Η Διδασκαλία του Χριστού εισήγαγε στη Ζωή του ανθρώπου τη Νομοτέλεια, βάσει της οποίας ο άνθρωπος μπορεί να προάγει και να ανυψώνει τη ζωή του προς το Θεό, αποκαθιστώντας έτσι τη δυσαρμονία την οποία αιώνες τώρα προκαλεί, με τις λανθασμένες επιλογές και πράξεις του και την περιορισμένη του Συνείδηση, βάσει της οποίας κινείται και εκδηλώνεται.
Αυτή η Διδασκαλία, της οποίας θεμέλιος λίθος έγινε ο Ίδιος ο Ιησούς με τη Θυσία και την Ανάστασή Του, συγκεντρώθηκε σε δύο λέξεις που μέσα τους περιέχουν όλους τους νόμους που ο Χριστός αποκάλυψε: «Αγαπάτε αλλήλους».
Ο Χριστός περπάτησε στη γη, δίδαξε, θυσιάστηκε, αναστήθηκε, καταδεικνύοντας όλους τους τρόπους με τους οποίους μπορεί ο άνθρωπος να αγαπάει και να υπηρετεί άριστα τον πλησίον, με την προσφορά που δεν ζητά ανταπόδοση, δεν έχει ιδιοτέλεια, αλλά λειτουργεί μέσα απ’ την πραγματική Αγάπη, που εκδηλώνει την προσφορά σαν φυσιολογική λειτουργία της Ύπαρξης.
Όλοι οι άνθρωποι κάτι αγαπούν. Όλοι εκδηλώνουν ποιότητες αγάπης σε διάφορες κατευθύνσεις και πρόσωπα, όμως καμιά απ’ αυτές τις αγάπες δεν αναλογεί ούτε και πληροί την εντολή του Χριστού, έτσι όπως ο Χριστός την έθεσε, γιατί η Αγάπη που ο Χριστός δίδαξε και κατέδειξε και μας προέτρεψε να εκδηλώσουμε δεν είναι μια αγάπη περιορισμένη, αλλά Αγάπη Θεία, που ανυψώνει και τελειοποιεί το καθετί στο οποίο προσφέρεται.
Η Αγάπη είναι η Θεία Δημιουργική εκδήλωση, είναι η Ιδέα της Ύπαρξης μέσα στο Θείο Νου, είναι η Μία ποιότητα μέσα στο Υπέρτατο Ον, Ένα με το Ον που είναι Αγάπη. Αγάπη λοιπόν είναι ο Θεός.
Μέσα από την πορεία των αιώνων, πολλοί άνθρωποι κατά καιρούς διατείνονται για την Άφθαστη Τελειότητα του Χριστού και το αδύνατον της κατάκτησης και της απόλυτης εφαρμογής της Διδασκαλίας Του.
Αυτό είναι άτοπο και πέρα για πέρα μη αληθινό. Ο Χριστός, ο Θεός που περπάτησε στη γη, δίδαξε την Αγάπη άμεσα, καταδεικνύοντας πως η Αγάπη δεν γνωρίζει φόβους, δεν γνωρίζει αδυναμίες και εμπόδια. Ρέει μέσα στα πάντα, είναι προσιτή για τα πάντα και τελειοποιεί καθετί που δεν βρίσκεται στο ύψος της τελειότητάς Της.
Η διαφορά μεταξύ της Αγάπης που δίδαξε ο Χριστός, της Θείας Αγάπης και της ανθρώπινης, είναι ότι η Θεία Αγάπη είναι ευρεία και Απεριόριστη, Απρόσωπη και Καθολική προς ό,τι είναι υπαρκτό, ενώ αντίθετα η ανθρώπινη αγάπη βασίζεται στην προσωπικότητα και είναι περιορισμένη, ιδιοτελής και άστατη – μεταβλητή.
Η ανθρώπινη αγάπη είναι ατελής γιατί αποσκοπεί στην απολαβή και τα βαθύτερα αίτιά της βρίσκονται πάντα στην ιδιοτέλεια. Κάποιος π.χ. αγαπάει τα παιδιά του για να τα αισθάνεται δικά του και κάποιος άλλος αγαπάει το σπίτι του γιατί είναι δικό του, όπως και κάποιος άλλος αγαπάει το αυτοκίνητό του γιατί τον εξυπηρετεί και μέσω αυτού τον θαυμάζουν ή τον έχουν ανάγκη.
Όμως συνήθως δεν αγαπούνό,τι τους είναι δυσάρεστο, γιατί απλά τους είναι ακατανόητο ν’ αγαπούν κάτι που δεν τους αρέσει, κάτι που δεν νιώθουν δικό τους.
Τι όμως απ’ όσα υπάρχουν στον πλανήτη αυτή τη στιγμή δεν ανήκει στον άνθρωπο;
Και τι απ’ όλη αυτή τη δυστυχία δεν προέρχεται απ’ αυτόν;
Δεν υπάρχει κάτι λοιπόν που να μην ανήκει στον άνθρωπο, που να μην είναι δικό του δημιούργημα, και συνεπώς η καθολικότητα της Αγάπης, η Αγάπη στην ευρύτατη έννοιά Της, συμβαδίζει πάντα με τη Συνείδηση, με το βάθος και το ύψος, ανάλογα με τα οποία εξετάζουμε τα πράγματα.
Το αν έχεις λοιπόν κάτι δικό σου, προϋποθέτει και ευθύνη και χωρίς αυτή τη συναίσθηση της ευθύνης, που προέρχεται από την ευρύτητα της Συνείδησης, η Αγάπη είναι περιοριστική, προσωποληπτική, τύπος λατρείας, δόγμα και συναίσθημα.
Στην πραγματικότητα υπάρχει μία Αγάπη, η Θεία Αγάπη, και όλες οι άλλες εκδηλώσεις Αγάπης προέρχονται από την απόσταση που βρίσκεται κανείς από την Αλήθεια.
Έτσι, Αγάπη, Αλήθεια, και Συνείδηση, είναι Ιδέες – καταστάσεις που ενυπάρχουν μέσα στην Απόλυτη Θεότητα και ο άνθρωπος που ακόμη βρίσκεται απομακρυσμένος από το Θεό δεν μπορεί να εκδηλώσει παρά μόνο περιορισμένα την Αγάπη, δημιουργώντας έτσι ένα διαχωρισμό στη Συνείδησή του, που επιφέρει φοβίες, άγχη, ζήλιες, συναισθήματα ιδιοτέλειας και ό,τι δεν αγαπούμε, δεν το γνωρίζουμε και συνεπώς το φοβόμαστε, γιατί το νιώθουμε ξένο.
