ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΣΑΛΩΜΗΣ – ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΗ ΜΑΡΙΑ (Αφηγήσεις ψυχής που τα έζησε και τα καταγράφει από εντός της) #
Δάσκαλος Χρ. Μποζατζίδη
θέλω να ζήσω άλλο. Πού είναι το σώμα Του; Θέλω να το δω. Θέλω να το προσκυνήσω. Δεν μπορεί να τα πάρετε όλα άνθρωποι. Όχι δεν μπορείτε. Θα πάμε μαζί μ’ εκείνον στις ερημιές, κάπου που να μην περνά κανείς και να καθήσω εκεί μαζί με το σώμα Του. Δεν θα αφήσω τα σκουλήκια της γης να το πειράξουν, δεν θ’ αφήσω τους ανθρώπους να τον περιγελούν. Έχω τη Μάνα Του μαζί. Θα καθήσουμε κι οι τρεις όπως παλιά. Μάνα, τι δεν έκανα; Δεν αντέχω τον πόνο σου Μάνα μου, δεν αντέχω την κραυγή σου.
‘Ακαρδη γυναίκα των καιρών, που ντύθηκες ρούχα πλουμιστά και πανάκριβα, βρήκες τελικά τον τρόπο για να σιγήσει η φωνή του. Παρήγγειλες στην κόρη σου, την όμορφη και ξακουστή για τους χορούς της να σαγηνέψει τον Ηρώδη για να βρεις κι εσύ το χώρο να εκπληρώσεις τον πόθο σου. Τον μίσησες τον Ιωάννη, Ηρωδιάδα. Τον μίσησες. Κι αυτό το μίσος είχε τόση ένταση μέσα σου που θα πουλούσες τα πάντα για να ικανοποιηθείς. Χρέωσες την κόρη σου με τις πράξεις σου. Της μετέφερες ιδέες που ενίσχυσαν ό,τι είχε σκεφτεί και ποθούσε. Γνώριζες μόνο τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες της, όχι γιατί η ίδια στις εκμυστηρεύτηκε αλλά γιατί βρήκες τρόπους επιτήδειους και πλάνους να τις πληροφορηθείς. Τα θυσίασες όλα ακόμα και το ίδιο σου το παιδί, μάνα άσπλαχνη.
Η Σαλώμη έφυγε απ’ το παλάτι. Τίποτε δεν ήταν όπως πρώτα. Ούτε για κείνους ούτε και για μας που τη μνήμη Του κρατούσαμε μέσα μας. Είπαν πως τρελλάθηκε. Δεν άντεξε τις φωνές που βγήκαν από το νου της. Φήμες μονάχα ακούστηκαν για κείνη ότι περπατούσε ασταμάτητα, με τα μαλλιά ξέπλεκα και τα ρούχα της λεκιασμένα φωνάζοντας με πόνο πολύ για όσα συνέβησαν.
Μέσα στις φήμες που ακούστηκαν για κείνη, το είναι μου ταραζόταν κι η καρδιά μου χτυπούσε πιο δυνατά που νόμιζα πως δεν άντεχα. Εικόνες φανερώνονταν μπροστά μου από μια αθέατη και μυστική πλευρά όπου κατά Χάρη Θεού και μόνο γνωστοποιήθηκαν και στη δική μου ψυχή, κινήσεις και εκδηλώσεις σου Σαλώμη που δημιούργησαν πληγές στην ανθρώπινη ύπαρξη.
Απ’ την ώρα που τον κλείσανε φυλακή, εκεί στα κατώγια του παλατιού σας, αναστατώθηκες πολύ. Πήγαινες εκεί να του μιλήσεις, να τον δεις. Τον πόθησες Σαλώμη, τον πόθησες πολύ. Κι αυτός ο πόθος σε ξεπερνούσε, σ’ άλλαζε με μια ταχύτητα που δεν μπορούσες πια να την ελέγξεις. Δεν είχες παρακαλέσει ποτέ κανέναν, σε κανέναν μπροστά δεν δάκρυσες δείχνοντας τον πόνο σου και τον πόθο σου μαζί που δεν μπορούσες να χωρέσεις ότι θα παραμείνει ανικανοποίητος. Πίστευες ότι είχες τη δύναμη να τ’ αποκτήσεις όλα, μα κείνες τις μέρες τίποτε άλλο δεν μπορούσες να σκεφτείς. Σαν να γκρεμίζονταν όλα μέσα σου όταν για πρώτη φορά πήγες να του μιλήσεις.
