Διὰ νὰ ἀνέλθῃ τις εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ ὅρους, εἶναι ἀνάγκη νὰ ὁπλίσῃ τοὺς πόδας του διὰ τῶν καταλλήλων ὑποδημάτων, ἵνα μὴ οὗτοι κατασχισθῶσι ὑπὸ τῶν αἰχμηρῶν βράχων. Ἐπίσης δὲ δέον νὰ φέρῃ ἀνὰ χεῖρας ράβδον ἢ στήριγμά τι, διὰ νὰ δύναται νὰ στηρίζῃ τὸ σῶμα του ὁσάκις ἡ ἀνάβασις ἀπαιτεῖ τοῦτο.
Ἐὰν ὁ ἐπιχειρῶν νὰ ἀνέλθῃ τὴν κορυφὴν ἑνὸς ὑψηλοῦ καὶ δυσπροσίτου ὄρους ὀφείλῃ νὰ γυμνάσῃ προηγουμένως ἑαυτόν, διὰ νὰ δύναται νὰ στηρίζῃ τοὺς πόδας του ἐπὶ τῶν ἀπορρώγων βράχων χωρὶς νὰ ὀλισθαίνῃ, πόσον μᾶλλον ἐκεῖνος ὅστις ἐπιθυμεῖ καὶ προσπαθεῖ νὰ ἀνέλθῃ εἰς τὴν πνευματικὴν κορυφήν. Οἱ πόδες αὐτοῦ ὀφείλουσι νὰ ἐκγυμνασθῶσιν ἵνα ἀνθέξωσιν εἰς τὴν μακρὰν πορείαν, αἱ χεῖρες αὐτοῦ ὀφείλουσι νὰ ἔχωσιν ἕνα στήριγμα διὰ νὰ στηρίζεται ἐπ’ αὐτοῦ τὸ σῶμα του, καὶ ἕως ὅτου κατορθώσῃ μόνος του νὰ διανύῃ τὴν ὁδὸν τὴν ἀνωφερικήν, τὴν ἄγουσαν εἰς τὴν ὑψίστην κορυφήν, δέον νὰ ἔχῃ ἕνα ὁδηγόν, ὅστις νὰ τὸν κατατοπίζῃ καὶ νὰ τὸν ἐμποδίζῃ ἀπὸ τοῦ νὰ ἀκολουθήσῃ ἀντίθετον ἀτραπόν. Ὁ ὁδηγὸς οὗτος δύναται εἰς τὰ πρῶτα αὐτοῦ βήματα νὰ τὸν ὑποβαστάζῃ καὶ νὰ τὸν βοηθῇ εἰς τὸ ν’ ἀποφεύγῃ τὰ ὀλισθήματα καὶ τὰ ἀνὰ πᾶν βῆμα του ἐγειρόμενα ἐμπόδια.
Ὁ ὁδηγούμενος οὕτω ἀσφαλέστερον δύναται νὰ φθάσῃ εἰς τὸ τέρμα τοῦ προορισμοῦ του, ἀλλὰ πρίν ἢ ἀποφασίσῃ ν’ ἀναχωρήσῃ ὀφείλει νὰ ἀνεύρῃ καὶ ἐκλέξῃ τὸν ὁδηγὸν αὐτοῦ, νὰ προσπαθήσῃ νὰ συνδεθῇ μαζύ του, νὰ ἐπιδιώξῃ νὰ προσκολληθῇ εἰς αὐτὸν καὶ τέλος νὰ τὸν γνωρίσῃ καλῶς, ἵνα τὸν διακρίνῃ ἀπὸ μακρόθεν καὶ ἐν ὅλαις αὐτοῦ ταῖς λεπτομερείαις, καθ’ ὅσον καθ’ ὁδὸν θὰ παρουσιασθῶσιν πολλοί, οἵτινες θὰ ἤθελον νὰ τὸν βοηθήσωσιν, νὰ τῷ παράσχωσι πᾶσαν συνδρομήν, ἀλλ’ οἱ ὁποῖοι δὲν θὰ ἀνῆκον εἰς ὁμάδα τοῦ ἀληθοῦς ὁδηγοῦ. Ἐὰν ὁ ἀκολουθῶν τὴν ὁδὸν ταύτην ἀφεθῇ νὰ παρασυρθῇ ὑπ’ αὐτῶν, τότε εἶναι ἀδύνατον νὰ φθάσῃ εἰς τὴν κορυφήν, ἀλλὰ πάντοτε θὰ παρασύρεται ἐπὶ ἀποκρήμνων λόφων καὶ ἐν μέσῳ χαραδρῶν, τὰς ὁποίας θὰ ἐκλαμβάνῃ ὡς κορυφήν.
