Η παραβολή του Κυρίου (Λουκ. ΙΗ΄, 1-8) αναφέρεται σε μια χήρα, που οι επίμονες προσπάθειές της και οι συνεχείς επικλήσεις της προς έναν άδικο και αδιάφορο κριτή, τον ανάγκασαν να αποδώσει δικαιοσύνη.
Θα ήταν πολύ απλοϊκό να περιοριστεί κανείς στην εξωτερική μόνο προσέγγιση της παραβολής και να μην επιχειρήσει ν’ ανακαλύψει την πραγματική ουσία της. Άλλωστε, όπως και άλλες φορές έχει τονιστεί, ο Κύριος ενδιαφερόταν να παρουσιάσει το Απόλυτο και να οδηγήσει τον άνθρωπο σ’ αυτό. Οι Λόγοι Του, που παραμένουν στο Ευαγγέλιο, πρέπει να εξετάζονται σε βάθος, χωρίς όρια και περιορισμούς. Διαφορετικά ο άνθρωπος θα παραμένει πάντα στο ίδιο σημείο, χωρίς να μπορεί να διακρίνει τα ανώτερα σκαλοπάτια, που περιμένουν να τον δεχτούν.
Ο Κύριος με την παραβολή αυτή δίνει έμφαση στην αξία της προσευχής. Ο άνθρωπος είναι δυνατόν να προσεύχεται με πολλούς και διάφορους τρόπους. Μπορεί να απαγγέλλει μια προσευχή, την οποία έχει μάθει απ’ έξω και την ψιθυρίζει μηχανικά και από συνήθεια, κάθε φορά που το θυμάται, ή μπορεί να προσφωνεί το Θεό και να Του στέλνει ικεσίες και παρακλήσεις μόνο στις δύσκολες στιγμές του. Επίσης είναι δυνατόν καθημερινά να προσεύχεται μέσα από προσευχητάρια και βιβλία, χωρίς να το αισθάνεται, αλλά για να δημιουργεί την εντύπωση στον εαυτό του, ότι εκτελεί τα Πνευματικά του καθήκοντα και ασχολείται με την Πνευματική του ανάπτυξη και καλυτέρευση. Μπορεί να παρουσιάζει ιδιαίτερη προσκόλληση στο τυπικό, φοβούμενος να εκφραστεί ελεύθερα και περιοριζόμενος από τις λέξεις, ή μπορεί να συνομιλεί πραγματικά με το Θεό, να έρχεται σε μυστική επικοινωνία μαζί Του και να αντλεί δυνάμεις και οδηγίες από Αυτόν.
Ο άνθρωπος, που ενσυνείδητα επιθυμεί να προσευχηθεί, πρώτα απ’ όλα πρέπει να ξέρει, ότι δεν υπάρχουν ορισμένοι τύποι προσευχών. Ο Κύριος Ιησούς Χριστός δεν δίδαξε έναν ορισμένο τρόπο προσευχής, δεν είπε «πρέπει να λέτε αυτό ή εκείνο». Άφησε ένα πρότυπο προσευχής (Κυριακή Προσευχή), για να καθοδηγεί τον άνθρωπο, και έδωσε σ’ αυτόν κάθε ελευθερία να εκφράζεται σύμφωνα με τον παλμό και την επιθυμία της δικής του ψυχής. Εξάλλου οι χιλιάδες προσευχές που υπάρχουν, Πατέρων της Εκκλησίας και Αγίων, δείχνουν ότι ο καθένας εξωτερίκευε την εσωτερική του ώθηση και ανάγκη επαφής με το Θεό με διαφορετικά λόγια. Ο άνθρωπος βέβαια μπορεί να ωφεληθεί από τις ήδη υπάρχουσες προσευχές και να τις χρησιμοποιήσει ως αρχή της δικής του πορείας και ως βοήθημα για τα πρώτα του βήματα. Είναι όμως απαραίτητο να μάθει να πλησιάζει το Θεό ο ίδιος προσωπικά, με τις δικές του δυνάμεις, χωρίς να φοβάται και να δειλιάζει. Πρέπει να ξεφύγει από τα βιβλία και από τα πρότυπα και να διαμορφώσει τη δική του ατομική επαφή.