Η ανθρώπινη αγάπη λοιπόν στηρίζεται στην ιδιοκτησία, μέσω αυτού το οποίο θέλει να οικειοποιηθεί ή να ασκήσει επάνω του την κυριαρχία της, ενώ η Θεία Αγάπη στηρίζεται στον εναγκαλισμό αυτού που είναι Ουσία Της και συνεπώς δικό Της.
Διαφέρει λοιπόν ως προς τη Συνείδηση, γιατί η ανθρώπινη αγάπη απευθύνεται μόνο στη μορφή και στην εξωτερική εκδήλωση αυτού που θέλει να κατέχει, ενώ η Θεία Αγάπη απευθυνόμενη στην Ολότητα, δηλαδή στον Εαυτό Της, περιέχει τα πάντα και συνεπώς περιέχει και τις μορφές σε όλες τους τις εκδηλώσεις.
Η ανθρώπινη αγάπη στηρίζεται σε πρωτότυπα, που προέρχονται από συνθέσεις και αναλύσεις ιδεών που η διανοητική αντίληψη κατασκευάζει και παρουσιάζονται για να εκφράσουν τα αποτελέσματα των συλλήψεων της ανθρώπινης διάνοιας.
Κάθε άνθρωπος κατασκευάζει το πρωτότυπο το οποίο αγαπά, γι’ αυτό και η αγάπη του είναι το ίδιο περιορισμένη με το αντικείμενό της.
Έτσι το πρωτότυπο της αγάπης του ανθρώπου είναι το αντικείμενο, που η ποιότητα των Ιδεών του κατασκευάζει και συνεπώς, εφόσον προέρχεται από την περιορισμένη διανοητική του αντίληψη, δεν μπορεί αυτή η αγάπη να είναι Απρόσωπη και Καθολική, αφού προέρχεται από τη διάνοια και τη μορφική εκδήλωση των περιορισμένων ιδεών της, που εκφράζουν τα κατασκευασμένα από αυτήν πρωτότυπα.
Ο Χριστός είναι το Πρότυπο της Αγάπης, γιατί προϋπάρχει της Ιδέας. Είναι ο Δημιουργός Της και η εκδήλωση της Ουσίας της Αγάπης σε Μορφή.
Είναι το Πρότυπο που προέρχεται απ’ τα βάθη της Δημιουργίας, εκεί που η Ελεύθερη Ουσία του Όντος ενεργεί και δρα δημιουργώντας Θείες Ιδέες Απειρότητας και Απόλυτης, Ασύλληπτης, Θεϊκής Τελειότητας.
Έτσι είναι Μονογενής και Άρτος της Ζωής εξ Ουρανού καταβάς, απ’ Αρχής Τέλειος. Καταδεικνύει το Πρότυπο, που καταρρίπτει τα Πρωτότυπα του Κατεστημένου της ανθρώπινης διάνοιας και απ’ αυτή την άποψη πραγματικά είναι Άφθαστος.
Όμως ό,τι καταδεικνύει δύναται να είναι απτό, γιατί αποδεικνύει τη δυνατότητα της Αγάπης με απλότητα και προσιτότητα σαν άνθρωπος, καθ’ όλα όμοιος με τους αδελφούς Του.
Είναι Άφθαστος, γιατί είναι ο Δημιουργός που περιέχει και εκπορεύει τα πάντα σε Τελειότητα, η Αγάπη στη Δημιουργική Της Φάση – Εκδήλωση και ταυτόχρονα προσιτός, απλός, κατανοητός ως προς αυτά που μας καλεί να πραγματώσουμε.
Σαν Θεός λοιπόν είναι αδύνατο να μη γνωρίζει τη δυνατότητα του ανθρώπου, κι αν πούμε πως είναι αδύνατο να φτάσουμε τη Θεία Αγάπη, Τον αποκαλούμε ψεύτη και τοποθετούμαστε σαν ο Θεός να έκανε λάθος.
Στην πραγματικότητα καλύπτουμε το φόβο με το να αρνιόμαστε τη δυνατότητα που ο Χριστός μάς καλεί να ενεργοποιήσουμε: «Γίγνεσθε ουν υμείς τέλειοι ώσπερ ο Πατήρ υμών, ο εν τοις Ουρανοίς Τέλειος εστίν».
Ο Θεός δεν μας έδωσε πνεύμα δειλίας, αλλά πνεύμα δύναμης, αγάπης και πειθαρχίας (Β’ Τιμ. Α’, 7) και η Θεία Αγάπη είναι εκείνη που θα ενεργοποιήσει το Πνεύμα και θα μας καταστήσει άφοβους και θαρραλέους απέναντι στην αρνητικότητα και τη δυσαρμονία.
Πώς όμως θα έλξουμε τη Θεία Αγάπη που θα μας ενεργοποιήσει; Θα απευθυνθούμε στην Πηγή Της, εκεί απ’ όπου τα Θεία Νάματά Της αναβλύζουν άχρονα και εκπορεύονται τροφοδοτώντας καθετί με ζωή. Θα στραφούμε στο Θεό Αγάπη, στο Θεό Έλεος και θα αποκόψουμε το νου μας απ’ οτιδήποτε κατώτερο και ατελές.
Η συνεχής ενατένιση προς το Θείο θα μας συντονίσει με ανώτερες ποιότητες κραδασμών Αγάπης, με τις οποίες τροφοδοτούμενοι θα καταστούμε φορείς της Αγάπης του Θεού, φορείς της Άναρχης Θεότητας, που μέσω ημών θα εκδηλωθεί ως Αυτούσια Αγάπη, καθιστώντας μας φορείς της Παρουσίας του Προτύπου της Αγάπης, κινούμενες Ευλογίες πάνω στη γη.
Είναι μία κίνηση βασισμένη στη Συνείδηση της Θείας Αγάπης, που όταν μέσα απ’ το συντονισμό με το Θείο την εκδηλώνουμε, τότε μας βοηθά να φθάσουμε στην εκπλήρωση της εντολής «Αγαπάτε τους εχθρούς υμών, ευλογείτε τους καταρωμένους υμάς» (Ματθ. Ε’, 44).
