Ἐκ τούτου ὅμως καταφαίνεται ὅτι τὸ ἀνθρώπινον Πνεῦμα ἐξερχόμενον τοῦ σώματος μετὰ τὴν τελευτὴν αὐτοῦ, δὲν θὰ ἤθελεν ἐκ νέου νὰ ὑποδουλωθῇ. Ὅταν ἐπίσης ἀναχθῇ εἰς ὑπέρτερα διανοητικὰ ἐπίπεδα καὶ διαβλέψῃ ὅτι ἡ θέσις του ἀνήκει εἰς τὰ Ἄϋλα Πνεύματα, μετ’ ἀνεκφράστου λύπης θὰ ἐδέχετο τὴν μετενσάρκωσίν του εἰς ὑλικὸν καὶ πάλιν σῶμα.
Αλλ’ ἐρωτῶμεν: Ἀφοῦ τὰ Πνεύματα ἐνσαρκοῦνται καὶ τὸ ἀνθρώπινον σπέρμα ἐνέχει πνευματικὰς δυνάμεις, πῶς, ἀφοῦ ἐκ τοῦ σπέρματος ἐκπηγάζει ἡ πνευματικὴ δύναμις, εἶναι δυνατὸν ἐν αὐτῷ νὰ ὑφίσταται καὶ ἐνσαρκώμενον Πνεῦμα;
Ὁ ἄνθρῳπος, εἴπομεν, ἐν τῷ σπέρματι αὐτοῦ ἐνέχει Πνευματικὰς δυνάμεις, αἱ ὁποῖαι ἐπολλαπλασίασαν τὸ ἀνθρώπινον γένος. Ἀλλὰ θὰ ἴδωμεν κατωτέρω, αἱ δυνάμεις αὗται εὕρηνται ἐν νηφαλιότητι ἢ λανθανούσει καταστάσει καὶ ἂν ἐν τῷ σπέρματι αὐτῷ ἤθελε ποτὲ ἐνσαρκωθῇ πνεῦμά τι ἀνθρώπινον καὶ οὐχὶ πνεῦμα ἐν ἀναγωγῇ εὑρισκομένου ἀνθρώπου, ἡ πνευματικὴ δύναμις τοῦ σπέρματος ἀπόλλυται ἀφομοιουμένη μὲ τὸ ἐνσαρκούμενον πνεῦμα. Ὥστε εἶναι πιθανὴ ἐνσάρκωσις ἐν τῇ γῇ. Θὰ ἀναπτύξωμεν τὸ ζήτημα αὐτὸ κατωτέρω.
Αἱ θεωρίαι ἡμῶν αὗται, ἂν μὴ καιναί, ἐν τούτοις πολλοὺς θέλουσι φέρει εἰς δίλημμα καὶ πολλοὶ θέλουσιν ἀποδεχθῇ ἢ πολεμήσῃ ταύτας καὶ τὰς ὁποίας θέλομεν ἀποδείξει ὄχι μόνον θεωρητικῶς, ἀλλὰ καὶ πρακτικῶς καὶ πειραματικῶς, εἰ δυνατόν.
Ὁ ἄνθρωπος κυοφορηθεὶς ἐν τῇ μήτρᾳ τῆς μητρὸς αὐτοῦ ἐπὶ ἐννέα ἀκριβῶς ἢ ὀλιγωτέρους μῆνας, ἀπαλλασσόμενος τοῦ περικυκλοῦντος αὐτὸν κλοιοῦ, μόλις ἐξέλθη ἀμέσως ἐκδηλοῖ τὰς ζωϊκὰς αὐτοῦ ἰδιότητας.
Οἱ θετικοὶ ἐπιστήμονες λέγουσιν, ὅτι ἡ ἐν ἐνεργείᾳ ὕλη εὑρίσκεται ἐν ἡμιενεργείᾳ ἐν τῷ βρέφει. Ὁ ἄνθρωπος πράγματι, διατὶ μόλις γεννηθῇ δὲν ἐκδηλοῖ τὰς πνευματικὰς αὐτοῦ δυνάμεις καὶ ἰδιότητας; Ὁ ἄνθρωπος ὡς τὸ τελειότερον πάντων τῶν ζωϊκῶν ὄντων, καθίσταται τὸ τελειότερον πάντων τῶν ἐν τῇ γῇ ὄντων, γεννᾶται τὸ ἀτελέστερον πάντων; Τίς δύναται ν’ ἀρνηθῇ ὅτι ὅλα τὰ ζῶα, ὅταν γεννῶνται, δὲν εἶναι τελειότερα ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον; Οὐδείς. Τὰ ζῶα ὅταν γεννηθῶσιν, ἀκολουθοῦσι τὴν μητέρα των, τρέχουν, πηδοῦν, παίζουν καὶ τρώγουν πολλάκις καὶ τροφὴν ἐκτὸς τῆς παρεχομένης ὑπὸ τῆς μητρός των.
Ὁ ἄνθρωπος γεννᾶται τόσον ἀτελής, ὥστε καὶ τὴν μητέρα του ἀκόμη δὲν ἀναγνωρίζει καὶ τὸν τόπον τῆς γεννήσεως του οὐδόλως μεταλλάσσει, ἐὰν πρὸς τοῦτο δὲν μετακινηθῇ ὑπὸ τῶν οἰκείων του. Ἐὰν βεβαίως ἡ ὑλικὴ ὑπόστασις τοῦ ἀνθρώπου ἦτο τελεία ἐνεργὸς ὕλη μόνον, ἔδει τότε ὁ ἄνθρωπος μόλις γεννηθῇ νὰ ἐκδηλώσῃ τὴν ἀνωτάτην τῆς ὑλικῆς αὐτοῦ ὑποστάσεως αὐτενέργειαν. Πῶς τὸ ἀτελὲς ζῶον ἐν εὐτελεστέρᾳ ἐνεργείᾳ διατελοῦν ἐκδηλοῖ ἀμέσως τ’ ἀνωτέρω ἀναφερθέντα, ὁ δὲ ἄνθρωπος ἀδυνατεῖ νὰ πράξῃ τοῦτο;
Σεῖς οἱ μεγάλοι σοφοὶ καὶ ἐπιστήμονες θετικισταί, εἴπατέ μας διατὶ ἡ ἀντιστροφὴ αὐτὴ τῶν ὅρων; Τὸ ζῶον μόλις γεννᾶται ἔχει τὰς αὐτὰς περίπου ἱκανότητας μὲ τῶν ἐν ἐνηλικιώσει. Δύναταί τις νὰ εἴπῃ, ὅτι μικρότερον εἶναι καὶ εὐφυέστερον τὸ ζῶον. Διατί, ἐνῶ ταῦτα ἔπρεπε νὰ εἶναι ἀτελέστερα εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἀτελέστερος; Τοῦτο καὶ μόνον ἀποτελεῖ ἀπόδειξιν ὅτι τὸ Πνεῦμα ὑφίσταται ἐν τῷ ἀνθρώπῳ καὶ ὅτι δὲν εἶναι ἐνεργὸς ὕλη, διότι, ἐὰν ἦτο τοιαύτη θὰ ἐξεδηλοῦτο ἀμέσως, ὅπως καὶ τῶν ζώων, Θείᾳ καὶ τοῦτο Επινοίᾳ, ἵνα ἀποδειχθῇ ὅτι ὁ ἄνθρωπος γεννώμενος τὸ ἀτελέστερον ζωϊκὸν ὄν, καθίσταται ἀνώτερον πάσης ζωϊκῆς παραγωγῆς, χωρὶς ν’ ἀκολουθῇ τοὺς νόμους της, ἀλλ’ ὑπόκειται εἰς τὴν ἀνωτέραν, τῆς πόρρω ἀπεχούσης ὑλικῆς ἐνεργείας, ὑπόστασιν μὲ πρόοδον ἁλματικῶς αὐξάνουσαν μέχρι τοῦ θανάτου του.
Παρατηροῦμεν πολλὰ ἐν τῇ ζωῇ τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἄνθρωπος οὔτε τὸν πατέρα αὐτοῦ, οὔτε καὶ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ ἀπαρνεῖται, πολλάκις δὲ καὶ τὰ ἤθη καὶ τὰ ἐθιμα τῶν προπατόρων του. Διατὶ ἡ κτυπητὴ αὐτὴ διαφορά; Διὸτι τὸ ἐν τῷ ἀνθρώπῳ Πνεῦμα ἔχει ἰδιότητᾳς ὅλως διόλου διαφερούσας ἀπὸ τὰς σωματικὰς τοιαύτας. Ἐν πρώτοις ὁ ἐνέχων τὸ Πνεῦμα ἄνθρωπος ἔχει ὡς μάρτυρα τὴν ἐλπίδα τῆς πίστεώς του εἰς τὴν ἰδέαν τῆς ὑπάρξεώς του ἀφ’ ἑνὸς και τῆς μετὰ θάνατον αὐτοτελείας του, ἰδιότητας ποὺ εἶναι ἀδύνατον νὰ ἐκδηλοῦν αἱ ὑλικαὶ ἐνέργειαι.
