «Οὐδεὶς πλούσιος εἰσελεύσεται εἰς τὴν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν. Εὐκοπώτερον γάρ ἐστὶν κάμηλον διὰ κλπ, καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἔχει ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ». Τί ταῦτα σημαίνουσιν, παρ’ ὅτι ἄλλη ἐστὶν ἡ Ἐμὴ Βασιλεία, ἄλλη δὲ ἡ τοῦ ὑλικοῦ κόσμου;
Μὴ ζητῆτε παρ’ Ἐμοῦ ὑλικὴν ὑποστήριξιν καὶ ἂν ποτὲ δοθῇ εἰς ὑμᾶς πιστεύοντες ὅτι ἐξ Ἐμοῦ αὕτη προέρχεται, ἀπατᾶσθε. Ἐγὼ οὐδεμίαν ἐπίδρασιν ἔχω ἐπὶ τῶν ὑλικῶν νόμων, ἂν καὶ οὗτοι δοῦλοι καὶ ὑπηρέται τῆς ἐξυπηρετήσεως καὶ τελεσφορήσεως τοῦ Ἔργου Μου εἰσίν.
Μὴ θέλετε νὰ καταστῶ δοῦλος τῶν ἀναγκῶν σας, ἀφοῦ αὗται διευθύνονται ὑπὸ τοῦ δούλου Μου, τοῦ κειμένου καὶ καταπατουμένου ὑπὸ τοὺς Πόδας Μου, ἐκείνου οὗ ὄργανα θέλετε νὰ καταστῆτε. Δὲν προέτρεψα ὑμᾶς νὰ καταστῆτε ὄργανα τῶν ὑλικῶν συμφερόντων, τὰ ὁποῖα ἐξ ἄλλου ἐνετάλητε νὰ καταπολεμήσητε. Δύνασθε νὰ προβῆτε εἰς τὴν εὐρυτέραν ἐξάπλωσιν τοῦ ἔργου Μου διὰ τῶν μέσων τὰ ὁποῖα σᾶς ὑπέδειξα.
Ὁπλισθῆτε μὲ πίστιν, μὲ θάρρος, μὲ αὐτοπεποίθησιν, ἀντενεργήσατε ἀφ’ ἑαυτῶν κατὰ τῶν ἐμποδίων καὶ κατὰ πάσης δυσχερείας καὶ ἐστὲ βέβαιοι ὅτι θὰ νικήσητε, θὰ φέρητε εἰς πέρας τὴν ἀποστολὴν καὶ τὸ Ἔργον, τὸ ὁποῖον σᾶς ἀνετέθη.
11/10/1926