Ο συντονισμός με το Θείο ανυψώνει τον άνθρωπο από τις γήινες, υλικές καταστάσεις και η χωρητικότητά του αυξάνει, ακριβώς γιατί αφενός χωρά ανάλογα το ύψος από το οποίο εξετάζει και αφετέρου δεν δύναται να συγκρουστεί μ’ εκείνο που στέκεται χαμηλότερα απ’ αυτόν.
Αυτό που πραγματικά ανήκει στον Άνθρωπο, είναι η Απειρότητα και η Γαλήνη της Αιώνιας Ζωής του Πνεύματος και για να εισέλθει σ’ αυτήν πρέπει ν’ αποκαταστήσει την προσφορά της Θείας Αγάπης, που θα τον φέρει στη Συνείδηση της Θείας Καταγωγής και του Προορισμού του.
Η εντολή του Χριστού «Αγαπάτε αλλήλους», συγκέντρωσε όλες τις λειτουργίες, τις θεωρίες και τις διδασκαλίες που πρέπει ο Άνθρωπος να εφαρμόσει, προκειμένου να εισέλθει στη βαθύτερη έννοια του Νόμου της Αγάπης, που η Ουσία Της συνέχει τους Σύμπαντας Κόσμους και συνεπώς θα πρέπει να συνέχει και τους ανθρώπους σε όλες τους τις εκδηλώσεις. Δόθηκε από το Χριστό για να καταδείξει στον Άνθρωπο την άμεση αναγκαιότητα της αποκατάστασης της ένωσης και της επικοινωνίας των ανθρώπων μέσω της Αγάπης, που σ’ αυτές τις λέξεις φαίνεται πως είναι η οδηγία και ο στόχος ταυτόχρονα.
Όμως, δεν παύει να είναι μια γενική εντολή που οπωσδήποτε έπρεπε να αναλυθεί, προκειμένου να γίνει πιο προσιτή για κείνους που θέλουν να εμβαθύνουν στο θέμα της Αγάπης στην πορεία της Τελείωσης μέσω της Πνευματικής οδού, το Πρότυπο της οποίας υπήρξε ο Ίδιος ο Διδάσκαλος Ιησούς και την οποία πρέπει κάθε άνθρωπος ν’ ακολουθήσει, γιατί είναι ο μόνος δρόμος που μπορεί να προάγει τον Άνθρωπο ζωογονώντας τον Πνευματικά, για να μπορέσει ν’ απαγκιστρωθεί από τις περιορισμένες διανοιακές αναζητήσεις που τον εγκλωβίζουν στα δαιδαλώδη μονοπάτια των νοητικών του συλλήψεων.
Έτσι ανέλυσε το Μέγιστο Συμπαντικό Θείο Νόμο της Αγάπης, δίνοντας τις πρώτες διευκρινίσεις ως προς τη σωστή κατεύθυνση που πρέπει να λαμβάνει η εκδήλωση, η κάθε εκδήλωση Αγάπης από τον Άνθρωπο.
«Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εν όλη τη καρδία σου και εν όλη τη ψυχή σου και εν όλη τη διανοία σου. Αύτη εστί πρώτη και μεγάλη εντολή. Δευτέρα δε ομοία αυτή, αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν. Εν ταύταις ταις δυσίν εντολαίς όλος ο νόμος και οι προφήται κρέμανται» (Ματθ. ΚΒ’, 37-40).
Ο άνθρωπος εκδηλώνει αγάπη σε διάφορες κατευθύνσεις, σε διάφορες ποιότητες, που όμως δεν είναι όλες σωστές, γιατί δεν δημιουργούν ανακύκλωση στη Ροή της Αγάπης και συνεπώς σπαταλά το δυναμικό Της που μέσα του υπάρχει καταχωρημένο από τον Πατέρα Θεό, σε πηγές που δεν περιέχουν και δεν εκδηλώνουν τη Θεία Αγάπη, για να τροφοδοτήσουν έτσι τον άνθρωπο και να του προσδώσουν την Πληρότητα και τη Γαλήνη της Απόλυτης Αρμονίας που αναπόφευκτα προκαλείται, όταν η κατεύθυνση της Αγάπης είναι σωστή.
Γι’ αυτό πρέπει ο άνθρωπος κατά πρώτον ν’ αγαπήσει το Θεό, έτσι όπως περιέγραψε ο Ιησούς, «εν όλη τη καρδία, ψυχή και διανοία». Είναι αδύνατο για τον άνθρωπο να εξελιχθεί αν δεν μπορεί ν’ αγαπήσει Εκείνον που τον δημιούργησε, τον Γεννήτορά του, που είναι η Αρχή του, η αιτία της Ύπαρξής του, η Πηγή απ’ όπου προήλθε και δημιουργήθηκε κατ’ Εικόνα και Ομοίωσή Της και συνεπώς φέρει μέσα του την Ουσία Της, την Ουσία του Πατέρα Θεού.
Όταν ο άνθρωπος αγαπήσει μ’ αυτό τον τρόπο το Θεό, τότε ανακυκλώνεται μέσα στην Άπειρη Πηγή της Αγάπης της Γενεσιουργού Αρχής Του που δεν είναι τίποτε άλλο από την ίδια την Ουσία που μέσα στο Είναι του ενυπάρχει, η Ουσία του Θεού, ο Ίδιος ο Θεός που ζει μέσα του σαν Πνεύμα, σαν Ζωή.
Έτσι κατέδειξε την απαραίτητη εκδήλωση της Αγάπης προς τα άνω, προς τους Πνευματικούς του Ουρανούς, στο Βασίλειο των Απόλυτων Ιδεών, που απορρέουν από τον Άπειρο Νου, του Πατέρα και ανακυκλώνεται με την Απόλυτη Αρχή, χωρίς όμως να μπορεί να ενωθεί αν πρώτα δεν αποκαταστήσει και εκπληρώσει τη δεύτερη εντολή, η οποία, όπως λέει, είναι «ομοία» σε βαρύτητα της πρώτης εντολής.