Ὁ ἄνθρωπος καὶ μέχρι τῆς τελευταίας αὐτοῦ στιγμῆς ἐλπίζει. Ἐλπίζει διὰ τὴν πνευματικὴν αὐτοῦ δρᾶσιν ἐπὶ τῆς γῆς, ἐλπίζει διὰ τὴν μετὰ θάνατον ζωήν. Τίς ἄνθρωπος φονεύει τὸν πλησίον του καὶ δὲν μετανοεῖ καὶ ἀναρίθμητα ἄλλα τοιαῦτα παραδείγματα;
Οἱ θετικοφρονοῦντες ἀποδίδουσι τοῦτο εἰς τὸν φόβον τῆς ἀνταποδόσεως καὶ τοῦ ἀπειλοῦντος αὐτὸν ἀγνώστου. Ἀλλ’ ἐρωτῶμεν τούτους: Πιστεύετε ὅτι ὁ ἄνθρωπος, ὅσον και ἂν ἀπιστῇ, δὲν τύπτεται ὑπὸ τοῦ συνειδότος, τὸ ὁποῖον εἶναι ἑτέρα ἀπόδειξις τοῦ πνεύματος καὶ δὲν συνέχεται πάντοτε ὑπὸ τῆς ἀμφιβολίας;
Πιστεύετε σεῖς οἱ ἀποδίδοντες τὴν πνευματικὴν ἐκδήλωσιν τοῦ ἀνθρώπου εἰς τὴν ἐνέργειαν τῆς ὑλικῆς τοῦ σώματός του διασκευῆς, ὅτι μετὰ τὸν θάνατον τοῦ ἀνθρώπου δέν ὑφίσταται πλέον οὐδεμία ἐκδήλωσις τῆς νοητικῆς αὐτοῦ δυνάμεως καὶ τοῦτο πιστεύοντες δὲν ἀμφιβάλλετε; Ἀτενίζοντες δὲ πρὸς τὸν Οὐρανόν, πρὸς τὸ ἄτερμον τοῦτο περιβάλλον, τὸ ὁποῖον διανοίγεται πρὸ ὑμῶν καὶ ἐξετάζοντες πᾶσαν διαπαραγωγὴν καὶ διαβλέποντες ὅτι οὐδεμία παραγωγικότης ἀποσυντιθεμένη ἀπόλλυται, δὲν γεννᾶται ἐν ὑμῖν ἡ ἀμφιβολία ὅτι δέν ἀπόλλυται καὶ ἡ δύναμις, ἡ ἐν τῷ ἀνθρωπίνῳ σώματι ὑφισταμένη;
Ἀποβλέποντες δὲ ἐν ὑμῖν τέλειόν τι ὄν, ὂν ἀνώτερον πάσης ὑλικῆς ἢ φυσικῆς ἐκδηλώσεως, ὂν τὸ ὁποῖον λειτουργεῖ, ὅπως καὶ αὐτὴ ἡ Δύναμις, ἡ διαμορφοῦσα τὸ Σύμπαν, δὲν λέγετε ποτέ, δὲν σᾶς γεννᾶται ἡ ἀπορία καὶ νὰ εἴπητε, ἀφοῦ δὲν ἀπόλλυται συστατικόν τι ἄψυχον τῆς φύσεως, πῶς ἡ πνευματικὴ ζωὴ ὑμῶν καὶ ὑπόστασις ἀπόλλυται; Ἐκτὸς ὅμως τῶν ἀμφιβολιῶν, τὰς ὁποίας ἔχετε, δὲν ἔχετε καὶ μίαν εἰσέτι ἀπορίαν; Ὁ ἄνθρωπος διατὶ νὰ γεννηθῇ καὶ γεννώμενος εἰς τὸν κόσμον τοῦτον τὸν ὑλικόν, διατὶ νὰ ἐπιθυμῇ νὰ προαχθῇ πνευματικῶς, ἐπιζητῶν ὁπωσδήποτε τὴν πνευματικὴν αὐτοῦ ἀνάδειξιν περισσότερον τῆς ὑλικῆς αὐτοῦ ἐντρυφήσεως ἐν ὑπαρκτοῖς δι’ αὐτὸν ἀγαθοῖς καὶ διατί, ἐνῶ ἀποκτᾶ ὅλα τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ δὲν εὐχαριστεῖται, δὲν ἀρέσκεται, ἀλλ’ ἐπιζητεῖ περισσότερον ἀπὸ αὐτὸ τὴν πνευματικήν του ἀνάδειξιν, τὴν πνευματικὴν ἀνάπτυξιν; Διατὶ δέν καταγίνεται περισσότερον εἰς ἀσχολίας νὰ αὐξάνῃ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, ἀλλὰ καταγίνεται εἰς πνευματικὰς ἀσκήσεις συντελούσας εἰς τὴν εὐρυτέραν τοῦ πνεύματός του ἀνάδειξιν καὶ τελειοποίησιν τῶν ἐφευρέσεών του;
Ἔρχομαι ἐπίκουρος τῶν ἐξεγειρομένων ἐν ὑμῖν ἀμφιβολιῶν καὶ ταύτας θέλω διασκεδάσει διὰ τῶν ἐπιφερομένων πρὸς ἀπόδειξιν τῆς ὑπάρξεως τοῦ πνεύματος θεωριῶν μου. Ὄχι μόνον δὲ τοῦτο ἀπέδειξα, ἀλλὰ καὶ διὰ μέσων πειραματικῶν ἤδη θέλω ἀποδείξει καὶ διὰ τῆς ἠθικῆς λεγομένης διδασκαλίας τὴν ὕπαρξιν τοῦ πνεύματος μετὰ θάνατον.
Ὁ ἄνθρωπος ἐρχόμενος εἰς τὸν κόσμον τὸν γήϊνον, ἀκολουθεῖ ἕνα κλάδον, ἀναλόγως τῆς κοινωνικῆς αὐτοῦ θέσεως, τῆς οἰκογενειακῆς αὐτοῦ ἀναδείξεως, ἀναλόγως τέλος τῆς πνευματικῆς αὐτοῦ διαπλάσεως ἢ δυνάμεως. Ὁ ἄνθρωπος, ἐνῶ προσπαθεῖ ν’ ἀπολαύσῃ τῶν ὑπαρκτῶν αὐτοῦ ἀγαθῶν, ζητεῖ, ὡς εἴπομεν, καὶ ἀνωτέρῳ, ν’ ἀναπτύξῃ καὶ τὸ Πνεῦμα του, ν’ ἀφήσῃ τὴν ἀνάπτυξιν αὐτὴν καὶ εἰς τοὺς ἀπογόνους του, οἱ δὲ ἀπόγονοί του οἱ γεννώμενοι ν’ ἀποβῶσι τελειότεροι εἰς πνευματικὰς μέ αὐτὸν παραλλαγάς.
Ἐρωτῶ πάντας ὑμᾶς τοὺς ὑλοφρονοῦντας ἐπιστήμονας, διατὶ ὁ ἄνθρωπος νὰ ἐγκαταλείπῃ συγγράμματα, διατὶ ν’ ἀνακύπτῃ τὸ Πνεῦμα του, διατὶ νὰ ἐγκαταλείπῃ ἐφευρέσεις καὶ διατὶ νὰ μὴν ἀσχολῆται μᾶλλον εἰς εὐόδωσιν τῶν σωματικῶν του ἀπαιτήσεων, ἀφοῦ μάλιστα οὐδὲν ἔχει ν’ ἀποκτήσῃ μετὰ θάνατον, ἀφοῦ ἡ ὑπόστασίς του ἐξαλείφεται μετὰ θάνατον, ἢ ἀποβαίνει ὕλη ἐν λανθανούσῃ καταστάσει εὑρισκομένη, τουτέστιν ἄψυχος ὕλη οὐδὲν τὸ αἰσθητικὸν καὶ νοητικὸν ἀποφέρουσα;
Οἱ ἐπιστήμονες, οἱ θέλοντες νὰ μεταδώσωσι τὰ ζείδωρα αὐτῶν φῶτα, καλλίτερον ἂς διδαχθῶσι πρῶτον πρὶν ἢ μεταδώσωσιν αὐτὰ ὅτι ὀφείλουσι νὰ ἐπιμεληθῶσι τῆς σωματικῆς αὐτῶν ὑποστάσεως, νὰ ριφθῶσι δηλαδὴ εἰς κορεσμὸν τῶν σαρκικῶν ἀπαιτήσεών των, ἀφοῦ μετὰ τὴν τελευτὴν τοῦ σώματός των θ’ ἀπωλεσθῶσιν ἐν τῇ ὑλικῇ ἀποσυνθέσει των.
Διατὶ νὰ προσπαθῆτε ν’ ἀσχολῆσθε εἰς πνευματικὰς ἀσκήσεις, διατὶ νὰ χάνετε τὸν πολύτιμον καιρόν σας εἰς λὺσιν τόσων ἀνεξηγήτων πραγμάτων, τὰ ὁποῖα βεβαίως ἀδύνατον νὰ ὑποπέσωσιν εἰς τὴν ὑλικὴν ὑμῶν ὑπόστασιν, διατὶ νὰ κουράζετε ἀδίκως τὸ πνεῦμα σας εἰς τὴν ὕπαρξιν τοῦ ὁποίου δὲν πιστεύετε, ἐνῶ τὸν πολύτιμον αὐτὸν χρόνον, ποὺ χάνετε εἰς αὐτὰς τὰς ἀσχολίας, τὴν παιδείαν, θὰ δύνασθε ν’ ἀσχολῆσθε μὲ τὴν ἐξάσκησιν τῶν σωματικῶν σας ἀπολαυῶν πρὸς τέρψιν καὶ ἡδονὴν τοῦ σώματός σας, ἀφοῦ μάλιστα τοῦτο θ’ ἀποσυντεθῇ καὶ ἀφοῦ ἡ ἀπόλαυσις αὐτὴ δὲν θὰ διαρκέσῃ ἐπὶ πολύ;
Διὰ ποῖον λόγον νὰ ἐπιζητῆτε νὰ μάθητε, ἂν ὁ πλανήτης Α κατοικεῖται ἢ πόσον ἀπέχει ὁ πλανήτης Β ἀπὸ τὸν πλανήτη Γ, ἢ διατὶ νὰ κουράζεσθε τόσον μὲ τὴν μελέτην τόσων ἀνουσίων πραγμάτων, τὰ ὁποῖα τίποτε δὲν ἤθελον ὠφελήσει τὸν ἄνθρωπον τὸν ἀπόγονόν σας, εἰς ὃν μεταδίδετε τὰς γνώσεις σας αὐτάς, ἀφοῦ εἰς ὑμᾶς, ὅπως καὶ εἰς αὐτόν, δὲν ὠφελεῖ ἡ πνευματικὴ ἀνάπτυξις καὶ ἀφοῦ σεῖς δὲν θὰ ὑπάρχετε ν’ ἀπολαμβάνετε τῶν κόπων σας αὐτῶν; Τί θὰ ὠφεληθῆτε, ἂν γίνετε κάτοχοι πάσης ἐπιστήμης καὶ σοφοὶ τῶν σοφῶν, ἀφοῦ ἡμέραν τινὰ θὰ ἀποθάνητε, θ’ ἀποσυντεθῆτε καὶ οὐδὲν θὰ συνεπιφέρητε μεθ’ ὑμῶν;
Ταλαίπωροι ἄνθρωποι, πόσον σᾶς λυποῦμαι… Καταναλίσκετε τὸν καιρόν σας εἰς ἀνούσια πράγματα, εἰς ἀσκήσεις πνευματικὰς, αἱ ὁποῖαι ἐξασθενοῦσι τὴν σωματικήν σας διάπλασιν, ἀντὶ νὰ ἐντρυφήσητε εἰς τὰς σωματικὰς ἀπολαύσεις καὶ ἡδονάς.