Του ζητούσες να σου πει μονάχα μια λέξη που να φανέρωνε τη συμφωνία του με τους δικούς σου πόθους. Όμως ο Ιωάννης φώναζε με τέτοιο τρόπο σαν να μην άκουγε καν τη φωνή σου, σαν να μην σε έβλεπε, κι έτσι οι προσπάθειές σου παρέμεναν άκαρπες.
Του έδινες το κλειδί της ελευθερίας του με μια συμφωνία, να μείνει μαζί σου. Μα δεν κατάλαβες ακόμη ότι ο Ιωάννης δεν έκανε συμφωνίες με κανέναν, ούτε παζάρευε τη ζωή του ούτε το Χριστό που μέσα Του υπήρχε. Γι’ αυτό και τα λόγια σου δεν περνούσαν μέσα στο δικό Του είναι. Μόνο γυρνούσαν ξανά σε σένα που τα σκάφτηκες και τα επιζητούσες μάταια.
“Θα σου κόψουν το κεφάλι Ιωάννη”, του έλεγες. Μα ο φόβος δεν τον σκίαζε. Είχε κατέλθει κατ’ εντολή Θεού κι έλαβε μορφή ως πνεύμα που αναγγέλθηκε διά στόματος Γαβριήλ η Άμωμη Σύλληψή του.
Ποιος να βρισκόταν να στα πει τούτα τα λόγια, συ κόρη των παθών που νόμιζες ότι μπορείς να τάχεις όλα. Δεν γνώριζες Θεό ούτε Αγάπη. Ήρθες άδεια από Θεία συναισθήματα γι’ αυτό και οι τρόποι σου και οι επιθυμίες σου αφορούσαν ένα τρόπο σκέψης και λειτουργίας τόσο χαμηλό και στείρο που δεν μπορούσε εύκολα να ανυψωθεί.
Έτσι η ιδέα της μητέρας σου καρποφόρησε. Βρήκε έδαφος, βρήκε υποδοχή κατάλληλη για να επέλθει η συμφωνία. Όταν τα χείλη σου εξέφρασαν την επιθυμία σου, που ως δώρο ήθελες να λάβεις, ήξερες ότι σκότωνες ό,τι υπήρχε μέσα σου αλλά και γύρω σου.
Έγινες, λοιπόν, το εξιλαστήριο πρόσωπο που κατά Νόμον θάρχονταν πάνω του όλες οι κατακρίσεις και ο πόνος που διαχύθηκε στη Δημιουργία κατά τη στιγμή του αποκεφαλισμού Του. Δεν θυσίασες τίποτε όμως γι’ αυτό. Το εκπροσώπησες συ γιατί μέσα σου συγκέντρωνες όλα τα χαμηλά συναισθήματα του ανθρώπου που οδηγούν στην πτώση, δημιουργώντας νέες οφειλές προς την ανθρώπινη ύπαρξη.
Ήταν Θέλημα Θεού να θυσιαστεί ο Ιωάννης αλλά ο τρόπος και τα πρόσωπα έγκεινταν στη λειτουργία της συσσώρευσης αρνητικών ρευστών που μέσα σου Σαλώμη συγκεντρώθηκαν. Δεν υπάρχει Θυσία ασυνείδητη. Κι έτσι κι εσύ δεν θυσίασες τίποτε αλλά έγινες μια κατάσταση μεσ’ την ανθρώπινη ψυχή που μόνο το Έλεος του Θεού και η Απέραντη Αγάπη Του 0α μπορούσε να σε ελευθερώσει.
Πήρες στα χέρια σου το κεφάλι του και τον φιλούσες. Ήσουν τυφλή, τυφλή και ανήμπορη να ελέγξεις πλέον τις δυνάμεις της άρνησης που σε κατεύθυναν καθώς βυθιζόσουν σε νέα πτώση.
Ποια ψυχή και ποια καρδιά Πατέρα δεν θα αισθανόταν αποτροπιασμό και πόνο ανυπέρβλητο έμπροσθεν μιας τέτοιας εκδήλωσης! Κρατούσες το κεφάλι του σφικτά και ξεκίνησες να περπατάς, να περπατάς ασταμάτητα μαζί μ’ εκείνον.
Μου ανήκεις Ιωάννη, μου ανήκεις. Σε συνόδευαν όλοι εκείνοι που αντιστρατεύονταν το Θέλημα του Θεού και γελούσαν, γελούσαν δυνατά για την κατάντια σου. Ήταν σαν σκιές που σε τάραζαν καθώς απομακρυνόσουν πια από καθετί ανθρώπινο. Περπατούσες στις ερημιές κι ανέβηκες βουνά δύσβατα κι εκεί στην κορφή ενός κακοτράχαλου βουνού έσυρες τα βήματά σου προς τα κάτω, πέφτοντας στο κενό χωρίς ν’ ακουστεί καν η φωνή σου.