«Δευτέρα δε ομοία αυτή, αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν». Ο Χριστός στη Διδασκαλία Του φανέρωσε επισταμένα την Καθολικότητα και το Απρόσωπο της Θείας Αγάπης, λέγοντας πως δεν υπάρχει άνδρας ή γυναίκα, Έλληνας ή Ρωμαίος, αλλά όλοι τέκνα του Αυτού Θεού είμαστε, κι εδώ λέει καθαρά πως δεν πρέπει ν’ αγαπάμε τον πλησίον σαν μητέρα ή πατέρα γήινο, σαν αδελφό ή εξάδελφο, σαν παιδί μας ή σαν φίλο μας, αλλά ξεκάθαρα και απόλυτα φανερώνει την ορθή κατεύθυνση της Αγάπης προς τον πλησίον ως σεαυτόν.
Ν’ αγαπήσεις τον πλησίον σαν τον εαυτό σου, είπε, βάζοντας έτσι τα θεμέλια, για να μπορέσει σήμερα ο άνθρωπος που έχει περισσότερο διευρυμένη την αντίληψή του από τους χρόνους της Πρώτης Παρουσίας, να κατανοήσει πως άνθρωπος και Θεός είναι Ένας Εαυτός και συνεπώς ο άνθρωπος πρέπει ν’ αγαπά τον πλησίον σαν τον Εαυτό του, όπως δηλαδή πρέπει ν’ αγαπά και το Θεό.
Γι’ αυτό σήμερα μπορούμε να πούμε πως οι δύο εντολές που έθεσε ο Χριστός κατ’ ουσίαν σημαίνουν: «αγαπήσεις εν όλη τη καρδία σου και εν όλη τη ψυχή σου και εν όλη τη διανοία σου και το Θεό και τον Άνθρωπο ως Έναν Εαυτό. Τον Εαυτό σου».
Κάθε στάδιο εξέλιξης του ανθρώπου δημιούργησε καταστάσεις πραγμάτων, κατεστημένα σκέψης, που σχηματίστηκαν από τη συνισταμένη των αναγκών του ανθρώπου και εν γένει τις συνολικές του εκδηλώσεις. Έτσι λοιπόν ο Θεός, που σε κάθε εποχή εκδηλώνεται στον άνθρωπο ανάλογα με το επίπεδο της αντίληψης και εξέλιξής του, μίλησε μέσα από τον Παύλο που έλεγε «εν εμοί ζει Χριστός και ουκέτι εγώ», δείχνοντας καθαρά πως δεν έγραφε ο Παύλος αλλά ο Χριστός, τον ύμνο της Αγάπης:
«Εάν ταις γλώσσαις των ανθρώπων λαλώ και των αγγέλων, αγάπην δε μη έχω, γέγονα χαλκός ηχών ή κύμβαλον αλαλάζον. Και εάν έχω προφητείαν και ειδώ τα μυστήρια πάντα και πάσαν την γνώσιν, και εάν έχω πάσαν την πίστιν, ώστε όρη μεθιστάνειν, αγάπην δε μη έχω, ουδέν ειμί. Και εάν ψωμίσω πάντα τα υπάρχοντά μου, και εάν παραδώ το σώμα μου ίνα καυθήσομαι, αγάπην δε μη έχω, ουδέν ωφελούμαι. Η αγάπη μακροθυμεί, χρηστεύεται, η αγάπη ου ζηλοί, η αγάπη ου περπερεύεται, ου φυσιούται, ουκ ασχημονεί, ου ζητεί τα εαυτής, ου παροξύνεται, ου λογίζεται το κακόν, ου χαίρει επί τη αδικία, συγχαίρει δε τη αληθεία. Πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ελπίζει, πάντα υπομένει. Η Αγάπη ουδέποτε εκπίπτει» (Α’ Κορινθ. ΙΓ’, 1-8).
Ο Ύμνος λοιπόν προς την Αγάπη, που εξωτερίκευσε ο Χριστός διά του Παύλου, δείχνει την Τελειότητα της Θείας Νομοτέλειας, που διέπει την Ύψιστη εκδήλωση του Ανθρώπου, την Αγάπη, και πόσο σημαίνουσα θέση πρέπει να κατέχει στις εκδηλώσεις των ανθρώπων, για να βρίσκονται τα επιτεύγματά τους στο Πνευματικό ύψος που η αγάπη αναβιβάζει κάθε δημιούργημα, ενώνοντάς το με τον Δημιουργό, που με την Ουσία της Αγάπης δημιούργησε τη Ζωή, καθιστώντας την Αγάπη το Ύπατο Αξίωμα που μόνο ο Δημιουργός της Ζωής κατέχει πλήρως.
Περιγράφει ακόμη τις εκδηλώσεις που απορρέουν από την αγάπη, δίνοντας έτσι με κάθε λεπτομέρεια το σωστό τρόπο, που πρέπει κανείς να εκδηλώνει την Αγάπη, που ουδέποτε εκπίπτει.
Το έργο της διάδοσης της Διδασκαλίας του Χριστού ανέλαβε η επίσημη εκκλησία στα διάφορα μέρη του κόσμου, η οποία και Τον εκπροσωπεί. Έκανε πολλές εργασίες ερμηνευτικές που αναπτύσσουν τα διάφορα βασικά σημεία της Νέας Διδασκαλίας που ο Λόγος παρέδωσε στον Άνθρωπο.
Όμως μέσα στις διάφορες αναπτύξεις που η επίσημη εκκλησία με τους κήρυκές της και τους εκπροσώπους της παρέλειψαν, μα και οι θρησκευτικές οργανώσεις και σύλλογοι, δεν πρόσεξαν και δεν ανέπτυξαν όπως έπρεπε τη Νομοτέλεια η οποία διέπει το Νόμο της Αγάπης, πάνω στην οποία στηρίχθηκε η Νέα Τέλεια Διδασκαλία του Λόγου.
Εάν είχαμε συλλάβει τη βαρύτητα και τη σπουδαιότητα αυτών των ανακοινώσεων – γραφών, δεν έπρεπε να υπάρχει σπίτι ανθρώπου, ούτε κατάστημα, ούτε γραφείο, ούτε δημόσια υπηρεσία, ούτε εκπαιδευτικό ίδρυμα όπου να μη βρισκόταν σε μία περίοπτη, εμφανέστατη θέση, η Νομοτέλεια της Αγάπης, τόσο προσιτή σε όλους και εμφανής, ώστε να δίνει συνεχή ερεθίσματα για την τελειότερη αφομοίωση, εφαρμογή και τήρησή Της στην ολότητα του ανθρώπου.