Προσπαθήσατε ἄνθρωποι νὰ εὕρητε τελειοτέρας εἰς τὸ εἶδος των σωματικὰς ἀπαιτήσεις, προσπαθήσατε ν’ ἀναπτύξητε τὰς σωματικάς σας ἡδονὰς καὶ ἀπαιτήσεις, προσπαθήσατε νὰ καταστήσητε μᾶλλον τρυφηλὸν τὸν βίον σας ἐπὶ τῆς γῆς, ἀφοῦ ἡ ἐπ’ αὐτῆς ζωή σας εἶναι τόσον ὀλιγοχρόνιος, ἀφοῦ μετὰ θάνατον πλέον οὐδὲν θέλετε αἰσθανθῇ, οὐδὲν θέλει σᾶς ἀναμένει, ἀφοῦ ἀπαρτίζεσθε ἀπὸ τῆς ἐνεργοῦς τῆς φύσεως ὕλης, ἡ ὁποία, λέγετε, μετὰ τὸν θάνατόν σας καθίσταται ἐνεργὸς λανθάνουσα τουτέστιν ἄσβεστος, φωσφόρον, ἄζωτον, ὀξυγόνον, ὑδρογόνον κλπ;
Τί σᾶς ἐνδιαφέρει, ἂν ὁ εἷς εἶναι πλούσιος ἢ ὁ ἕτερος πτωχός; Προσπαθήσατε νὰ γίνητε ὅμοιοι διὰ νὰ ζήσητε ἀνετώτερον διὰ νὰ ἀπολαύσητε ἐν ἀνέσει τὰς σωματικὰς ἡδονάς, τὰς ὁποίας ὀφείλετε ν’ ἀναδείξητε πρὸς εὑρυτέραν τέρψιν τοῦ ὀλιγοχρονίου βίου σας. Ἐὰν ἐγεννήθητε ὑπὸ γονέων πτωχῶν, οἱ ὁποῖοι οὐδὲν ὑλικὸν ἀγαθὸν ἐγκατέλειψαν εἰς ὑμᾶς, ἀντὶ νὰ προσπαθῆτε διὰ τοῦ ἱδρῶτος σας ν’ ἀποκτήσητε περιουσίαν ἢ ἐντρύφησιν ὑλικήν, φονεύσατε τὸν πλούσιον, φονεύσατε τὸν πλησίον σας, τὸν ἀδελφό σας, τὴν μητέρα σας, ὅσους τέλος δυνηθῆτε περισσοτέρους, ἀποκτῶντες τὰ μέσα, τὰ ὁποῖα θὰ ἁρπάσητε ἀπ’ αὐτοὺς διὰ νὰ ἀπολαύσητε σεῖς.
Τίς ἡ ἀνάγκη τῆς ἐργασίας, τοῦ κόπου, ἀφοῦ δύνασθε ν’ ἀποκτήσητε περισσότερα διὰ τῆς ἁρπαγῆς καὶ τοῦ φόνου; Μήπως θὰ ζῆτε μετὰ θάνατον, μήπως ὑπάρχει Θεός, μήπως ὑπάρχει Πνεῦμα, Ψυχή, ἀνταπόδοσις μετὰ θάνατον, μετὰ τὴν ἀποσύνθεσιν τοῦ σώματός σας; Ὄχι. Δὲν ὑπάρχει τίποτε. Τὸ σῶμα σας διαιωνίζεται, ὡς λέγετε, ἀποσυντιθέμενον εἰς τὰ φυτὰ καὶ τὰ ζῶα ἢ εἰς τὴν φύσιν, μεταβάλλεσθε εἰς λανθάνουσαν ἐνέργειαν, ὕλην τουτέστιν ἄψυχον, μὴ αἰσθανομένην.
Ἀφοῦ, λοιπόν, δὲν θὰ αἰσθάνεσθε, διατὶ θέλετε νὰ ἀφήσητε ἔργα πνευματικὰ εἰς τοὺς ἀπογόνους σας, διατὶ θέλετε νὰ καλλιεργηθῆτε καὶ ἀναπτύξητε τὸ πνεῦμα σας, ἀφοῦ τοῦτο δὲν ὑφίσταται, ἀφοῦ ἡ ἀνάπτυξίς του δὲν διατηρεῖται, ἀφοῦ ἀπόλλυται ἐν τῇ φύσει; Διατὶ νὰ κοπιάζωσιν οἱ ἄνθρωποι εἰς τόσα πράγματα ἀνούσια καὶ δὲν ἀσχολοῦνται μὲ τὰς ὑλικὰς ἀπολαυὰς ἀποκλειστικῶς;
Ἰδού, λοιπόν, διδασκόμενός τις, ὑπὸ θετικιστοῦ δοκισισοφοῦντος σοφοῦ, ποῦ δύναται νὰ καταλήξῃ… Ἰδοὺ ἡ δῆθεν θετικὴ ἐπιστήμη ποῦ στηρίζεται, τί φέρει εἰς τὴν ἀνθρωπὸτητα.
Ὦ ἄνθρωποι, σεῖς οἱ μᾶλλον προσκείμενοι πρὸς τὸν θετικισμόν, πρὸς τὰς θετικιστικὰς θεωρίας, διατὶ δὲν δίδετε χεῖρα βοηθείας εἰς τοὺς κακουργοῦντας, εἰς τοὺς διαταράττοντας τὴν ἥσυχον διαβίωσιν τῶν ἀνθρώπων, διατὶ θέλετε νὰ τιμωρῆτε αὐτούς; Μήπως οὗτοι δὲν ἀπαρτίζουν μίαν ὁμάδα θετικοφρονούντων, ἀφοῦ δὲν τύπτονται ὑπὸ τῆς συνειδήσεώς των, ὅτι μετὰ θάνατον τοῦ σώματός των θὰ ὑποστῶσι τιμωρίαν τινά;
Ἐννοεῖτε, λοιπόν, ἂνθρωποι, ὅτι ἐν τῇ ἰδιότητι οὐχὶ τῆς σωματικῆς διαπλάσεως καὶ τῆς ἐνεργοῦς ὑλικῆς σας ὑποστάσεως, ἀλλ’ ἐν τῷ Πνεύματί σας ἐνυπάρχει ἡ ἠθική, ἡ ὁποία καὶ ὑμᾶς αὐτοὺς τοὺς θετικοφρονούντας ἀναχαιτίζει, παρ’ ὅλην τὴν ἀπόκρουσίν σας καὶ σᾶς ὠθεῖ πρὸς τὴν ὁδόν, τὴν ὁποίαν δέν θ’ ἀκολουθῆτε τηροῦντες τὰς πνευματικὰς θεωρίας, αἱ ὁποῖαι διδάσκουσιν ὅτι ὁ ἄνθρωπος ὀφείλει ν’ ἀγαπᾶ τὸν πλησίον του, ὀφείλει ν’ ἀκολουθῇ πᾶν ὅ,τι ἡ πνευματικὴ διδασκαλία διδάσκει αὐτῷ καὶ νὰ μὴν ἀκολουθῇ τὰς σωματικὰς ἀπαιτήσεις του, διότι ἐν αὐτῷ καὶ χωρὶς κἂν τῆς ἐπιγνώσεώς της ἐξεγείρεται ἡ ἠθική, ἡ Ἠθικὴ Δύναμις τοῦ Πνεύματος;
Θετικισταί καὶ ὑλισταί. Θέλετε αἱ διδασκαλίαι ὑμῶν νὰ τελεσφορήσωσιν; Ἀποδεχθῆτε πᾶν ὅ,τι πρὸ ὀλίγου ἐξέθεσα, ἀφήσατε τὴν πνευματικήν σας ἀνάπτυξιν ὡς ἀνουσίαν, ἀφοῦ τίποτε δὲν ἀπομένει καὶ ἐντρυφήσατε ἐπὶ τῆς γῆς κατὰ τὴν ὀλιγοχρόνιον ὕπαρξίν σας.
Διατὶ ὅμως δὲν πράττετε τοῦτο; Διατὶ διδάσκετε ὑλιστικὰς θεωρίας, ἀφ’ ἑνὸς ἀπαρνούμενοι τὴν ὕπαρξιν τοῦ Πνεύματος καὶ ἀφ’ ἑτέρου διδάσκετε ἠθικήν;
Μήπως ἡ ἐνεργὸς ὕλη διδάσκει ἠθικοποίησιν τῶν ὑλικῶν αὐτῆς παραγωγῶν; Μήπως ἡ ὑλική σας ὑπόστασις ἐξεγείρεται διὰ τὴν ἐξάσκησιν τῶν θετικῶν αὐτῶν ἀπαιτήσεων;
Ὄχι. Οὐδὲν τούτων… Ἐν ὑμῖν ἐνυπάρχει τὸ Πνεῦμα, τὸ διέπον τὴν σάρκα κατὰ τὴν ἑαυτοῦ βούλησιν, αὐτῆς καὶ μόνον δεσπόζον, τὸ ὁποῖον πνεῦμα ἔχει ὡς κύριον σκοπὸν τὴν πνευματικὴν ἀνάδειξιν τοῦ ἀνθρώπου, ὡς κύριον μέλημα τὴν ἠθικοποίησιν αὐτοῦ, ἀφοῦ μάλιστα καὶ ὑμᾶς αὐτοὺς τοὺς ὑλιστάς, παρ’ ὅλην τὴν ὑλόφρονα ὑμῶν ἀκολουθίαν, σᾶς ἔχει φρουροὺς τῶν ἠθικῶν αὐτῶν ἀποδοχῶν.
