Ἐδιάβασα, ὅτι ὁ μαθητὴς δὲν πρέπει νὰ ἐπιθυμῇ ἢ μᾶλλον νὰ ἐπιζητῇ τὴν ἀπόκτησιν ψυχικῶν δυνάμεων, ὡς ἐπικινδύνων δι’ αὐτὸν καὶ ὅτι, ὅταν ἐπιστῇ δι’ αὐτὸν ὁ κατάλληλος χρόνος, ὁ Διδάσκαλός του θὰ τοῦ δώσῃ τὰς ψυχικὰς ἐκείνας δυνάμεις, αἱ ὁποῖαι τοῦ εἶναι ἀπαραίτητοι, ἀναλόγως φυσικὰ τῆς ἐξελίξεώς του. Πῶς ὅθεν νῦν μᾶς προτρέπητε νὰ ἐπιζητήσωμεν μόνοι μας τὴν ἀπόκτησιν ψυχικῶν δυνάμεων;
Ἀπάντησις.
Ὁ διατυπώνων ταῦτα ἔλαβεν ὑπ’ ὄψει του τὸν ἑαυτόν του ἢ τὸν κόσμον τὸν ἀναγιγνώσκοντα ταῦτα;
Καὶ ἐὰν μὲν ἔλαβε τὸν ἑαυτόν του, πῶς διὰ τῆς προσηλώσεως αὐτοῦ πρός τινα Διδάσκαλον, ὃν ἄλλος τις προκεχωρημένος τῷ ἀποκάλυψεν, ἄφησε τὴν διάνοιαν αὐτοῦ νὰ προσελκυσθῇ ὑπ’ αὐτοῦ;
Διότι ἡ σύνδεσις δι’ οἱουδήποτε τρόπου μετά τινος πνευματικῶς ὑπερτέρας Ὀντότητας, δὲν δύναται νὰ γίνῃ ἄνευ τῆς καλλιεργείας τῆς πίστεως τοῦ προσπαθοῦντος καὶ κοπιῶντος διὰ τοῦτο. Πῶς οὗτος συνεδέθη μετ’ αὐτῆς καὶ ἡ πνευματικὴ αὕτη ὑπερτέρα ἀπὸ αὐτὸν Πνευματικὴ Ὀντότης ἐξέλεξε τοῦτον ὡς μέσον ἰκανὸν μεταξὺ τόσων ἄλλων καὶ ἡ Δύναμις αὕτη, ἔχουσα ὑπὸ τὴν ἐπήρειαν καὶ δρᾷσιν αὐτῆς ἀπεριόριστον κύκλον ὑποτελῶν δυνάμεων, δὲν ἐπενεργεῖ δι’ αὐτῶν νὰ μεταβάλῃ τὰς πεποιθήσεις τῶν μὴ πιστευόντων καὶ ἀντενεργούντων κατὰ τῶν θεωριῶν τούτων διασήμων ἐπιστημόνων, ὁπότε βεβαίως ἡ ὄψις τοῦ κόσμου θὰ μετεβάλλετο;
Διατί ἀκόμη βλέπομεν μίαν Πνευματικὴν Ὀντότητα, μὴ εὑρισκομένην εἰς τὴν βαθμίδα καὶ τὸν κύκλον τοῦ Διδασκάλου, ἐπενεργοῦσαν ὅμως διὰ τῆς πίστεως τῶν πρὸς αὐτὴν προσηλουμένων, νὰ ἐπιφέρῃ ἁπτὰ ἀποτελέσματα τῆς ἱκανότητός της καὶ ἐπενεργείας της ἐπὶ τῶν πρὸς αὐτὴν πιστευόντων καὶ εἰλικρινῶς ἀποτεινομένων ὡς ἴασιν πολλάκις ἀθεραπεύτων νοσημάτων ἢ μεσολάβησιν αὐτῆς ἐνεργὸν πρὸς ἀποφυγὴν κινδύνου τινος, τοῦ ἐπαπειλοῦντος τὸ ὑπ’ αὐτὴν διατελοῦν προστατευόμενον πρόσωπον.