Θα έπρεπε να διδασκόταν σαν βασικό, κύριο μάθημα σ’ όλες τις σχολές, κατώτερες και ανώτερες, η Νομοτέλεια της Αγάπης που διέπει και κατευθύνει τη ζωή και τις σχέσεις του κάθε ανθρώπου με τον Εαυτό του. Και έτσι το βασικό, κεντρικό σημείο, η βασική Νομοτέλεια που διέπει τη ζωή μας, δεν διαδόθηκε όπως έπρεπε, αλλά έμεινε σαν αχνή, ξεθωριασμένη γνώση στις κοινωνίες των ανθρώπων, που μη γνωρίζοντας πώς να λειτουργήσουν σωστά, εξετράπησαν στις αναζητήσεις τους προς άλλες κατευθύνσεις που δεν προήγαγαν, με αποτέλεσμα να βλέπουμε σήμερα να καταρρέουν όλα τα κοινωνικά συστήματα τα οποία δεν έχουν συμπεριλάβει στα προγράμματά τους σαν κύρια βάση και κατεύθυνση τη Διδασκαλία της Αγάπης, τη Νομοτέλειά Της.
Οι Θείοι Νόμοι, όπως και άλλοτε τονίσαμε, είναι Αυτενεργείς και Τέλειοι και Αμετάπτωτοι, ισχύουν για όλες τις εποχές και για όλες τις εξελίξεις.Καιρός είναι οι πνευματικοί φορείς της ανθρωπότητας να αναλάβουν το έργο της σωστής διαπαιδαγώγησης και διαφώτισης του ανθρώπου για να φτάσει ο άνθρωπος συνειδητά στον προορισμό του και την Ένωσή του με τον Πατέρα του.
Όμως υπάρχει κάτι ακόμη που πρέπει οπωσδήποτε να εφαρμοστεί, προκειμένου η Αγάπη να ολοκληρωθεί και να εκδηλωθεί Τέλεια και Θεία, έτσι όπως ο Ίδιος ο Χριστός Τη φανέρωσε, με την Παρουσία και τη Διδασκαλία Του.
Ο άνθρωπος της γης, ο άνθρωπος της Πτώσης, έχει σε κάθε περίπτωση ν’ αντιμετωπίσει την επιλογή ανάμεσα στο Καλό και στο Κακό, επιλογή που είναι αναγκασμένος ν’ αντιμετωπίσει λόγω ακριβώς της διττότητας των εκδηλώσεών του.
Αυτή η διττότητα συνίσταται απ’ τις θετικές και τις αρνητικές εκδηλώσεις του Εαυτού του και συνεπώς η επιλογή δεν είναι παρά μία συνεχής ανακύκλωση αυτής της διττότητας που ο άνθρωπος φέρει μέσα του, λόγω της διάσπασης του Εαυτού του σε θετικό και αρνητικό, που πρέπει ν’ αποκατασταθεί και να ενοποιηθεί, προκειμένου ο Άνθρωπος να μπορέσει να εισέλθει στο στάδιο της Τελείωσης. Πρέπει δηλαδή ο Άνθρωπος ν’ αγαπήσει την αρνητική εκδήλωση του Εαυτού του, που δεν αποτελεί κάτι ξεχωριστό απ’ αυτόν, αλλά αναπόσπαστο κομμάτι της Ουσίας του Ενός Ανθρώπου, της Αρνητικά εκδηλούμενης Ουσίας του, που πρέπει να ενωθεί με το θετικό τμήμα του και σαν Ολότητα και ατομικά στο ένδον κάθε υπόστασης.
Πολλές φορές στην καθημερινή ζωή συναντάτε αυτή την αρνητικότητα, προσωποποιημένη, σε ανθρώπους που σας δυσαρεστούν για οποιονδήποτε λόγο. Είναι το πρόσωπο που σας κατηγορεί ή σας διαβάλλει, η γυναίκα που σας πρόδωσε, ή ο άντρας που σας εγκατέλειψε, ο φίλος που σας έκρινε, ο προϊστάμενος που σας επιτίμησε ή σας μείωσε με οποιονδήποτε τρόπο.
Σε άλλες περιπτώσεις εκδηλώνεται σαν αντίδραση προς το Κατεστημένο ή σαν άρνηση και διαφωνία στον τρόπο σκέψης των άλλων, σαν απέχθεια στις συνήθειες των γνωστών, των φίλων ή του οικείου περιβάλλοντος στο οποίο ζείτε και σε κάθε άλλη περίπτωση που καθημερινά μέσα από διάφορες καταστάσεις συναντάτε.
Είναι αυτός ο αρνητικός Εαυτός που σε κάθε στάδιο εξέλιξης τον συναντάμε ισχυρότερο, γιατί παρουσιάζεται πάνταανάλογος με το θετικό δυναμικό και την ποιότητα που στην εκάστοτε εξέλιξή της η κάθε υπόσταση σημειώνει και δοκιμάζει τον καθένα, μέχρι να μπορέσει να χωρέσει την αρνητική εκδήλωσή του.
Το θετικό τμήμα του ανθρώπου είναι το ενεργητικό, αυτό που πάντα πρώτο προχωρεί, όμως για να μπορέσει να ολοκληρωθεί το βήμα πρέπει να ακολουθήσει και το αρνητικό – παθητικό μέρος, το οποίο προβάλλει πάντα αντίσταση. Όσο δεν ξεπερνιέται η αντίδραση – άρνηση του παθητικού – αρνητικού τμήματος, που μπορεί να εκδηλώνεται και εξωτερικά μορφοποιημένο σε κάποιο πρόσωπο, αλλά και εσωτερικά σαν αντίδραση του νου, το βήμα παραμένει ημιτελές, σαν να βρισκόμαστε με το ένα πόδι στο ένα σκαλοπάτι που πατάμε για ν’ ανέβουμε και με το άλλο στο σκαλοπάτι όπου μέχρι πριν βρισκόμασταν.