Πρωτίστως ὁ ἐπιδιώκων νὰ ἀνέλθῃ εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ ὅρους, ὀφείλει νὰ συνδεθῇ μετά τινος ὁδηγοῦ ἀνήκοντος εἰς τὴν ὑπηρεσίαν τοῦ Ἄρχοντος τοῦ Κόσμου, ἢ μέσῳ Αὐτοῦ ἢ καὶ ἀπ’ εὐθείας, ἐὰν ἡ πρὸς τοῦτο συγκατάθεσις ἐκ μέρους Αὐτοῦ ὑπῆρχε νὰ συνδεθῇ μετ’ Αὐτοῦ καὶ νὰ ἐπιδιώξῃ νὰ γνωρίσῃ Τοῦτον ἐν ὅλῃ Αὐτοῦ τῇ Ἐκπροσωπήσει καὶ ἐν ὅλῃ Αὐτοῦ τῇ Πνευματικῇ Ἐκτάσει καὶ Μεγαλοπρεπεία. Ὁ Ἄρχων τοῦ Κόσμου εἶναι Ἐκεῖνος Ὅστις κατευθύνει τὰ βήματα οὐ μόνον τῆς ἐπί γῆς ἀνθρωπότητος, οὒ μόνον τοῦ πλανητικοῦ κόσμου, εἰς ὃν αὕτη ἀνήκει, ἀλλὰ τοῦ Σύμπαντος ὁλοκλήρου, μὲ τὰς ἐν αὐτῷ ὑπαρχούσας δρώσας καὶ ἐνεργούσας Δυνάμεις.
Ἡ σύνδεσις μετ’ Αὐτοῦ ἀπαιτεῖ ποιάν τινα μικρὰν ἢ μεγάλην προπόνησιν, ἀναλόγως τῆς πνευματικῆς ἐξελίξεως τοῦ ἀτόμου, ἀναλόγως τοῦ βαθμοῦ καὶ τῆς τάξεως, εἰς ἣν τὸ ἄτομον τοῦτο ἀνήκει (ἐννοεῖται βαθμοῦ καὶ τάξεως πνευματικῆς), ἀναλόγως τοῦ περιβάλλοντος εἰς ὃ ζῆ καὶ τέλος ἀναλόγως τῶν προσπαθειῶν καὶ ἐνεργειῶν αὐτοῦ καὶ τῆς ἐξωτερικεύσεως τῶν ἐν αὐτῷ ὑπαρχουσῶν πνευματικῶν καὶ ψυχικῶν δυνάμεων, ἐν λανθανούσῃ καταστάσει εὑρισκομένων καὶ ἀπαιτουσῶν τὴν ἀνάλογον ἀνάπτυξιν καὶ καλλιέργειαν, ὡς καὶ τὴν ἀπεριόριστον πίστιν, ὅπως ἐξωτερικευθῶσιν.
Αἱ πνευματικαὶ καὶ ψυχικαὶ ἰδιότητες τοῦ ὄντος, ἐνυπάρχουσαι ἐν αὐτῷ, δὲν δύνανται ἀφ’ ἑαυτῶν καὶ ἄνευ τῆς ἀπαιτουμένης καταβολῆς ἐνεργείας νὰ δράσωσι καὶ ἐξωτερικευθῶσιν. Διὰ τοῦτο ὁ ἐπιχειρῶν νὰ καταλάβῃ τὴν ἀνάλογον θέσιν καὶ κατάταξιν ἐν τῷ στρατεύματι τοῦ Ἄρχοντος τοῦ Κόσμου, ὀφείλει μόνος του ἐξετάζων καὶ ἀναλύων ἑαυτόν, νὰ διακρίνῃ ποία δύναμις δύναται νὰ ἐκπορευθῇ ἐξ αὐτοῦ καὶ ποία ἰδιότης αὐτῆς δέον ν’ ἀποτελέσῃ τὸν σκοπὸν τῆς καλλιεργείας καὶ ἀναδείξεως αὐτῆς.