Κάθε άνθρωπος έχει ένα ξεχωριστό κανάλι, μια ξεχωριστή χορδή, που πάλλεται με έναν ιδιαίτερο τρόπο και τον οδηγεί στην ουσιαστική επικοινωνία με το Θεό. Αυτό το κανάλι πρέπει ν’ ανακαλύψει και ν’ ακολουθήσει, και να βρει την κατάλληλη παλμοδόνηση, που απαιτεί η ευαίσθητη χορδή του, για να εκπέμψει την προσευχή του από τα βάθη του «είναι» του και να εξακοντιστεί μ’ αυτήν κατευθείαν στον Πατέρα – Θεό. Μόνον έτσι θα προσευχηθεί πραγματικά και θα νιώσει μέσα του την Πνευματική αγαλλίαση του Πνεύματός του. Οποιοσδήποτε άλλος τρόπος έρχεται σαν υποκατάστατο, σαν εναλλακτική, δευτερεύουσα λύση, όταν αδυνατεί μόνος του να υψωθεί ως το Θεό. Τότε οι γνωστές προσευχές μπορούν να γίνουν ο πυροδοτήρας του, που θα ανάψουν πάλι τη δική του φωτιά, θα τη δυναμώσουν και θα την ισχυροποιήσουν.
Για να μπορέσει όμως ο άνθρωπος να βρει το δικό του κανάλι, χρειάζεται πραγματική επιθυμία και εντατική προσπάθεια. Ίσως μερικοί θεωρήσουν πιο εύκολο να παραμείνουν στον συνηθισμένο, εξωτερικό τρόπο προσευχής. Όμως είναι σίγουρο, ότι αυτοί ποτέ δεν θα καταφέρουν να πραγματοποιήσουν επιτεύξεις Πνευματικές, να διαγράψουν τη δική τους Πνευματική πορεία, γιατί θα τους λείπει η Πνευματική ώθηση, που δεν είναι παρά ο διακαής πόθος της επαφής με το Θεό και η ισχυροποίηση της φωνής του Πνεύματός τους, που μεταφέρει τη Θεία Θέληση. Γι’ αυτό ο άνθρωπος, που έχει κατανοήσει τη μεγάλη σημασία της προσευχής, πρέπει να θέσει σαν στόχο του να ενεργοποιήσει την υπόστασή του ολόκληρη, να βρίσκεται συνέχεια σε ετοιμότητα και εγρήγορση, ώστε να ανακαλύψει το κανάλι του και να κατορθώνει σταδιακά να το καθαρίζει και να το εκλεπτύνει, για να αυξάνονται οι δυνατότητές του.
Ο άνθρωπος, όπως η χήρα της παραβολής, πρέπει να εμμένει και να επιμένει. Έχοντας υπόψη του ότι υπάρχει ένας ιδιαίτερος δρόμος, που οδηγεί με ταχύτητα στο Θεό, δεν πρέπει να απογοητεύεται. Θα ξεκινήσει την προσπάθειά του, αφήνοντας ελεύθερη την υπόστασή του να εκδηλώνεται, όπως αυτή γνωρίζει. Στην αρχή και ο ίδιος θ’ απορήσει, γιατί θα δει πως ενώ μπορεί να είναι καλός ομιλητής, εκείνη τη στιγμή δεν μπορεί να καταδείξει την ικανότητά του. Αυτό συμβαίνει, γιατί οποιοδήποτε εξωτερικό απόκτημα, αν δεν πηγάζει από το εσωτερικό του «είναι», δεν έχει καμιά επίδραση στην προσευχή του. Η ζωή του μπορεί να του έχει προσδώσει διάφορες γνώσεις, βοηθώντας τον να έχει ένα ευρύ λεξιλόγιο και μια άνεση στην έκφραση. Για να το εκμεταλλευτεί όμως αυτό και να το καταστήσει Πνευματικά ωφέλιμο, πρέπει να το στρέψει προς τα μέσα του, να το χρησιμοποιήσει όχι σαν προβολή του, αλλά να προσπαθήσει να το προσαρμόσει, να το συνδέσει με το Πνεύμα του, ώστε η ροή του λόγου του να προέρχεται όχι από τις γήινες επίκτητες γνώσεις του, αλλά από την Πνευματική Αρχή του. Δηλαδή, την εξωτερική εκδήλωση πρέπει να τη μετατρέψει σε εσωτερική Πνευματική αρετή και εκλέπτυνση. Τότε αμέσως θα καταλάβει την ωφέλεια και τη δύναμη που κέρδισε, γιατί θα νιώσει μεγαλύτερη ευκολία στη συνομιλία του με το Θεό και θα συνεχίσει με περισσότερη πίστη και ένταση.