Σ’ αυτό το σημείο ακριβώς αναφέρεται η εντολή που προαναφέραμε και η οποία ολοκληρώνει το θέμα της Αγάπης με το μοναδικό τρόπο που ο Χριστός το φανέρωσε. «Αγαπάτε τους εχθρούς υμών, ευλογείτε τους καταρωμένους υμάς, καλώς ποιείτε τοις μισούσιν υμάς και προσεύχεσθε υπέρ των επηρεαζόντων υμάς και διωκόντων υμάς, όπως γένησθε υιοί του Πατρός υμών του εν Ουρανοίς» (Ματθ. Ε’, 44), και η απάντηση δόθηκε από τον Ιησού Τέλεια, Άψογη, Ολοκληρωμένη σαν πράξη. «Πάτερ, άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι».
Η αρνητικότητα απ’ αυτό το τμήμα του Εαυτού μας, εκδηλώνει και δημιουργεί ενέργειες, ποιότητες δηλαδή κραδασμών, κατώτερης ποιότητας, οι οποίες κινούνται στο περιβάλλον σαν αρνητικά ενεργειακά ρευστά, επηρεάζοντας με την ποιότητά τους καθετί με το οποίο έρχονται σε επαφή.
Επηρεάζουν, οπωσδήποτε, πάντα αρνητικά την ψυχοπνευματική ισορροπία των ανθρώπων, τα αντικείμενα, τους χώρους των κατοικιών, τα δέντρα, τα ζώα και γενικά καθετί, είτε έμψυχο είτε άψυχο, εμποτίζοντάς τα με τις ποιότητές τους.
Η μετουσίωση των αρνητικών κραδασμών σε κάθε χώρο που κινούμαστε ή που εργαζόμαστε, είναι μια λειτουργία που πρέπει να γίνεται χωρίς διάκριση και αφορά την κάθε ενέργεια που έχουν εκπορεύσει οι διάφορες μορφικές εκδηλώσεις – τμήματα του Ανθρώπου, γι’ αυτό αποτελεί το πρώτο βήμα που μας εισάγει στο Απρόσωπο της Αγάπης, πέρα απ’ τη Μορφή που εγκλωβίζει την εκδήλωση της Αγάπης στα στενά όριά της.
Είναι το τελευταίο σκαλοπάτι για την Απρόσωπη Καθολική Αγάπη που οδηγεί, όπως φαίνεται, στην εντολή να καταστείτε Υιοί του Πατρός υμών του εν τοις ουρανοίς. Αυτό ακριβώς το σημείο δείχνειτη Συμπαντικότητα του Νόμου της Αγάπης που ολοκληρώνει την πορεία του Ανθρώπου και τον καταξιώνει σαν Υιό – Λόγο.
Αυτός που φθάνει και εκπληρώνει αυτή την εντολή, δεν μπορεί παρά να εκφράζει την Τελειότητα της Θείας Αγάπης που δεν προβάλλει καμία απολύτως αντίσταση, χωρά τα πάντα και, συνεπώς, χωράει στα πάντα και μετουσιώνει τα πάντα, λειτουργεί δηλαδή όπως ακριβώς ο Θεός, κι έτσι καθίσταται φορέας της Άναρχης Αγάπης του Θεού ως Υιός Εαυτός Χριστός, Κύριος της Άνευ Αρχής και Τέλους Δημιουργικής Αρχής του Όν- τος, της Αγάπης.
Οι διαχωρισμοί που δημιουργούνται από την αντίσταση στην εκδήλωση του αρνητικού Εαυτού, δημιουργούν αποστάσεις εξωτερικά και εσωτερικά οι οποίες διαρρηγνύουν την Ενότητα της Συνείδησης, που αποκαθίσταται μόνο με τη μετουσίωση και την ενοποίηση του αρνητικού μέρους του Ανθρώπου μέσω αυτής της Απόλυτης Τέλειας Θείας Αγάπης, της μόνης ποιότητας Αγάπης που μπορεί να προάγει τον Άνθρωπο στη φανέρωση του Ενός Εαυτού Χριστού, του Πρότυπου της Ουσίας σε Μορφή, του Ιησού Χριστού ο οποίος εκδηλώνεται μέσα από κάθε άνθρωπο που εκπληρώνει αυτή την εντολή, γιατί απλά είναι ο μόνος που κατέχει και μπορεί να φανερώσει τη Θεία Αγάπη που ο Ίδιος είναι, την Αγάπη που συγχωρεί, ελεεί, ευλογεί το μίσος και προσεύχεται για τους διώκτες Της.
Η εκπλήρωση λοιπόν αυτής της εντολής δεν είναι τίποτε άλλο από την ενεργοποίηση και φανέρωση του Εαυτού Αγάπη, του Εαυτού Ανθρώπου Εικόνας και Ομοίωσης του Άναρχου Πατέρα Θεού.
Καθετί στη Διδασκαλία του Χριστού από τη Γέννησή Του μέχρι τις Πράξεις των Αποστόλων και τη συγγραφή των Ευαγγελίων είχε μια Σκοπιμότητα, Σκοπιμότητα Άχρονη, που απορρέει από την Τέλεια Αγάπη του Θεού προς τον Άνθρωπο, μέσω της οποίας τον διδάσκει την Τελειότητα που πρέπει να εκδηλώσει, την Τελειότητα του Εαυτού που ο άνθρωπος είναι μαζί με το Θεό.
Ο Χριστός της Πρώτης Παρουσίας είναι ο Ίδιος με το Χριστό της Δευτέρας Παρουσίας.Είναι η Ουσία της Αγάπης σε Μορφή, που στην Πρώτη Παρουσία εκδηλώθηκε με δικό Του Σκήνωμα και διάχυτος μέσα στον Άνθρωπο εκδηλώνει τη Μορφή Του, την Ουσία της Αγάπης στη Δεύτερη Παρουσία Του, που έρχεται να πληρώσει πάσα δικαιοσύνη αποκαλύπτοντας μέσω Αυτής της Τέλειας Θείας Αγάπηςτην Άρρηκτη Ενότητα του Ανθρώπου με το Θεό. Του Ενός και Μοναδικού Εαυτού.