Ἐὰν τὰ παραδείγματα ἡμῶν ταῦτα δὲν σωφρωνήσωσιν ὑμᾶς, δέν συνετίσωσι τὴν ἄλογον ὑμῶν ἐπιμονήν, τότε εἶσθε ἀνάξιοι νὰ καλῆσθε θετικισταί. Διότι ἀφ’ ἑνὸς μὲν διατείνεσθε ὅτι δὲν ὑπάρχει Θεός, Πνεῦμα, μετὰ θάνατον ζωὴ καὶ ἀνταπόδοσις τῶν πράξεων ὑμῶν καὶ ἀφ’ ἑτέρου διδάσκετε ἠθικοποίησιν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.
Σύμφωνα μὲ τὰς βασικάς σας θεωρίας ὀφείλετε νὰ καταστήσητε τὸν ἄνθρωπον μισαρόν, ἐκδικητικόν, φονέα, ἄτιμον, ἀνθρωποκτόνον καὶ πᾶν ὅ,τι ἡ ἀνθρώπινος ἀντίληψις δύναται νὰ συμπεριλάβῃ ἐν τῇ πράξει τῆς κακίας καὶ μισαρότητος. Μὴ πράττοντες τοῦτο ἐν ἐπιγνώσει καὶ τοῦτο ἀποτελεῖ ἀκόμη ἀπόδειξιν τῆς ἐν ἀγνοίᾳ σας ἐκδηλώσεως τῆς ἠθικῆς τοῦ πνεύματός σας ὑποστάσεως καὶ σᾶς ἀποκαλεῖ δικαιότατα διαστρεβλωτὰς τῆς Ἀληθείας, ἀνθρωποκτόνους, Θεοκτόνους τῆς Ὑπερτελείας ἐν τῷ Σύμπαντι Δημιουργικῆς Δυνάμεως, ἀναξίους τῆς ἀνθρωπίνης διαπλάσεως καὶ τέλος μὴ φέροντας λογικὴν καὶ σκέψιν.
Πάντες δὲ οἱ λοιποὶ ἀκολουθοῦντες τὴν Διδασκαλίαν Μου, ἂς ἀνακύψητε ἐκ τοῦ ληθάργου τῶν ὑλιστικῶν θεωριῶν καὶ ἀναπέμποντες τὴν ἐνδόμυχον πρὸς τὸν Μέγα τοῦ Κόσμου Ἀναμορφωτὴν καὶ Φωτοδότην Θεὸν δέῃσίν σας, εὐχαριστοῦντες Αὐτόν, διότι ἠξίωσε ὑμᾶς ν’ ἀκολουθήσητε τὴν εὐθεῖαν ὁδὸν τῶν Εὐαγγελικῶν Αὐτοῦ Ρήσεων, ἀκολουθοῦντες τὴν Διδασκαλίαν Μου, ἐμβατεύοντες ἐν τοῖς διδάγμασί Μου τούτοις τὴν ψυχὴν ὑμῶν, σωφρονιζόμενοι ἀκολουθήσατε τὴν ὁδόν, ἣν μέλλει διαχαρᾶξαι τὸ Πνεῦμα Μου.
Ὁ ἄνθρωπος, ὡς ἐκ τῆς Πνευματικῆς αὐτοῦ Ὀντὸτητος, ὡς κατέχων ἐν ἑαυτῷ τὴν Ἀνωτάτην παντὸς ὑλικοῦ δύναμιν, ὀφείλει νὰ μεριμνήσῃ περὶ τῆς πνευματικῆς αὐτοῦ ἀναπτύξεως καὶ καλλιεργείας περισσότερον ἀπὸ τῆς σωματικῆς του ἀναδείξεως καὶ διαπλάσεως. Ἂν ὁ ἄνθρωπος μεριμνᾷ καὶ τυρβάζῃ μόνον ἐν τῇ ὕλῃ, ἂν ὁ ἄνθρωπος φροντίζῃ πῶς νὰ ἐπαναπαυθῇ περισσότερον, πῶς νὰ εὐημερήσῃ, πῶς ν’ ἀποκτήσῃ ἀνετώτερον βίον, θὰ ἔλθῃ στιγμή, καθ’ ἣν τὴν μὲν θησαύρισιν τῶν ἐπιγείων ἀγαθῶν θέλει ἀφήσει εἰς κληρονόμους, οἱ ὁποῖοι ἴσως ἀκολουθήσωσιν ἐναντίαν ὁδὸν κατασπαταλῶντες πᾶν ὅ,τι ὁ πατὴρ αὐτῶν κλέπτων καὶ ἀδικῶν ἐθησαύρι σεν, τὴν δὲ επίσης σωματικὴν εὐτροφίαν θέλει ἐγκαταλείψει ἐν τῇ γῇ, ἐν ᾗ σκώληκες κατοικοῦσι, ἀπορροφῶντες καὶ ἐκμυζῶντες τὸ σῶμα ἐκεῖνο τὸ εὐθελές, τὸ καλλίμορφον, τὸ ὁποῖον ἐπὶ τόσον καιρὸν ἐκαλλωπίζετο, ἀδιαφοροῦντες πρὸς τὴν πνευματικήν των καλλιέργειαν, ἡ ὁποία καὶ μόνη εἶναι ἡ ἀκολουθοῦσα ὑμᾶς, μὲ τὰς ἀτελείας τὰς ὁποίας κατὰ τὴν ἐν τῇ γῇ διαβίωσίν σας ἀπεκτήσατε.
Οὐδείς, λοιπόν, ἄνθρωπος δύναται ν’ ἀποφύγῃ τὸν φυσικὸν τοῦτον νόμον καὶ ἀπαράγραπτον, ὁ ὁποῖος καὶ ἐτάχθη ὡς φρουρὸς τῆς προόδου τῆς ἀνθρωπίνης ἀναπτύξεως.
Ἄνθρωποι, ὅσοι πιστεύετε εἰς τὴν Ἀθανασίαν τῆς Ψυχῆς καὶ τοῦ Πνεύματός σας καὶ πάντες οἱ ἀπαρνούμενοι οὐ μόνον τὴν ὕπαρξιν αὐτοῦ, ἀλλὰ καὶ αὐτὸν τὸν Δημιουργὸν πάσης παραγωγῆς καὶ ὀντότητος, ἐμβλέψατε εἰς τὸ Ἄπειρον, τὸ ὁποῖον διανοίγεται ἔμπροσθέν σας ἄτερμον. Ἂν ἡ φαντασία σας, τὰ μέσα τὰ ὁποῖα διαθέτετε κατορθώσωσι νὰ διασχίσωσι τὰς ἀπροσπελάστους αὐτοῦ ἀποστάσεις κατὰ τοσοῦτον καὶ ὑμεῖς χωλαίνοντες ἀπὸ βῆμα εἰς βῆμα καὶ ἱστάμενοι ἀνὰ πᾶσαν Νέαν ἀναγέννησιν, ὅπως βελτιώσητε τὴν ἀπ’ ἀρχῆς ὀπισθοδρόμησιν τοῦ Πνεύματός σας, θὰ δυνηθῆτε νὰ φθάσητε εἰς τὸ τέρμα τοῦ προορισμοῦ σας.
Ἀσχοληθῆτε μετὰ περισσοτέρας ζέσεως εἰς τὴν ἀνάδειξιν τῶν πνευματικῶν σας ἀρετῶν, κατορθώσατε ἀφ’ ἑνὸς μὲν ν’ ἀναδείξητε τὸ Πνεῦμα σας ἀπόφορον πάσης Ἀρετῆς και Εὐαγγελικῆς Διδασκαλίας, ἀφ’ ἑτέρου δὲ καταπνίξατε τὰς σωματικάς σας ἀπαιτήσεις καὶ ὀρέξεις, τὰς πάντοτε κακὸν ἀποδιδούσας.
Ἄνθρωποι, δέν πρόκειται πλέον περὶ Αἰωνίου καταδίκης. Δέν πρόκειται περί σωματικῆς τινος τιμωρίας. Πρόκειται αὐστηρῶς περὶ ψυχικῆς τιμωρίας, πρὸς τὴν ὁποίαν δὲν ἐξισοῦνται καὶ αἱ φρικωδέστεραι βάσανοι τῆς «Κολάσεως».
Ποσάκις ἡ ψυχὴ ὑμῶν πάσχει; Ποσάκις ἡ ψυχὴ ὑμῶν βλέπουσα τὴν δυστυχίαν της ἢ τὴν εὐτυχίαν τῶν ἄλλων δὲν ἐπιζητεῖ τὸν θάνατον; Πολλάκις τὸ ψυχικόν σας μαρτύριον ὑπερβαίνει καὶ τὰς πληγὰς τοῦ σώματος.
Ὅταν εἶσθε κεκλεισμένοι ἐντὸς φρουρίου τινὸς καὶ πάσχετε σωματικῶς, ὑπὸ πείνης καὶ δίψης τυραννεῖσθε ὑπὸ τῶν ἐγκλεισάντων ὑμᾶς, ὑποφέρετε ταῦτα μετ’ ἀπαραδειγματίστου θάρρους. Ἀλλ’ ὅταν παρουσιάζουν τὰ τέκνα καὶ τὴν σύζυγον ὑμῶν πρὸ τῶν ὀμμάτων σας ἀτιμάζοντες καὶ κρεουργοῦντες ταῦτα, τὸ μαρτύριον τὸ ψυχικόν, τὸ ὁποῖον θὰ ὑφίστασθε κατ’ ἐκείνην τὴν ὥραν, θὰ εἶναι φρικωδέστερον χιλίων βασάνων σωματικῶν, χιλίων κολάσεων.