Όσοι απ’ τους Μαθητές του Ιωάννη απομείναν, συγκεντρώθηκαν κι ήταν Θέλημα Θεού, μόνο έτσι μπορώ να το καταλάβω, ήταν Θέλημα της Μάνας να πάρουμε το σώμα του. Μόνο η Αγάπη του Θεού μπορεί να με στηρίξει τούτη την ώρα, μόνο η Αγάπη του Ιωάννη, για να πλησιάσω ξανά, τούτες τις στιγμές που βίωσε η ψυχή μου και να πάω εκεί κοντά, να δω ξανά το σώμα Του.
Ιωάννη δεν μπορώ να σ’ αντικρύσω. Δεν μπορώ από τον πόνο που αισθάνομαι. Πώς το επέτρεψες θεέ μου αυτό; Δεν μπορώ να το καταλάβω, δεν μπορώ να καταλάβω τίποτε. Πώς επετράπη να καταντήσουν έτσι το σώμα σου; Σε γέμισαν πληγές. Τούτο τ’ όμορφο σκήνωμα το κατέστρεψαν, το πλήγιασαν, το κακοποίησαν.
Μάνα μην κοιτάς εσύ. Σε παρακαλώ, μην κοιτάς το Γιο σου Μάνα μου. Άνοιγα το στόμα μου να βγει η κραυγή σου, ν’ ακούσουν οι άνθρωποι πόσο σε πόνεσαν. Συ που τους αγαπούσες όλους, που προσευχόσουν για κείνους που οι άνθρωποι δεν τους πλησίαζαν, ούτε καν τους κοιτούσαν.
Ακούστε άνθρωποι κι η φωνή αυτή ας πάει σ’ όσους τον πόνεσαν για να τον θυμούνται. Να θυμούνται τις πράξεις τους, να θυμούνται το χρέος τους και τις οφειλές τους έναντι του ανθρώπου, έναντι του Ιωάννη και της Μάνας Του, που τους ξύπνησε από το λήθαργο της πτώσης.
Θα πλύνω το σώμα Του. Ναι, Μάνα μου, αυτό θέλεις κι εσύ. Το πλένω με τα δάκρυα σου και τα δικά μου μαζί, το πλένω με την Αγάπη σου Μάνα μου. Δείτε άνθρωποι, ευωδιάζει. Ακόμη κι αν τον γέμισαν πληγές κι αν τον περιγέλασαν και τον είπαν τρελό εκείνος ευωδιάζει. Δεν μπορώ να τον παραδώσω στη γη. Δεν μπορώ, αφήστε με εδώ. Θα μείνω εδώ, μέχρι να χαθεί.
Μάνα θ’ αναστηθεί; Δεν θα τον πάρει η γη; Θ’ αναστηθεί;
Ένα μέρος παρθενικό, όμορφο, γεμάτο ανθούς. Εκεί σε πήγαμε. Ο καθένας έσκυβε πάνω σου και σου εξέφραζε τη συγνώμη του για τη δειλία που αισθάνθηκε, για ό,τι δεν έκανε, για ό,τι θυμήθηκε.
Τους αγαπάς Ιωάννη. Ναι τους αγαπάς ακόμη και τους συγχωρείς όλους για ό,τι έκαναν. Τόσο μεγαλειώδης ήταν η Αγάπη σου για το θεό μα και τον άνθρωπο που παραδόθηκες στα χέρια τους χωρίς να αντισταθείς.
Άγια τούτα τα χώματα. Σας φιλώ, σας ποτίζω με τα δάκρυά μου, σας διαχέω την Ευωδιά Του και την Ευωδιά της Μάνας Του. Τιμή για σας να Τον δεχθείτε. Άνθρωποι θα προσκυνούν και θα προσεύχονται σε τούτα τα μέρη. Θάρθει η μέρα και για κείνους να σε γνωρίσουν ξανά. Γιατί μας είπες “θα ξαναρθώ”.
Η φωνή σου ακουγόταν ως ένας ήχος πια. Ένας ύμνος Μάνας και Γιου, Γιου και Μάνας που ξαναβρίσκονται. Θα ξαναρθείς, το πιστεύω και ευχαριστώ γι’ αυτήν την Αλήθεια που σπείρατε μέσα μου.