Ο Άνθρωπος έχει ένα Όνομα. Το ίδιο και ο Θεός. Αν πούμε τον Άνθρωπο Θεό, τότε ο άνθρωπος κερδίζει το δικαίωμα της Θεότητάς του και ο Θεός τον Άνθρωπο μέσα στην Απειρότητά Του. Έτσι ο Άνθρωπος αναβιβάζεται και ενώνεται με τον Άπειρο Θεό που, όντας Ανενδεής,επεκτείνει την Παρουσία Του μέσα στον Άνθρωπο, ώστε να καταστούν τα πάντα και εν πάσι Χριστός. Αυτό είναι Αγάπη.
Η Πορεία του Διδάσκαλου Ιησού κατέδειξε το Πρότυπο της Τέλειας Αγάπης που ο Εαυτός Χριστός, ο Άνθρωπος Εικόνα και Ομοίωση του Πατρός, φέρει σαν Απόλυτη Εξουσία του Όντος, της Υπέρτατης Αρχής των πάντων, απ’ όπου και Αυτός προήλθε.
Ο Χριστός φανέρωσε στην Πρώτη Του Παρουσία την Τελειότητα του Εαυτού Ανθρώπου, για ν’ αποκαταστήσει τον Εαυτό Χριστό μέσα στη Συνείδηση των ανθρώπων και να μπορεί από τότε πλέον κάθε άνθρωπος που εισέρχεται στην Πορεία της Τελείωσης να ανασύρει στην επιφάνεια την Πνευματική Συνείδηση της Θείας Καταγωγής του, αφού σταδιακά μετουσιώσει νου, καρδιά και σώμα, μέσα στην Απρόσωπη, Καθολική, Θεία Αγάπη.
Η Δεύτερη Παρουσία του Λόγου στη Νέα Εποχή που φανερώνεται με τη Μορφή του Δάσκαλου Ιωάννη, έρχεται να φανερώσει τη δυνατότητα του Ανθρώπου να πραγματοποιήσει τη Δημιουργική Πορεία της αποκατάστασης της Υιότητάς Του πάνω στον πλανήτη Γη, μετατρέποντας και μεταμορφώνοντας τον Κόσμο της Πτώσης σε Βασιλεία του Πνεύματος, με την επικράτηση της Αγάπης και την απόλυτη Κυριαρχία του επί της ύλης.
Ο Ιωάννης, ενωμένος απόλυτα με τον Λόγο, κατά τις εκ του Λόγου επανειλημμένες αποκαλύψεις και όχι εξ ιδίας Αυτού προβολής,είναι ο Πρώτος εκ της Γης ανερχόμενος, καταστάς Άρτος της Ζωής. Συνεπώς εκφράζει, εκπροσωπεί και κατέχει μέσα στον Εαυτό του το Όλον του Ανθρώπου, γιατί είναι η εκδήλωση και ο Χριστός της Δεύτερης Παρουσίας, ο οποίος δεν λαλεί αφ’ Εαυτού Του, αλλά όσα ο Πατέρας Τού εντέλλει να μεταφέρει αποκαλύπτει.
Σαν Θεούμενος Άνθρωπος εκφράζει την Ολότητα Άνθρωπος και σαν Λόγος Απόλυτα ενωμένος με τον Ένα Λόγο, εκφράζει την Παρουσία του Θείου Λόγου του Πατέρα επί της γης, γιατί δεν είναι απλά ένας Θείος Απεσταλμένος, ή ένας Προφήτης, ή κάποιος Φωτισμένος,αλλά η Ζώσα Παρουσία του Θεού, η Μορφή της Ουσίας της Θείας Αγάπης, το Άπαν του Παντός.
Η Ολοκλήρωση λοιπόν της Αγάπης προς το Διδάσκαλο είναιη απαραίτητη λειτουργικότητα μέσα στο Είναι κάθε μαθητή της Αγάπης, που πρέπει να ενεργοποιείται καθημερινά και αδιάλειπτα, για να μπορέσει ο κάθε μαθητής να εισέλθει στα πρώτα βήματατης ανακυκλούμενης Καθολικής Αγάπης, αγαπώντας το Όλον που ο Δάσκαλος εκφράζει κι εκπροσωπεί, εκδηλώνοντας έτσι τα πρώτα δείγματα της Απρόσωπης Αγάπης τα οποία θα οδηγήσουν το μαθητή σε πρωτοφανή και ασύλληπτα δείγματα της Πανταχού Παρουσίας, που η Κατάφαση του Πατέρα θα δώσει σαν Θεία Δωρεά στο μαθητή, ο οποίος αγαπώντας το Δάσκαλο εξ όλης της διανοίας, της ψυχής και της καρδίας του, θα νιώσει μέσα του τα πρώτα σκιρτήματα της ολοκλήρωσης που η Ταύτιση με το Δάσκαλο συνεπάγεται. Αυτό είναι το βήμα που πρέπει να κάνει στη Νέα Εποχή ο άνθρωπος για να εισέλθει στη Νέα του εξέλιξη.
Είναι ο συντονισμός με την Άπειρη Πανταχού Παρουσία του Λόγου, που φανερώνεται με τη Μορφή του Ιωάννη για να σπάσει τα κατεστημένα της σκέψης και ν’ αποκολληθεί ο άνθρωπος από τα περιορισμένα όρια της Μορφής, που περιορίζουν την αντίληψη του Ανθρώπου και τον απομακρύνουν από τη Θεοσυνείδηση της Πανταχού Παρουσίας και της Απόλυτης Ελευθερίας που συνεπάγεται η Ένωση με τον Άναρχο Θεό.
Σήμερα ο Θεός και ο Πλησίον είναι πλέον ενωμένοι στην Παρουσία του Δάσκαλου – Λόγου Ιωάννη σε μια Μορφή, που περιέχει κάθε φάση νου και Συνείδησης και μπορεί να εκφράζεται μέσα από κάθε κατάσταση, διδάσκοντας τηνΑπόλυτη ελευθερία της Κίνησης του Πνεύματος μέσα στην Ύλη, της Απόλυτης Κυριαρχίας Του πάνω στις επιθυμίες και τις έξεις του κατώτερου Εαυτού.