Ναὶ ἀγαπητοί μου ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι μεριμνᾶτε μόνον περὶ τῆς ὑλικῆς ὑμῶν διαβιώσεως ἐπὶ τῆς γῆς, ναὶ ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, οἱ ὁποῖοι προορίζεσθε ὑπὸ τοῦ Ἀγαθωτάτου τῶν Πατέρων εἰς τὴν Δόξαν τὴν ὁποίαν παραβλέποντες ἀπαρνεῖσθε.
Προσπαθήσατε δι’ ὅλων ὑμῶν τῶν δυνάμεων ν’ ἀναδειχθῆτε πνευματικῶς, διότι ἡ πνευματικὴ ἀνάδειξίς σας ἐπί τῆς γῆς θὰ συντελέσῃ εἰς τὴν πνευματικήν σας ἀναγωγὴν ἐν ἅπαντι τῷ αἰῶνι, ἐν μέλλοντι. Ὅπως ὁ τυφλὸς ὁ ἐπιθυμῶν νὰ ἴδῃ τὸν ἥλιον καὶ ζηλεύων τοὺς ὁρῶντας τὴν λάμψιν αὐτοῦ, οὕτω καὶ ὁ πονηρὸς ἄνθρωπος, βλέπων τὴν μεγάλην τῶν ὁμοίων του Πνευμάτων πρόοδον μετὰ θάνατον ἐπιζητεῖ νὰ τοὺς φθάσῃ ἀλλ’ ἡ μεγάλη αὐτοῦ πρὸς τὰ ὑλικὰ προσήλωσις τὸν ἔχει καθηλωμένον, μὴ δυνάμενος νὰ φθάσῃ τὸ μέγα ὕψος τοῦ ἐν δόξῃ βαδίζοντος ἀδελφοῦ αὐτοῦ.
Εἶναι δυνατὸν νὰ ἐξισωθῇ βάσανός τις τοῦ σώματος μὲ τὴν βάσανον καὶ τὸ μαρτύριον τῆς ψυχῆς; Εἶναι δυνατὸν ὁ ἐν διαρκεῖ σκότει εὑρισκόμενος νὰ προτιμᾷ τὸ διαρκὲς σκότος ἀπὸ βάσανόν τινα σωματικήν; Ὄχι, μυριάκις ὄχι. Ὅσοι ποτὲ ᾐσθάνθησαν τὸ ψυχικὸν μαρτύριον, τὴν ψυχικὴν ὀδύνην, αὐτοὶ μόνον δύνανται νὰ παραβάλλουν ταύτην μὲ τὴν ψυχικὴν ἀλγηδόνα.
Ἄνθρωποι, σεῖς τῶν ὁποίων ὁ προορισμὸς εἶναι μέγας, σεῖς τῶν ὁποίων ἡ δόξα μέλλει νὰ διασχίσῃ τὰ ἀπέραντα τοῦ Απείρου βάθη καὶ νὰ ἀναλάμψῃ ἐν ἅπαντι τῷ αἰῶνι, καταλογίσατε ὅτι τὸ Πνεῦμα Μου ὁμιλεῖ τὴν Ἀλήθειαν. Προσπαθεῖ νὰ σᾶς βελτιώσῃ. Προσπαθεῖ νὰ σᾶς καταδείξῃ τὰ μέσα, δι’ ὧν δύνασθε ἐδῶ πάντες νὰ διανύσητε τὴν πρὸ ὑμῶν διανοιγομένην ἀτέρμονα ὁδόν, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ ὑμᾶς πρὸς τὴν δόξαν ἐκείνην, πρὸς τὴν ὁποίαν δὲν ἐξισοῦται οὕτε ἡ λαμπροτέρα ἐπικράτεια τῆς γῆς.
Ἄνθρωποι ἀναλαμβάνοντες ὡς μέλημα ὑμῶν τὴν ἐν τῇ γῇ ἀνάπτυξιν τῶν ἀρετῶν τοῦ Πνεύματός σας, δίδετε αὐτῷ μεγαλυτέραν τοῦ ἐπὶ γῆς βασιλείου θέσιν, παρέχετε αὐτῷ χωρὶς νὰ τὸ αἰσθάνεσθε, τὴν μεγαλυτέραν ἐν τῷ μέλλοντι ψυχικὴν ἐντρύφησιν, ψυχικὴν ἀγαλλίασιν καὶ εὐτυχίαν.
Πῶς ὅμως ὁ ἄνθρωπος δὲν μεριμνᾷ περὶ τῆς πνευματικῆς αὐτοῦ ἀναδείξεως, ἀλλὰ προσηλοῦται ἔτι μᾶλλον πρὸς θησαύρισιν ἐπιγείων ἀγαθῶν, πρὸς ἀπόκτησιν ἐφημέρου δόξης καὶ ἀπολαύσεως; Ἡ σωματική του παροδικὴ στέρησις ἐξισοῦται μὲ τὴν πνευματικὴν ἐν τῷ μέλλοντι ἀπόλαυσιν; Ὄχι. Ἐν τῷ κόσμῳ, λοιπόν, τούτῳ, ἐν τῷ ὁποίῳ κυριαρχεῖ ἡ ἀκολασία καὶ ἡ σωματικὴ μόνον ἀπόλαυσις, πᾶς τις Ἄρχων αὐτοῦ θὰ τὸν κατασυνέτριβε. Ὁ Θεὸς ὅμως πᾶν ὅ,τι ἐποίησε, πρὸς τὸ καλὸν πάντοτε παρήγαγε, ἀδύνατον νὰ ἀφήσῃ ἐν τῇ αἰωνίᾳ καταδίκῃ, ἐν τῇ αἰωνίᾳ σκοτίᾳ τὰ πνεύματα τῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι παρεκκλίναντες τῆς εὐθείας ὁδοῦ παρημέλησαν τὴν πνευματικὴν αὐτῶν ἀνάδειξιν εἰς ἀρετάς, προτιμήσαντες τὴν φθαρτὴν ἐπίγειον ἀπόλαυσιν καὶ ἀπολαβήν.
Διὰ τοῦτο τοὺς μὲν κακοὺς ἀνθρώπους ἀφήνει ἐλευθέρους νὰ πράττωσι τὸ κακόν, ὅπως ἐλεύθερα ἀφήνει καὶ τὰ πνεύματά των νὰ ὑφίστανται τὸ ψυχικόν των μαρτύριον. Ναί, δὲν πρόκειται μετὰ θάνατον ὁ ἄνθρωπος νὰ ὑποφέρῃ αἰωνίας βασάνους, κολάσεις, ἀλλὰ μαρτύριον κολάσεως ψυχικῆς.
Ὅπως ὁ ἄνθρωπος θὰ ἐπροτίμα χιλίας θανατηφόρους πληγὰς νὰ ἐλάμβανεν ἐν τῷ σώματί του, παρὰ τὸ ἠθικὸν καὶ ψυχικὸν μαρτύριόν του, οὕτω καὶ ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἐγκαταλείπει τὸ σῶμα του, τὸ ὁποῖον παρώθησεν αὐτόν, ὡς ἐκ τῆς ἀτελείας του, εἰς τὴν ἀδικίαν καὶ τὸ ἔγκλημα, τοῦτο λέγω, θὰ ἐπροτίμα χιλιάκις βασάνους κολάσεως πυρὸς ἢ μαρτύριον ψυχικὸν τουτέστιν αἰώνιον σκότος, αἰωνίαν τύψιν, αἰωνίαν ψυχικὴν ὀδύνην, ἐνῶ μακρὰν πολὺ μακρὰν ἀτενίζει τὴν πρόοδον τοῦ ἀδελφοῦ του ἐν Ἀσπέρῳ Φωτί, ἐν λάμψει δόξης και ψυχικῆς ἐντρυφήσεως, τὸ Πνεῦμα, ἐπιφερόμενον πρὸς τὸν μεγάλον αὐτοῦ προορισμόν, ὃν ὁ Πανάγαθος Πατὴρ καὶ Δημιουργὸς τῷ προώρισεν.
Πιστεύοντες ὅμως εἰς τὴν αἰωνίαν κόλασιν, οὕτω δηλαδὴ ἐννοοῦντες τὴν Θείαν Δικαιοσύνην, δὲν ἀπεικονίζομεν σκληράν τινα εἱμαρμένην, ἡ ὁποία φαίνεται ἄσπλαγχνος, ἀνάλγητος, σκληρὰ πρὸς τὰ μαρτύρια τῶν ἁμαρτησάντων ἀνθρώπων ἐκ κακοῦ ὑπολογισμοῦ, ἐξ ἀτελείας σωματικῆς, ἐκ δυνάμεως μὴ κατανοουμένης ὑπ’ αὐτοῦ; Ὄχι. Ἡ Ἀνωτάτη Δικαιοσύνη τοῦ Ἀνωτάτου Ὄντος, τοῦ διέποντος τὸ Σύμπαν καὶ τοῖς πᾶσιν παρέχοντος ζωὴν καὶ εὐτυχίαν, οὐδόλως ἤθελεν ὀνομάζεται Θεία Δικαιοσύνη, ἂν ἡ ἀνταπόδοσις τῆς τιμωρίας, ἣν πρὸς παρανομήσαντας πρὸς τοὺς Ἀμεταπτώτους Αὐτοῦ Νόμους ἐπεφυλάσσετο ὅπως καὶ ἡ τῶν ἀνθρώπων.