Ὡς βεβαίως γνωρίζετε, ἕκαστος ἄνθρωπος εἶναι πεπροικισμένος ὑπὸ πολλῶν δυνάμεων καὶ χαρισμάτων, τὰ ὁποῖα ἄλλα μὲν ἐξ αὐτῶν εὑρίσκονται ἐν πληθωρισμῶ εἰς τὸν ἕνα, ἐν ὑπνότητι δὲ ἢ καὶ οὐδόλως εἰς τὸν ἄλλον. Οἱ ἐπιθυμοῦντες νὰ ἀκολουθήσωσι τὴν ὁδὸν τῆς ἀνόδου καὶ τῆς πνευματικῆς καὶ ψυχικῆς αὐτῶν ἐξελίξεως, δέον νὰ ἐξετάσωσι ἑαυτοὺς καὶ ν’ ἀνεύρωσιν ὑπὸ ποίου χαρίσματος εἶναι πεπροικισμένοι ἐκ φύσεως καὶ ὑπὸ ποίαν ἰδιότητα ἐκδηλοῦται τοῦτο, τὴν ἰδιότητα δὲ ταύτην νὰ ἀναπτύξωσι καλλιεργοῦντες ἐπισταμένως ταύτην.
Οἱ κεκτημένοι δύο ἢ καὶ περισσοτέρας ἰδιότητας χαρισμάτων, ὀφείλουσι νὰ ἐπιμείνωσιν εἰς τὴν τελείαν ἀνάπτυξιν, καλλιέργειαν καὶ ἀρίστην ἐπίδοσιν τῆς μιᾶς τούτων καὶ ἔπειτα νὰ ἐπιχειρήσωσιν ν’ ἀναπτύξωσι καὶ καλλιεργήσωσι καὶ τὰς ἄλλας. Ἐὰν ἐπιχειροῦσι νὰ ἀναπτύξωσι καὶ καλλιεργήσωσι ἁπάσας τὰς παρουσιαζομένας ἰδιότητας τῶν χαρισμάτων αὐτῶν, ἐκτὸς τοῦ ὅτι ἀπαιτεῖται μακρὸς χρόνος καὶ μεγίστη καὶ ἀκατάβλητος προσπάθεια, χρειάζεται καὶ ἀνάλογος δυνατὴ φυσικότης, ἀπορρέουσα ἐκ τῆς διαπλάσεως τοῦ ὀργανισμοῦ τοῦ ὄντος, ὅπως ἐπιτευχθῇ ἡ πλήρης ἐκδήλωσις αὐτῶν.
Διὰ τοῦτο ὁ μαθητὴς ὀφείλει νὰ ἐμμένῃ εἰς τὴν καλλιέργειαν καὶ ἀνάπτυξιν μιᾶς καὶ μόνον ἰδιότητος αὐτοῦ, ἐκτὸς ἐὰν τοῦ ὑποδειχθῆ ὑπὸ τοῦ πνευματικοῦ του ὁδηγοῦ, ὅστις δύναται τῇ βοηθείᾳ καὶ καλῇ συμβολῇ ἀμφοτέρων ν’ ἀναπτυχθῶσι καὶ καλλιεργηθῶσι καὶ ἄλλαι ἰδιότητες. Ὁ μαθητὴς διὰ νὰ καλλιεργήσῃ οἱανδήποτε πνευματικὴν ἢ ψυχικὴν ἰδιότητα τῶν χαρισμάτων αὐτοῦ, ἀνάγκη νὰ συγκεντρωθῇ εἰς ἑαυτόν. Ἡ συγκέντρωσις αὕτη εἶναι πάντοτε ἡ αὐτή, τὰ δὲ ἀποτελέσματα τῶν ἐκδηλώσεών της εἶναι ἀνάλογα τῆς μεσαζοντικῆς δυνάμεως καὶ τῆς διακρίσεως αὐτῆς. Ἡ συγκέντρωσις τοῦ μαθητοῦ γίνεται πάντοτε διὰ τῆς ἀποβολῆς πάσης σκέψεως καὶ διὰ τῆς πλήρους ἐξουδετερώσεως τῶν πνευματικῶν ἐνεργειῶν ἐπὶ τοῦ ἐγκεφάλου διὰ τῆς σκέψεως.