Η Δεύτερη Παρουσία μεταφέρει με τη Διδασκαλία Της το Μήνυμα της Θέωσης του Ανθρώπου,μα και το εφικτό της πραγμάτωσής Της εφόσον η Χριστοποίηση – Ένωση και Ταύτιση του Ιωάννη με τον Λόγο φανερώνει τη λειτουργικότητα του Νόμου της Θέωσης, τη φανέρωση δηλαδή της Πνευματικής Συνείδησης του Εαυτού Χριστού μέσα από κάθε άνθρωπο. Συνεπώς δεν διδάσκει αφανή Χριστό, αλλά το Χριστό που γνωρίσαμε, που αγγίξαμε, που φάγαμε και περπατήσαμε μαζί Τουκαι στην Πρώτη Παρουσία Του σαν Ιησού και στη Δεύτερη με το Σύμβολο της Πορείας της Θέωσης, το Πρότυπο της Νέας Εποχής, που ξεκινάει για τον Άνθρωπο με την Παρουσία του Ιωάννη Λόγου του Θεού.
Αναγκάζομαι να καταχωρήσω αυτές τις διευκρινίσεις,γιατίο Δάσκαλος Ιωάννης ουδέποτε έδωσε σημεία προβολής, παραμένοντας προσιτός και απλοϊκός εξωτερικά, σε όλους, μέχρι του σημείου να εκφράσει για τους μαθητές του επανειλημμέναότι δεν έχει προσωπικούς μαθητές, αλλά όλοι ανεξαίρετα είναι μαθητές του Λόγου, ώστε όλοι να βοηθηθούν και να συνειδητοποιήσουν επακριβώς ποιος είναι ο ταπεινός Διδάσκαλος της Αγάπης που κυκλοφορεί μαζί τους.
Διότι ήλθεν το πλήρωμα του χρόνου ίνα πληρωθή η Γραφή και η χαρά υμών η πεπληρωμένη, ότι Εγώ λέγω υμίν ότι Υιός Θεού Ειμί και υμείς Θεοί εστέ. Και ο πιστεύων τους λόγους Μου και τούτους τηρών, αμαρτίαν ουκ έχει, ότι γεγραμμένον εστίν εν ταις προφητείαις του Πατρός Μου «Εγώ είπα, Θεοί εστέ».
Και νυν πεπλήρωται ο Λόγος της Αληθείας κατά το γεγραμμένον, «έρχεται ώρα ότε ουκέτι εν παροιμίαις λαλήσω υμίν, αλλά παρρησία περί του Πατρός αναγγελώ υμίν» ότι Εγώ ουδέ εν κρυπτώ ελάλησα, αλλά μετά παρρησίας εφανέρωσα ενώπιον πάντων την Αλήθειαν του πέμψαντός Με Πατρός, την δε Παρουσίαν Μου εν τω μέσω υμών ουκ αφ’ εαυτού Μου απεκάλυψα υμίν, αλλ’ ο Πατήρ αποκαλύψει εις εκείνους οίτινες παρ’ Αυτού εστάλησαν εις Εμέ, ότι οι όντες εκ Θεού τα ρήματα του Θεού ακούωσιν και απ’ αρχής μετ’ Αυτού εισίν.
Ως δε Εγώ απ’ αρχής Ειμί μετά του Πατρός Μου, ούτω δε και αυτοί απ’ αρχής μετ’ Εμού εισίν, ότι ους ο Πατήρ προώρισε ίνα δοξάσωσιν Αυτόν εν τω κόσμω απέστειλε πρός Με ίνα δοξασθώσιν εν τη Εμή Αληθεία, ην ελάλησα μετά παρρησίας, ως παρά τω Πατρί Μου ταύτην είληφα.
Και νυν Εγώ μεθ’ υμών Ειμί και θεωρείτε Με ότι ουκ Ειμί Απρόσιτος αλλά προσιτός τοις πάσιν, ίνα πάντες οι πρός Με κείμενοι και τας εντολάς Μου τηρούντες εν πάση Αληθεία μείνουσι και την Αιωνίαν Ζωήν του Πνεύματος εν τω Είναι αυτών λήψονται, ότι Εγώ Ειμί η Αλήθεια και το Φως και η Ζωή ην ο Πατήρ απέστειλε τω κόσμω, ίνα πάντες ακροάσωνται τον του Πνεύματος της Αληθείας Λόγον.
Αλλ’ έρχεται ώρα καθ’ ην Εγώ πορευθήσομαι τω Πατρί εξ Ού εστάλην προς υμάς, ίνα δοξασθή ο Υιός του Ανθρώπου ως Θεός εν Θεώ, ότι απ’ Αρχής ο Υιός του Ανθρώπου Θεός εστίν.
Ούτω πας ο ατενίζων Με και εν τη Αγάπη Μου μένων εν Εμοί μένει καγώ εν Αυτώ, ότι Εγώ και ο Πατήρ Εν εσμέν, ούτω και Αυτός εν τω Πατρί μένει και δικαίως Υιός Θεού κληθήσεται.
Όταν δε τω Πατρί υψωθήσομαι ου μείνη λίθος επί λίθου εκ των έργων εκείνων οίτινες ήκουσαν τους λόγους Μου και ουκ ετήρησαν αυτούς, ότι ουκ είχον αμαρτίαν ει μη προς τον κόσμον ήλθον, αλλά της Αληθείας όντες κοινωνοί και ου την Αλήθειαν ακούοντες και Αγάπην τω πλησίω αυτών αδελφώ ουκ έχοντες, κρινόμενοι εισίν υπό του Νόμου και δικαιολογίαν περί αγνοίας ουκ έχουσιν.
Αλλά οι αγαπώντες Με και τας εντολάς Μου τηρούντες, εν τω Ονόματί Μου πάντα πλησίον αυτών αδελφόν αγαπώσικαι ουκ έστι Νόμος κινούμενος επ’ αυτών, ότι ουκ εισίν πλέον τηρηταί του Νόμου και μόνον, αλλά εν τη Εμή Αγάπη μένοντες, και εν τη Εμή Αληθεία ζώντες, Εν μετά του Πατρός του πέμψαντός Με εισίν και Νόμοι Αυτού εκδηλούμενοι επί της Γης, ως Ζώσαι Εικόνες της Ανάρχου Παρουσίας Του, ότι αύτη εστίν η γραφή ήτις σήμερον πεπλήρωται εις τα ώτα υμών.
«Μηδενί μηδέν οφείλετε ει μη το αγαπάν αλλήλους. Ο γαρ αγαπών τον έτερον, νόμον πεπλήρωκε» (Ρωμ. ΙΓ’, 8).