Ὁ Θεὸς δὲν δύναται ποτὲ νὰ πράξῃ κακόν. Ὁ Θεὸς δὲν τιμωρεῖ, σωφρονίζει. Ὁ Θεὸς δὲν καταστρέφει, διαπλάσσει. Ὅσοι πιστεύουν εἰς τὸν Θεὸν Ἐκδικητὴν τῆς κακίας, ἀπατῶνται. Ὁ Θεὸς λαμβάνει πρόνοιαν διὰ τοὺς ἀδίκους. Τοὺς προάγει εἰς τελειοτέραν βαθμίδα, ἀφοῦ πρῶτον αὐτοὺς παραδειγματίσει. Ἐκ τῶν ὑστέρων δὲ θὰ ἴδωμεν πῶς ὁ Θεὸς ἐπιφυλάσσει καὶ εἰς τοὺς ἀδίκους τὴν δόξαν, ἀφοῦ αὐτοὺς παραδειγματίσῃ, ἀφοῦ αὐτοὺς σωφρονίσῃ.
Ἐδώσαμεν πολλάκις διὰ παραδειγμάτων νὰ ἐννοήσωσιν οἱ ἀκούοντες τὸν λόγον ἡμῶν, ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι Ἀγαθώτατος Πατὴρ πάντων τῶν ὄντων τῶν ἐκπορευθέντων ἐκ τῆς ὑπὸ τοῦ Θείου Λόγου ἐκπηγασάσης Ὑπερυλικῆς ἢ Αἰθερίας ὕλης καὶ τῶν ἐμφυσηθέντων ὑπ’ Αὐτοῦ τοῦ Ἁγίου, τοῦ Θεοῦ Πνεύματος.
Ὁ Ἀνώτατος ὅθεν Ποδηγέτης πάσης ἀνθρωπίνης σταδιοδρομίας καὶ ἀναπτύξεως, ὁ Ἀνώτατος Ἄρχων πάσης Ἀρχῆς καὶ φυσικῆς τῶν ὄντων ἐξελίξεως, ὁ Θεὸς, τὸν ἄνθρωπον τὸν ἐγκαταλειπόντα εἰς τὸ σπέρμα αὐτοῦ τὴν προπατορικὴν ἁμαρτίαν, τουτέστιν τὸν θάνατον, οὐ μόνον διὰ τῆς Ἀνωτάτης Αὐτοῦ Καλοκαγαθίας καὶ Δικαιοσύνης Ἀθάνατον αὐτὸν κατέστησεν, ἀλλὰ καὶ εἰς τοὺς ἁμαρτωλοὺς καταστάντας ἀνθρώπους, ὡς ἐκ τοῦ σπέρματός του ἐξελθόντας, εἰς αὐτοὺς καὶ πάλιν τὴν Βασιλείαν τῆς Δόξης προορίζει, διά τινος φυσικῆς ἀναγωγῆς τοῦ Πνεύματός των.
Ὅσοι δὲ ἐν τῇ γῇ διαβιώσουν ἐναρέτως καὶ ἐν ὁδῷ εὐθυδικίας, οὗτοι θ’ ἀπαλλαγῶσι τοῦ ψυχικοῦ μαρτυρίου καὶ θὰ βαδίσωσι πρὸς τὴν Αἰωνίαν Δόξαν καὶ θὰ πλέωσιν εἰς Ἄπλετον Φῶς, τὸ ὁποῖον θὰ καθίσταται φωτεινότερον, ἐφ’ ὅσον καὶ αἱ βαθμίδες τῆς ἀναγωγῆς τοῦ Πνεύματός των αὐξάνουσιν.
Θὰ εἶσθε ἴσως περίεργοι νὰ γνωρίζητε πῶς ἡ ἀναγωγὴ τῶν πνευμάτων συντελεῖται. Ἓν Πνεῦμα θὰ ζητήσῃ νὰ ἀνέλθῃ εἰς τὴν πρώτην ἐλευθέραν, οὕτως εἰπεῖν βαθμίδα τῆς πνευματικῆς αὐτοῦ ἀναπτύξεως, ἓν Πνεῦμα τὸ ὁποῖον θέλει νὰ ἐπιφωτισθῇ ὑπὸ τῆς Αστειρεύτου τοῦ Ανωτάτου Ὄντος Ἀπαυγαζούσης Δόξης, ὀφείλει κατὰ τὴν ἐν τῇ γῇ διάπλασίν του ν’ ἀκολουθήσῃ τὴν εὐθεῖαν Εὐαγγελικὴν ὁδόν, τὴν ὁδὸν ἐκείνην, ἡ ὁποία οὐδόλως, ἢθελεν ἐπιτρέψει αὐτῷ νὰ κυλίεται ἐν τοῖς ἐγκοσμίοις ὑπαρκτοῖς διὰ τῶν ἐκ τῆς γῆς ἀγαθῶν, ἀλλ’ ἡ ὁποία ἤθελεν ἀναδείξει καὶ προαγάγει τὸ πνεῦμα του εἰς τοιαύτην περιωπήν, εἰς ἣν βεβαίως ἀνῆλθον πάντες οἱ ἀνθρωποδηγέται τοῦ σημερινοῦ πολιτισμοῦ.
Ὁ ἄνθρωπος βεβαίως, ἂς λάβῃ ὑπ’ ὄψει του ὅτι ἐξεταζόμενος ὑπὸ τῆς συνειδήσεως αὐτοῦ, μετὰ θάνατον ὀφείλει νὰ ἀνερευνήσῃ ἐν τῇ ζωῇ, ὄχι ἂν ὑπέπεσεν εἰς σφᾶλμά τι ἢ ἁμάρτημα. Ὄχι ἐὰν ἔβλαψέ τινα ἢ ἠδίκησε τὸν πλησίον του, ἀλλὰ πρῶτον πάντων, ἂν ἠλέησεν αὐτόν. Ἄν προσῆλθεν ἐπίκουρος εἰς τὴν δυστυχίαν αὐτοῦ. Ἄν κατώρθωσε νὰ ἐγκαταλείψῃ εἰς τοὺς πέριξ αὐτοῦ ἀνθρώπους τὴν ἀπεριόριστον αὐτοῦ ἀγάπην, τὴν ἀσύγκριτον αὐτοῦ φιλευσπλαγχνίαν, τὰς ἀνεκτιμήτους αὐτοῦ ἀρετὰς καὶ τέλος ἔργα ἀποβλέποντα πρὸς ἀνάδειξιν οὐχὶ τοῦ ἐαυτοῦ του, ἀλλὰ συμπάσης τῆς ἀνθρωπότητος.
Δυστυχῶς ὅμως ἄνθρωποι τοιοῦτοι δὲν ὑπάρχουσιν ἢ καὶ ἂν ὑπάρχουσιν, εἶναι τόσον σπάνιοι, ὥστε νὰ ἀριθμῶνται ἐν τοῖς δακτύλοις τῆς μιᾶς χειρός.
Οὐδεὶς σχεδὸν ἀκολουθεῖ τὴν ὁδὸν τῆς Αρετῆς, τῆς πραγματικῆς ἀναπτύξεως, λέγων δὲ πνευματικῆς ἀναπτύξεως ἐννοῶ οὐχὶ τὴν διὰ γραμμάτων καὶ παιδείας μόνον ἀνάπτυξιν, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐνίσχυσιν τῶν ψυχικῶν τοῦ ἀνθρώπου προτερημάτων καὶ ἀρετῶν.
Οὐδεὶς ἄνθρωπος ἐν τῷ κόσμῳ ἐγκαταλείπει τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ διὰ νὰ ἀκολουθήσῃ τὸ Μέγα μαρτύριον τοῦ Σταυροῦ αὐτοῦ, διὰ ν’ ἀκολουθήσῃ τὸν Διδάσκοντα τὴν πνευματικὴν ἀναγωγὴν καὶ τελειότητα. Ἀφοῦ δὲ κανείς δὲν ἐγκαταλείπει ὄχι τὴν μητέρα καὶ τὸν πατέρα, ἀλλὰ τὰ ἐπίγεια ἀγαθά, τὰ ὁποῖα οἱ γονεῖς ἐκληρονόμησαν εἰς αὐτόν, πῶς τότε τὰ ἑκατομμύρια τῶν ἀνθρωπίνων ὑπάρξεων σωθήσονται;
Πῶς οἱ ὑποπεσόντες εἰς ἁμαρτήματα, μὴ προερχόμενα ἐκ τῆς πνευματικῆς των ὑπαιτιότητος, ἀλλ’ ὑπὸ τῆς σωματικῆς των ἀτελείας καὶ ὑπὸ τῆς κακῆς ἀντιλήψεως καὶ διδασκαλίας θέλωσιν ἀκολουθήσει τὴν εὐθεῖαν ὁδόν, τὴν ὁδηγοῦσαν εἰς τὴν ὁδὸν τὴν ἐπίζηλον, τὴν παρέχουσαν Νάματα Εὐφροσύνης Ψυχικῆς καὶ Δόξαν Ἀναλλοίωτον;
Οὐδεὶς ἄνθρωπος βεβαίως θὰ ἠδύνατο ποτὲ νὰ ἀκολουθήσῃ τὴν βαθμιαίαν ἀναγωγὴν τοῦ Πνεύματός του, διότι πάντες οἱ ἐπὶ τῆς γῆς κατοικοῦντες περί τά σωματικὰ καὶ εἰς τὰς ἐντρυφὰς αὐτῶν τυρβάζουν. Ἐὰν δὲ ὁ Ἀνώτατος Δημιουργὸς των δὲν ἐπεφύλαττε νέαν τινὰ ἐφήμερον δοκιμασίαν ἀπέναντι τῆς Αἰωνίας ὀδύνης τῆς ψυχῆς, ὁ Παναγαθότατος Πατὴρ ἡμῶν Θεὸς ἤθελε θεωρηθῇ σκληρὸς καὶ ἀνάλγητος ἔναντι τῆς ψυχικῆς ὀδύνης τῶν ὑπ’ Αὐτοῦ ἐμφυσηθέντων ὄντων, ἐὰν ἡ φυσικὴ τροχιὰ τῆς ἀνθρωπίνης ἐξελίξεως ἀδρανοῦσε πρὸ τῆς ἀπολύτου μεταλλαγῆς τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου μετὰ τὴν ἐκ τῆς γηΐνης αὐτοῦ σαρκὸς ἀπαλλαγήν.