Ἐὰν δηλαδὴ τὸ ἄτομον τὸ κατὰ πρώτην φορὰν ἐπιχειροῦν νὰ συγκεντρωθῇ ἀπασχολῇ τὰς σκέψεις αὐτοῦ διὰ πλείστων ὅσων ζητημάτων ἐγειρομένων κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς συγκεντρώσεως τῶν δυνάμεων αὐτοῦ ἐν ἑαυτῷ δὲν δύναται νὰ ἐπιφέρῃ κανὲν ἀποτέλεσμα. Ἔχων οὗτος ὑπ’ ὄψει του ὅτι ἀπαιτεῖται μεγίστη προσπάθεια διὰ νὰ ἐπιτύχῃ τὴν πλήρη ἀπομάκρυνσιν τῶν ἀπασχολουσῶν καὶ διεγειρομένων ἐν ἑαυτῷ ἀθελήτων σκέψεων, προσηλώνει τὴν ἰδέαν αὐτοῦ εἰς τὸν πνευματικὸν αὐτοῦ ὁδηγόν, ἢ εἰς οἱονδήποτε ἄλλο πρόσωπο ἢ ἀντικείμενον, ἵνα ὁ νοῦς συνῃθίσῃ εἰς τὴν συγκεντρωτικὴν ταύτην τῆς ψυχῆς του προσπάθειαν.
Ἡ συγκέντρωσις, ἥτις γίνεται ἐν ἑαυτῷ ἢ καλλίτερον ἡ ψυχικὴ προσπάθεια ὅπως πληρώσῃ τὸ πνευματικὸν εἶναι διὰ τῆς πλήρους ἰσονομίας καὶ ἰσοσθενοῦς καταμερισμοῦ τῶν δυνάμεων αὐτῆς ἐν ὅλῳ τῷ πνευματικῷ ἐπιπέδῳ τοῦ ὄντος, δὲν εἶναι τι ἄλλο παρὰ ἀκατάβλητος προσπάθεια ὅπως ἐν τῷ ἐγκεφάλῳ μὴν ὑπάρξῃ διέγερσίς της ὑποκινοῦσαν σκέψιν ἢ ἰδέα τινά. Δηλαδὴ ἐπιδιώκεται ὅπως ὁ μαθητὴς εὑρισκόμενος ἐν πλήρη ἐγρηγόρσει καὶ ἔχων ἀνάλογον συναίσθησιν ἑαυτοῦ νὰ καταστήσῃ τὸν ἐγκέφαλον αὐτοῦ ἀμέτοχον τῶν ἐξωτερικῶν ἐντυπώσεων, αἱ ὁποῖαι θὰ γεννῶνται ἢ θὰ προσπαθοῦσι νὰ ἐκδηλωθῶσι διὰ τῆς σκέψεως.
Ἀπαιτεῖται δηλαδὴ νὰ μὴν ὑπάρχει ἀτομικὴ τις συνείδησης τοῦ πλήρους καὶ ἐνεργοῦντος Ἐγώ, ἀλλὰ νὰ ὑποκασταθῇ τοῦτο διὰ τοῦ ὑποσυνειδήτου, τῆς ἐσωτερικῆς δηλονότι δυνάμεως τῆς ἀνηκούσης εἰς τὸν ἐσωτερικὸν κόσμον, τὸν μὴ ἀναπληρουμένων ὑπὸ τῆς ἐγκεφαλικῆς λειτουργίας, ἀλλὰ τὸν εκδηλούμενον ὑπὸ τῶν παραισθητικῶν κινήτρων, τῶν ἑδραζομένων εἰς τὸ μέγα συμπαθητικὸν νεῦρον.
Δὲν δύναται ὁ μαθητὴς νὰ ἐνεργήσῃ τι, διὰ τὴν καλλιέργειαν καὶ ἀνάπτυξιν ἑνος χαρίσματος αὐτοῦ, ἐὰν πρῶτον δὲν μάθῃ νὰ συγκεντρώνηται εἰς ἑαυτὸν διὰ τοῦ τρόπου τούτου: Ἐπιδιώκων ν’ απομακρύνῃ ἀπ’ αὐτοῦ πᾶσαν σκέψιν, ν’ ἀπονεκρώσῃ τὸν ἐγκέφαλον αὐτοῦ ἀπὸ πᾶσαν ἀπασχολοῦσαν αὐτὸν ἰδέαν, προσπαθὼν νὰ πληρώσῃ τὸ πνευματικὸν διὰ τοῦ ψυχικοῦ, καὶ προσηλούμενος ἕως ὅτου συνηθίσῃ νὰ μὴ περισπᾷ καὶ πλανᾷ τὴν σκέψιν του ὑπὸ τῶν γεννωμένων ἐν τῷ ἐγκεφάλῳ του ἐντυπώσεων, εἰς ἓν πνευματικὸν ὄν, ἢ ὁδηγόν τὸν ὁποῖον καθ’ ὅλον τὸ διάστημα τῆς συγκεντρώσεως αὐτοῦ, πρέπει νὰ ἔχει πρὸ αὐτοῦ.
14/6/1932