Τι γίνεται όμως με τον άνθρωπο, που δεν έχει λεκτική ευχέρεια; Αυτός θα υστερήσει; Όχι φυσικά. Θα κάνει την προσπάθειά του με όποιον τρόπο μπορεί. Θα προσεύχεται στην αρχή με δυο – τρεις λέξεις ή θα σχηματίζει κακοδιατυπωμένες φράσεις και θα δυσκολεύεται να ολοκληρώσει και να παρουσιάσει τα νοήματα που θέλει. Όμως σιγά σιγά θα βλέπει ότι αποκτά μια ροή, ότι πιο εύκολα ερμηνεύει με λέξεις τα μηνύματα της ψυχής και του πνεύματός του. Οι προσευχές του βέβαια θα είναι πιο απλές, όμως η εσωτερική εξέλιξη και ανάπτυξη των δύο ανθρώπων θα συμβαδίζει και θα υπάρχει όμοια παροχή βοήθειας και Φωτός και στους δύο από το Θεό. Ο ένας προσπαθεί να εκδηλώσει την εσωτερική του ώθηση και να τη φανερώσει απλά. Ο άλλος αγωνίζεται να πνευματοποιήσει το χάρισμά του και να το κάνει μεταφορέα των Θείων νοημάτων και της εσωτερικής του φωνής, χωρίς να πέφτει στο λάθος της επίδειξης και των εκφραστικών συνθέσεων, που εντυπωσιάζουν, χωρίς να έχουν καμιά σκοπιμότητα.
Όταν ο άνθρωπος βρει το κανάλι του και προσαρμοστεί σ’ αυτό, έχει κάνει μια πολύ μεγάλη πρόοδο. Όμως δεν είναι αρκετή. Μπορεί η προσευχή του να είναι εξωτερικά ολοκληρωμένη, αλλά να της λείπει η ψυχική ένταση, ο Πνευματικός πόθος, η διακαής επιθυμία. Η χορδή, δηλαδή, η οποία υπάρχει μέσα του, παραμένει αδρανής, δεν κινείται. Δεν υπάρχει ή είναι πολύ αδύναμο το αίτιο, που θα προκαλέσει την ιδιαίτερη παλμοδόνηση και θα τον εξακοντίσει σε μεγάλα Πνευματικά ύψη. Είναι αναγκαίο η προσευχή του να δονείται από την Αγάπη, να διακατέχεται από την Αγάπη. Όχι την αγάπη την περιορισμένη, αλλά την Άπειρη Θεϊκή Αγάπη. Πρέπει να επιζητά συνεχώς το Φως, να μην ενδιαφέρεται για τις υλικές απολαύσεις, αλλά να θεωρεί πρωταρχικό στοιχείο στη ζωή του την Πνευματική του άνοδο, την εμπλούτισή του με περισσότερο Φως, την προσφορά σε καθέναν που έχει τη δύναμη να βοηθήσει. Μόνο τότε η προσευχή, που πηγάζει από τα βάθη του «είναι» του, θα αποκτήσει και τον απαραίτητο κραδασμό, ώστε να φτάσει στο Θεό ισχυρή, αμετάβλητη, αυτούσια, ικανή να επιφέρει αποτελέσματα και να έλξει βοήθεια. Οποιοδήποτε ενδιάμεσο στάδιο στην εξέλιξη της προσευχής δυναμώνει, προστατεύει και κατευθύνει τον άνθρωπο, δεν τον φτάνει όμως στην αυθόρμητη, εσωτερική επαφή του με το Θεό.