Ὁ Θεός, ὁ Ὢν καὶ ὁ Ὑπάρχων, δὲν τιμωρεῖ αἰωνίως, ἀλλὰ διορθοῖ καὶ διαπλάσσει τὸ πονηρόν, τὸ ἀτελές, διὰ νὰ καταστήσῃ αὐτὸ προσιτὸν πρὸς τὴν Ἑαυτοῦ Βασιλείαν καὶ Θείαν Μακαριότητα. Οὕτω πως ὁ Ἀνώτατος ἐν Ἀΰλοις καὶ ὑλικοῖς Δημιουργὸς ἀναλάμπει πρὸ τῶν ὀμμάτων ὑμῶν τῶν ταπεινῶν πλασμάτων Του, ἔτι Μεγαλοπρεπέστερος καὶ Φωτοζωοδότης ἐν Δόξῃ.
Πῶς ἡ Θεία Αὐτοῦ Στοργὴ καὶ Δικαιοσύνη ἤθελεν εἶναι ἀνεπίδεκτος Εὐσπλαγχνίας καὶ Συγχωρήσεως πρὸ τοῦ αἰωνίου ψυχικοῦ μαρτυρίου τοῦ ἐν σκότει ψυχικῶς εὑρισκομένου ἀνθρώπου, ὅστις μὲν ἔπταισεν ἁμαρτήσας, ἀλλὰ μὴ ὢν καὶ τόσον ὑπαίτιος τῆς ἁμαρτίας αὐτοῦ, ὡς ἐκ τῆς σαρκικῆς ἀτελοῦς ὑποστάσεως του;
Ἀλλ’ εἴπομεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος ὑποφέρει, ὑφίσταται ψυχικήν, οὕτως εἰπεῖν, σταύρωσιν, μαρτύριον αἰώνιον. Μαρτύριον αἰώνιον σημαίνει τὴν διάρκειαν αὐτοῦ ἐπὶ ἀτελευτήτου χρονικοῦ διαστήματος. Ὄντως τὸ ψυχικὸν μαρτύριον θὰ ἦτο αἰώνιον, ἀτελεύτητον, ἐὰν ὁ ἁμαρτήσας ἄνθρωπος ἡμέραν τινὰ δὲν μετενόει. Ἡ Θεία ὅμως τοῦ ἀνθρωποδηγέτου τῆς γῆς Διδασκαλία ρητῶς λέγει: «Ἐν τῷ Ἅδῃ οὔκ ἐστι μετάνοια.» Πῶς, λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος μετανοεῖ καὶ πῶς μετανοῶν εἰσακούεται ἡ μετάνοιά του ὑπὸ τοῦ καταδικάσαντος αὐτὸν ρητοῦ Θείου Νόμου εἰς ψυχικὴν ὀδύνην αἰώνιον;
Ὁ Ἀνώτατος ἐν Θείᾳ περιβολῇ ἀπεικονιζόμενος ἄνθρωπος – Χριστὸς ἐλάλησεν ἐν παραβολαῖς. Καθῆκον ἡμεῖς ἔχομεν νὰ ὑποστηρίξωμεν ἀφ’ ἑνὸς τὴν Θείαν Αὐτοῦ ρῆσιν, ἀφ’ ἑτέρου νὰ δώσωμεν ἐξηγήσεις εἰς τοὺς ὑπὸ ἀλληγορίας κεκαλυμμένους αὐτοὺς λόγους.
Ὄντως ἐν τῷ Ἅδῃ οὐχ ὑπάρχει μετάνοια, διότι καὶ ἂν ὁ ἄνθρωπος μετανοήσῃ, δέν δύναται ν’ ἀκολουθήσῃ τὴν φυσικὴν ἀναγωγὴν τοῦ Πνεύματος αὐτοῦ εἰς ἀνωτέρας βαθμίδας, διότι τότε δὲν θὰ ὑφίστατο διάκρισις μεταξὺ καλῶν καὶ κακῶν. Ὅπως καταστήσωμεν κατανοητότερα τὰ λεγόμενα ἡμῶν, παραδειγματίζομεν αὐτὰ ὡς ἐξῆς:
Ἄνθρωπος ἁμαρτήσας δὲν δύναται νὰ συγκαταλογισθῇ μετὰ τῶν δικαὶων, τῶν πασχόντων χάριν τοῦ κοινοῦ τῆς ἀνθρωπότητος καλοῦ. Τὸ Πνεῦμα αὐτοῦ καὶ ἂν μετανοήσῃ δὲν θέλει ἀναχθῇ ἐν τῇ βαθμίδι τοῦ ἐν ἀρετῇ καὶ εὐθυδικίᾳ καὶ ἀγαθοεργίᾳ τελευτήσαντος. Ὡς ἐκ τούτου ἐν τῷ Ἅδῃ οὐκ ἔστι μετάνοια, ὡς ὁ Μέγας Θεογνώστης Διδάσκαλος ἐδίδαξεν. Ἂν δὲ ἡ μετάνοια αὐτοῦ δὲν δύναται νὰ τὸν ἀναγάγῃ εἰς τὴν θέσιν τοῦ ἀγαθοποιοῦ πνεύματος, δὲν ἕπεται ἐκ τούτου, ὅτι μετὰ θάνατον δὲν ὑφίσταται μετάνοιαν. Ἐὰν δέν ὑφίστατο μετὰ θάνατον μετάνοια εἰς τὸν ἁμαρτήσαντα, πῶς οὗτος θὰ συνῃσθάνετο τὸ μέγα αὐτοῦ ψυχικὸν μαρτύριον τῆς αἰωνίας κολάσεως;
Ἐὰν ἦτο ἀνάλγητος καὶ μὴ μετανοῶν, δὲν ὑπονοοῦμεν αὐτὸν ὡς ἀναίσθητον; Καὶ ὑπονοοῦντες αὐτὸν ἀναίσθητον ἐν τῇ ψυχικῇ αὐτοῦ ὀδύνῃ ἀπέναντι τοῦ ἀφθάστου μεγαλείου τοῦ φωτοστεφανουμένου ὑπὸ δόξης Πνεύματος τοῦ ἀγαθοεργοῦ ἀνθρώπου δὲν δίδομεν αὐτῷ τὴν ἀναισθησίαν ἐν τῇ τιμωρίᾳ του; Καὶ ἀναλογίζοντες αὐτὸν ὡς μὴ αἰσθανόμενον τὸ μαρτύριόν του, δὲν ἀπαρνούμεθα τιμωρίαν καὶ συνέτισιν τῆς ψυχῆς, ὡς ἀναφέρεται, ἀφοῦ αὐτὴ δὲν αἰσθάνεται τὴν τιμωρίαν αὐτήν;
Ὁ ἄνθρωπος, ὡς ἀναφέρεται καὶ εἰς τὴν βαρυσήμαντον παραβολὴν τοῦ Εὐαγγελίου «τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ Λαζάρου», ὅπου ἀναφέρεται ὅτι χάσμα μέγα ἐστήρικται, ὅπως οἱ θέλοντες διαβῆναι πρὸς τὸν ἐκεῖθεν μὴ δύνανται, μὴ οἱ ἐκεῖθεν πρὸς ἡμᾶς διαπερῶσιν, παρεκάλεσε δὲ τὸν Ἀβραάμ, ἵνα στείλῃ εἰς τὸν κόσμον εἰς τοὺς πέντε ἀδελφούς του νὰ μετανοήσωσιν, διὰ νὰ μὴ καὶ αὐτοὶ ἔλθωσι εἰς τὸν τόπον τοῦ βασάνου, θὰ κατανοήσῃ ὄχι μόνον τὴν θέσιν αὐτοῦ, ἀλλὰ ὡς ἀναφέρεται ἐν τῇ παραβολῇ, τὸ μαρτύριον αὐτοῦ θεωρηθὲν ὡς δικαὶα ἀνταπόδοσις τῶν πράξεών του μετὰ θάνατον, ὅπως τοῦ πλουσίου τοῦ Εὐαγγελίου, συνυπάρχει ἐν αὐτῷ καὶ ἡ εὐσυνειδησία τῶν πράξεών του, ὡς ἐπίσης αὐτὸς κατανοεῖ καὶ συναισθάνεται τὴν δυστυχίαν του. Μετανοεῖ δὲ διότι κατὰ τὴν ἐν τῇ γῇ διαβίωσίν του δὲν ἠκολούθησε τὴν δικαὶαν ὁδόν, ἀλλ’ ἄφησε νὰ κυριαρχήσουν ἐπ’ αὐτοῦ αἱ σαρκικαὶ ἀπαιτήσεις, αἱ συνεπιφέρουσαι τὴν ἐντρύφησιν αὐτοῦ ἐν ὑλικοῖς πράγμασι. Ὁ ἄνθρωπος ὅθεν ὁ ἁμαρτωλός, κατανοῶν τὸ ψυχικὸν αὐτοῦ μαρτύριον μετὰ θάνατον μετανοεῖ, ἀλλὰ δὲν δύναται ν’ ἀναχθῇ τὸ πνεῦμα αὐτοῦ ἐν τῇ ἀρχικῇ αὐτοῦ βαθμίδι τῆς πνευματικῆς ἀναγωγῆς.
Αἱ ἐκλιπαρήσεις τῶν ἀγαθῶν Πνευμάτων πρὸς τὸν Μέγαν τοῦ Σύμπαντος Νομοθέτην καὶ Δημιουργὸν οὐδόλως ἰσχύουσιν. Ὁ ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος ὑποφέρει ψυχικῶς μετανοῶν καὶ συναισθανόμενος τὸ ψυχικόν του μαρτύριον. Ὁ Θεὸς ὅμως τιμωρῶν τὸν ἁμαρτήσαντα ἄνθρωπον διὰ φρικώδους ψυχικῆς ὀδύνης αἰωνίως, παρίσταται ὡς ἀνίλεως, ὡς σκληρὰ ἀδυσώπητος καὶ ἀνάλγητος εἱμαρμένη, σκληροτέρα καὶ αὐτῆς τῆς τίγρεως, τῆς ἀγαλλομένης εἰς τὸ αἷμα τοῦ κατασπαραχθέντος ὑπ’ αὐτῆς θύματος.