Ὁ ὁρῶν τὸν Πνευματικὸν Κόσμον καὶ ἐξ αὐτοῦ προσδοκῶν τὴν ἀνέλιξιν, δὲν δύναται νὰ λάβῃ οὐδεμίαν παρ’ αὐτοῦ ἔνδειξιν εἴτε τῆς ὑπάρξεώς του, εἴτε τῆς ἐπενεργείας του, ἐὰν δὲν πιστεύῃ πρὸς αὐτήν. Τοῦτο εἶναι Νόμος ἀδιαφιλονείκητος εἰς πάντα ἀσχολούμενον καὶ ἐνδιατρίβοντα εἰς τὰς μελέτας ταύτας.
Ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι ἁπλοῦν ἀνδρείκελον εἰς Χείρας τοῦ Δημιουργοῦ του, εἴτε Ὑπερτέρας τινος Πνευματικῆς Ὀντότητος, κατευθυνόμενος ὑπ’ αὐτῆς καὶ συμφώνως τῆς θελήσεώς της, ἀλλ’ εἶναι Ὂν Ἐλεύθερον, δυνάμενον διὰ τῆς ἀτομικῆς αὐτοῦ ἀνεξαρτησίας καὶ αὐτοβουλίας νὰ προαγάγῃ ἢ νὰ ἐλαττώσῃ τὰς πνευματικὰς αὐτοῦ ἐκδηλώσεις καὶ τὰς ψυχικὰς αὐτοῦ ἰδιότητας.
Δὲν δύναμαι ἐν τῷ στενῷ χώρῳ νὰ ἐπεκταθῶ περισσότερον. Ἂν ὑποβοηθῃθῶ παρ’ ὑμῶν καὶ τοῦ μεσάζοντος, θὰ σᾶς ἀναπτύξῳ τοῦτο εἰς τὰς μελέτας, τὰς ὁποίας σᾶς ἐπιφυλάσσω.
Ἰδοὺ καὶ ἓν ἀκόμη παράδειγμα πρὸς κατάρριψιν τῶν ἀντιλήψεων, ἃς μοῖ διατυπώσατε. Ἂν ὁ μεσάζων ἐργασθῇ περισσότερον, θὰ φέρῃ εἰς φῶς πολὺ περισσότερα ἢ ὄχι; Ἐὰν δὲν ἐπικοινωνῇ ὅμως καθόλου θὰ γράψῃ τίποτε; Βεβαίως ὄχι. Ἐκ τούτου ἀποδεικνύεται, ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀφέθη ἐλεύθερος καὶ μόνος του διὰ τῶν προσπαθειῶν του καὶ τῆς καταλλήλου προσπαθείας του νὰ φθάσῃ ἐνωρίτερον ἢ ἀργότερον εἰς τὸν προορισμόν του.
Τὸ κάρμα, τὸ ὁποῖον οἱ λαοὶ τῆς Ἀνατολῆς παραδέχονται, δὲν εἶναι ἄλλο τι, παρὰ ἡ διάπλασις τῆς πνευματικῆς καὶ ψυχικῆς ὑποστάσεως τοῦ ἀνθρώπου, ἡ κληρονομικότης δηλονότι τῶν στοιχείων ἐκείνων τῶν προτερημάτων καὶ ἐλαττωμάτων, τὰ ὁποῖα μεταδόθησαν αὐτῷ ἐκ τῆς προγενεστέρας του ὑποστάσεως.
Ὁ ἄνθρωπος ὅμως εἶναι ἐλεύθερος ν’ ἀκολουθήσῃ τὸν δρόμον, ὃν ἡ κληρονομία αὕτη τῷ διαφυλάσσει διὰ τῆς ἀδρανείας καὶ ἀβουλίας, ἐνῷ διὰ τῆς ἀναπτύξεως καὶ καλλιεργείας τῆς θελήσεώς του δύναται ἀφ’ ἑνὸς μὲν ν’ ἀναπτύξῃ καὶ καλλιτερεύσῃ τὰ ψυχικά του χαρίσματα, ν’ ἀποβάλῃ δὲ τὰ ἐλαττώματά του καὶ νὰ καταστῇ ἱκανὸς ἐν μιᾷ καὶ μόνῃ περιόδῳ τῆς ζωῆς του νὰ κάμῃ πλείονα ἑκατὸν προγενεστέρων του βίων.
5/3/1931