Ο άνθρωπος, που πέτυχε αυτή την επαφή, έχει ξαναποκτήσει ένα μεγάλο προνόμιο. Έχει ξανασυνδεθεί με την Πηγή της εκπόρευσής του, με το Θεό. Το υψηλό στάδιο που έχει φτάσει, ανοίγει σ’ αυτόν νέους ορίζοντες, αλλά και ζητά μεγαλύτερη ωριμότητα, υπευθυνότητα και προσοχή. Ο άνθρωπος δεν πρέπει παρασυρμένος από την επιτυχία του ν’ αρχίσει να απαιτεί, ούτε να δυσανασχετεί, όταν μια αίτησή του δεν φέρνει το ποθούμενο αποτέλεσμα. Αντίθετα πρέπει να προσπαθεί να παραμείνει ταπεινός, λάτρης του Φωτός και της Αλήθειας, να επιθυμήσει να εισχωρήσει σε βαθύτερες έννοιες, να συνειδητοποιήσει τους Θείους Νόμους της Δημιουργίας.
Γιατί τα Σύμπαντα διέπονται από Νόμους. Ο Θεός, που τα δημιούργησε, δεν μπορεί να παραβλέψει τους Νόμους ούτε να τους παραμερίσει. Γιατί και αυτούς ο Θεός τους δημιούργησε, με σκοπό να διατηρήσει την Αρμονία και την Τελειότητα στα Σύμπαντα. Οι Νόμοι εκφράζουν και υπηρετούν το Θεό. Είναι Αυτενεργείς και συντείνουν πάντοτε στην αποκατάσταση της Ισορροπίας και της Τελειότητας. Ο άνθρωπος είναι αναγκαίο να μαθητεύσει στους Θείους Νόμους, για να αιτεί και να παρακαλεί νόμιμα, για να μην είναι παράλογος και επιπόλαιος. Πρέπει να συνειδητοποιήσει τη Δικαιοσύνη του Θεού, να εγκολπωθεί την Αγάπη, και να υποκινήσει το Έλεος. Αν δεν κατανοήσει την Παγγνωσία του Θεού και δεν πιστέψει Αυτόν ως Πανδίκαιο και Πανάγαθο, απορρίπτει και το Έλεος του Θεού και επομένως δεν μπορεί να το δεχτεί.
Ο Θεός πάντα γνωρίζει το καλό του ανθρώπου και φροντίζει γι’ αυτό. Πολλές φορές όμως η ανθρώπινη αντίληψη σχετικά με το ωφέλιμο και ευεργετικό απέχει πολύ από τη Θεϊκή Γνώση. Αυτό που μπορεί στον άνθρωπο να φαίνεται η μεγαλύτερη συμφορά, είναι δυνατόν να είναι η πιο μεγάλη ευεργεσία, και το αντίθετο. Μπορεί μια δέηση, που ο άνθρωπος στην άγνοιά του νομίζει ότι εξυπηρετεί την εμφάνιση της Αλήθειας και του σωστού, στην πραγματικότητα να προκαλεί αναταραχές και σύγχυση. Και όπως είναι φυσικό, ο Θεός δεν αποδέχεται τη δέηση, γιατί δεν έλκει το Έλεος και δεν ταυτίζεται με τη Θεία Βουλή Του.