Ἂν σεῖς οἱ ἀπαιτοῦντες τιμωρίαν ἀνθρώπου, ἀτελοῦς ὄντος, ὑπὸ τοῦ Μεγάλου Δημιουργοῦ τοῦ Σύμπαντος, διότι ἐφάνη ἀνάλγητος πρὸ τῆς δυστυχίας τοῦ πλησίον αὐτοῦ τῆς ἐφημέρου ζωῆς, τιθέμενοι Δικαιοκρίται, πῶς θέλετε ἀπονείμει δικαιοσύνην εἰς τὸν Μέγα τοῦ Κόσμου Κριτὴν Θεόν, ὁ ὁποῖος τιμωρεῖ εἰς αἰώνιον καταδίκην τὸν μὴ εὐσπλαγχνισθέντα τὸν πλησίον αὐτοῦ, τὸν σκληρῶς φερθέντα πρὸς τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, τὸν καταστήσαντα διὰ τῶν ἁρπαγῶν του προσωρινῶς δυστυχῆ τὸν πλησίον του, πῶς θέλετε, ἂν ὑμεῖς εἶσθε Δικαιοκρίται καταδικάσει τὰς πράξεις τοῦ Ὑπερτελείου Ὄντος, ὡς πολὺ ἀδικωτέρας, ὡς παρεχούσας τῷ ἁμαρτωλῷ αἰωνίαν κόλασιν, καθιστῶσαν αὐτὸν αἰωνίως δυστυχῆ καὶ πάσχοντα, διότι οὗτος κατέστησε τὸν πλησίον αὐτοῦ ὀλιγοήμερον δυστυχῆ, ὡς ἐκ τῶν ἀνόμων αὐτοῦ πράξεων;
Νομίζω ὅτι παριστάνοντες τὸν Θεὸν αἰώνιον τιμωρὸν καὶ ἐκδικητὴν τῶν ἀνθρωπίνων σφαλμάτων ἢ ἁμαρτημάτων, ὑποβιβάζετε εἰς τὴν ἀνθρώπινον ὑμῶν δικαιοσύνην τὴν Ἄφθαστον Αὐτοῦ ἀπόδοσιν τῆς Θείας Δικαιοσύνης, διὰ τῆς ὁποίας καταδικάζει τὸν ἁμαρτωλόν, σωφρονίζων καὶ διαπλάττων αὐτόν.
Βεβαίως ἡ Θεία Αὐτοῦ Δικαιοσύνη δὲν θὰ ἦτο ὄντως Θεία, ἐὰν ἀνταπέδιδεν εἰς τὰ πλάσματα αὐτοῦ τὰ ὑποδεέστερα ὀδόντα ἀντὶ ὀδόντος καὶ μάχαιραν ἀντὶ μαχαίρας. Ὁ Θεὸς οὕτως παριστάμενος ἐκπίπτει τῆς Μεγάλης Αὐτοῦ Ἀξίας. Ἂν βεβαίως παιδίον τι ἔπταισεν εἰς ὑμᾶς καὶ ὑμεῖς ζητήτε νὰ ἐκδικηθῆτε αὐτό, δὲν καταλογίζεσθε ἀσύνετοι ὡς μικρόνοες; Πῶς, λοιπόν, δὲν ἤθελεν εἶναι ἡ Θεία Δικαιοσύνη ἀσύνετος, ἐὰν ἤθελεν ἐκδικηθῇ ὄχι πλέον παιδίον, ἀλλὰ ὂν τὸ ὁποῖον ἐπλάσθῃ ὑπ’ Αὐτῆς ἀσθενὲς καὶ ἀνίδεον ἀσυγκρίτως ὡς πρὸς ὑμᾶς καὶ τὸ παιδίον;
Πῶς ὅμως οἱ ἁμαρτωλοὶ τιμωροῦνται καὶ ἡ θεία Δικαιοσύνη καταδικάζει αὐτοὺς; Ὁ ἁμαρτωλὸς ὅταν ἀποθάνῃ ἐλέγχεται διαρκῶς ὑπὸ τῆς Συνειδήσεως αὐτοῦ, ὅπως λέγει καὶ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς εἰς τὴν ἑρμηνείαν περὶ αἰωνίου κολάσεως «ἡ τοῦ συνειδότος δαπάνη», στερεῖται τῆς διαγνώσεως τῶν πραγμάτων, δηλαδὴ δὲν προγιγνώσκει τὰ μέλλοντα, δὲν ἔχει οὐδεμίαν δύναμιν, ὡς ἐπίσης στερεῖται τῆς ὁράσεως. Οἱ πνευματικοὶ ἄνθρωποι δέον νὰ γνωρίζητε δὲν βλέπουσι διὰ τῶν ὀφθαλμῶν. Αἰσθάνονται τὰ πέριξ αὐτῶν ἀντικείμενα. Διορῶσι δηλαδὴ ἐν ἑαυτοῖς, χωρὶς νὰ ἴδωσιν. Ἐν τῷ νῷ ὑμῶν σχηματίζεται μία εἰκών. Τὴν βλέπετε εὐκρινῶς, ὅσον καὶ ὅταν βλέπετε διὰ τῶν ὀφθαλμῶν σας, ἐνῶ οἱ ὀφθαλμοί σας μένουν κλεισμένοι. Οἱ πνευματικοὶ ἄνθρωποι, ὡς καὶ πάντα τὰ Ἄϋλα πνεύματα δὲν βλέπουσι δι’ ὀφθαλμῶν, ἀλλὰ διορῶσι τὰ πέριξ, ὡς ἐπίσης καὶ τὰ εἰς ἀκαταλογίστους ἀποστάσεις ἀντικείμενα διὰ τοῦ Πνεύματός των. Τοῦτο δὲ καλεῖται διόρασις. Ἡ διόρασις εἰς τὰ ἁμαρτωλά Πνεύματα καὶ εἰς τὰ καταστάντα πονηρὰ ἐκλείπει, διὰ τοῦτο δὲ καὶ αὐτὰ ἐπικοινωνοῦντα μετὰ τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς διὰ μεσαζόντων δὲν δύνανται ν’ ἀπαντήσωσι καταλλήλως εἰς τὰς ἐρωτήσεις πρὸς αὐτά.
Ὁ Πνευματικός, λοιπόν, ἄνθρωπος ὄχι μόνον βλέπει, ἀλλὰ καὶ ἀκούει καὶ αἰσθάνεται καὶ ὑπονοεῖ τὰ πάντα διὰ τῆς διορατικότητος τοῦ Πνεύματός του. Ἴσως τοῦτο ἤθελεν εἶναι δι’ ὑμᾶς ἀκατανόητον. Πῶς δηλαδὴ κατορθοῦται ἡ συνεννόησις αὐτῶν, ἀφοῦ τὰ φυσικὰ ὄργανα ἐλλείπουν. Ἀλλὰ μήπως ἐν τῷ ὕπνῳ ὑμῶν τὰ σωματικὰ ὄργανα λειτουργοῦν; Ὅπως δὲ κατὰ τὴν ἐν ὕπνῳ ἐνέργειαν τοῦ Πνεύματός σας ἀκούετε, αἰσθάνεσθε καὶ ὁμιλεῖτε καὶ κατανοεῖτε, χωρὶς τὰ αἰσθητικὰ ὑμῶν σωματικὰ ὄργανα νὰ πλήττωνται ὑπὸ φωνῆς ἢ ἄλλης τινὸς ἐπιδράσεως, οὕτω καὶ ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος αἰσθάνεται, ἀκούει, βλέπει καὶ ὁμιλεῖ διὰ τοῦ Πνεύματός του καὶ ἄνευ τῆς λειτουργίας ὀργάνων.
Ὁ ἁμαρτωλὸς ὅμως ἄνθρωπος ἢ Πνεῦμα δὲν ἔχει τὴν διορατικότητα τοῦ ἐναρέτου. Πῶς, λοιπόν, ἤθελε φανῇ αὐτῷ ὁ κόσμος, ἀφοῦ οὕτε δύναται νὰ ἴδῃ, οὔτε δύναται ν’ ἀντιληφθῇ τὰ ἀντικείμενα, τὸν κόσμον ὁλόκληρον τέλος, ὅπως τὸ Πνεῦμα τοῦ ἀγαθοῦ καὶ ἐναρέτου; Δὲν εἶναι, λοιπόν, ἡ ζωὴ αὕτη τοῦ πονηροῦ πνεύματος διαρκὲς ψυχικὸν μαρτύριον; Δὲν εἶναι δι’ αὐτὸν προτιμώτερον χίλιαι βάσανοι κολάσεως; Τὸ δὲ ψυχικὸν αὐτὸ μαρτύριον κατὰ τὴν Θείαν Δικαιοσύνην ἤθελεν εἶναι αἰώνιον; Καὶ ἂν τοῦτο ἦτο αἰώνιον, δὲν παρίσταται ἡ Θεία Δικαιοσύνη τοῦ Πανσόφου Θεοῦ ὡς ἀναρμόστως ἀτελὴς καταδικάζουσα εἰς αἰωνίαν καταδίκην πλᾶσμα τὸ ὁποῖον, ὡς ἐκ τῆς ἀτελείας του, ἔπραξεν εἰς τὸν πλησίον του ἐλαχιστομόριον τοῦ ὅτι παριστάνεται ὅτι ἀνταποδώσει αὐτῷ ἡ Θεία Δικαιοσύνη, ἡ ὁποία ἐν τῇ ἐκτελέσει της, κατὰ τὴν ἰδικήν σας παράστασιν εἶναι κατὰ πολὺ εὐτελεστέρα τῆς ἀνθρωπίνης;