Για όλους αυτούς τους λόγους, ο προσευχόμενος δεν πρέπει ποτέ να παραιτείται από την προσπάθειά του και να απογοητεύεται. Κάθε φορά που μια ικεσία του δεν φέρνει αποτέλεσμα, πρέπει να προβληματίζεται και να ελέγχει τον εαυτό του. Να κρίνει αν είχε αγάπη, διακαή επιθυμία, ψυχική δόνηση, αν ήταν νόμιμος και σύμφωνος με το Θέλημα του Θεού. Μ’ αυτόν τον τρόπο θα βρίσκει τα λάθη του και θα διδάσκεται. Θα επαναλαμβάνει την έκκλησή του προσδίδοντάς της κάθε φορά και άλλα στοιχεία, που είναι απαραίτητα για να εκπληρωθεί. Και αν τελικά, παρ’ όλη την προσπάθειά του και τελειοποίηση της προσευχής του, αυτή δεν εκπληρώνεται, τότε σίγουρα είναι αντίθετη με το γενικό καλό, με τη Θεία Βουλή, που φανερώνει πάντα την Αγάπη.
Γιατί ο Θεός πάντα ακούει τον άνθρωπο. Όμως θέλει να τον βοηθήσει να εξελιχθεί και ν’ αναπτυχθεί ενεργοποιώντας το δικό του μηχανισμό. Αφού ο κριτής της αδικίας λύγισε κάτω από τις πιέσεις και τη μεγάλη επιμονή, είναι δυνατόν ο Θεός, που τόσο πολύ αγαπά τον άνθρωπο και που η Δικαιοσύνη Του είναι Τέλεια και Ακλόνητη, να μην προστρέχει κοντά του, να μην τον βοηθά κάθε στιγμή;
Ο Θεός δεν έχει ανάγκη από τη συνεχή επανάληψη της προσευχής. Γιατί ο Θεός είναι το Έλεος και η Αγάπη και πάντα προσφέρει απλόχερα. Ο άνθρωπος είναι αυτός που χρειάζεται να προσεύχεται συνεχώς. Γιατί μόνον έτσι μπορεί να προχωρήσει, ν’ αποκτήσει Πνευματικές εμπειρίες και Αληθείς γνώσεις, που πηγάζουν από την Πανσοφία του Θεού. Μόνον έτσι μπορεί να διακρίνει τα σφάλματά του, να υπαχθεί στους Νόμους και στο Θέλημα του Θεού. Να γίνει άξιος του Ελέους και να υποκινήσει το Νόμο, όχι μόνο για τον εαυτό του, αλλά για ολόκληρη την ανθρωπότητα.
Ο Θεός δεν θέλει τον άνθρωπο αχάριστο και ασυνείδητο επαίτη του Ελέους. Τον βοηθά και τον διδάσκει, για να φτάσει στο σημείο που να μην το χρειάζεται πια. Μέχρι να το επιτύχει όμως αυτό, ο άνθρωπος είναι απαραίτητο να προσεύχεται ενσυνείδητα, χωρίς να κουράζεται, να κλονίζεται και να επηρεάζεται από τα λάθη και τις στάσιμες περιόδους που περνάει. Πρέπει στα πάντα να διαβλέπει τη Σκοπιμότητα και το σωτήριο μάθημα, που θα αποκομίσει.
Η προσευχή του είναι η τροφοδοσία του. Μ’ αυτήν ισχυροποιεί την πίστη του, τειχίζεται με Φως, ωθείται σε μεγαλύτερη Πνευματική άνοδο και διακατέχεται από πόθο για Τελείωση. Αυτή τον μεταφέρει στο Θεό και τον εναποθέτει στην Αγκάλη Του. Η συνεχής προσευχή είναι μία από τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την πραγμάτωση του προορισμού του και δηλώνει την πίστη, την επιθυμία, την αγάπη, τη σταθερότητα, την αντοχή και τον ακατάβλητο πόθο του. Είναι η μόνη πραγματική ενίσχυση στην ανοδική πορεία του, η οποία θα τον οδηγήσει στο ύψος εκείνο, όπου ολόκληρη η υπόστασή του θα γίνει προσφορά, προσευχή και θυσία. Μόνο τότε ο άνθρωπος δεν θα έχει ανάγκη του Ελέους, γιατί θα έχει ανέλθει στο Θεό και θα ζει μέσα από τη Θεότητά Του σε Απόλυτη ταύτιση και Ένωση μαζί Του.