Ερημιά υπήρχε ξανά μέσα μου. Πήγαινα και φιλούσα τα χώματα της γης όπου κήρυττε και άφηνα την ψυχή μου να εκφράσει μ’ όλους τους τρόπους τον πόνο της. Σαν να μεγάλωνα ξαφνικά, σαν να ωρίμαζα απρόσμενα και τούτη η κατάσταση συνοδευόταν από θλίψη και πολλές φορές και από ενοχές. Δεν είχα χωρέσει ακόμα ότι ήταν Θέλημα Θεού αλλά και Θέλημα του Ιωάννη να υπάρχει αυτής της μορφής η Θυσία.
Πίστευα για καιρό ότι δεν τήρησα τις οδηγίες της Μάνας Του και ότι άφησα τον Ιωάννη ακάλυπτο στην αγριότητα του ανθρώπου.
Ξεπέρασα τα βλέμματα που με κοιτούσαν με απορία ή με περιγελούσαν που περνούσα πολλές φορές και τα βράδια μου στα μέρη του Ιωάννη. Τίποτε δεν με πείραζε απ’ όλα αυτά, τα αισθανόμουν όλα σε μια απόσταση που δεν αντιλαμβανόμουν αν τη δημιουργούσα εγώ ή αν η Χάρις του Θεού με προστάτευε εκφραζόμενη μ’ αυτό τον τρόπο.
Τα βήματά μου κατευθύνθηκαν στα μέρη που δίδασκε ο Ιησούς. Μέσα μου υπήρχαν ερωτήματα πολλά που ποθούσα πια να τα εκμυστηρευτώ μήπως λάβω απαντήσεις, μήπως αρχίζω να ζω ξανά, μήπως καταλάβω γιατί έγιναν όλα αυτά. Ήταν ό Υιός του Θεού, μου είχε πει ο Ιωάννης. Πώς να καταλάβω, Θεέ μου, ότι ως Υιός Θεού αν και είχε τη δύναμη, όλη τη δύναμη της Αγάπης μέσα Του, δεν παρενέβη στη ζωή και στη Θυσία του Ιωάννη; Πώς να καταλάβω αυτές τις ποιότητες Αγάπης ή τους Θείους Νόμους ή το Σχέδιο του Θεού μέσα σε τόσα συναισθήματα και αντιφάσεις που υπήρχαν στο νου μου;
Συγχώρα με, Κύριέ μου, συγχώρα με Διδάσκαλε, συγχώρα με Άνθρωπε Ιησού που σε έκρινα μέσα στην αγωνία και στην ερημιά της ψυχής μου. Δεν ξέρω αν θα βρω τη δύναμη να ’ρθω να στο πω, όμως συγχώρα με σε παρακαλώ που δεν καταλαβαίνω.
Κόσμος πολύς άκουγε τον Λόγο Σου, πλήθος ανθρώπων διψασμένων έρχονταν να σε δουν και να σε ακούσουν. Στεκόσουν εκεί, ψηλότερα απ’ όλους όχι για να ξεχωρίζεις από τους ανθρώπους αλλά για να μπορούν να σε βλέπουν και να σε πλησιάζουν όλοι. Θεράπευες ψυχές μόνο με το βλέμμα Σου και οι Λόγοι Σου είχαν τόση δύναμη αλλά και τόση Αγάπη που γαλήνευαν τα πάντα καθώς ανακοίνωνες την Παρουσία Σου. Πόσος κόσμος είχε χρεία να ακούσει τη Διδασκαλία Σου. Ήσουν όμορφος, Κύριέ μου, γαλήνιος και απλός. Μιλούσες και τα λόγια Σου άγγιζαν όλους εκείνους που πόθησαν να σε δουν. Η καρδιά μου όμως ακόμη είχε πόνο, πόνο και θλίψη πολύ. Είχε κλονιστεί η εμπιστοσύνη μου και όσα συνέβησαν μέχρι τότε δεν είχαν ερμηνευτεί. Νάχω καρτερία και υπομονή σε όλα με μάθαινε η Ελισάβετ. Τούτο θα κάνω και τώρα και σιγά-σιγά η Αγάπη θα θεραπεύσει την ψυχή μου.
Είχα γονατίσει και δάκρυα καυτά σχηματίζονταν στο πρόσωπό μου. Μετανοείτε, κήρυττε ο Ιωάννης. Ας υπακούσω σ’ αυτή τη λειτουργία, ας εναρμονιστώ ξανά με τη φωνή του, ας μη χάνω την πίστη μου στο Θεό. Κοίταξα δίπλα μου. Μια γυναίκα με απαράμιλλη ομορφιά, στεκόταν εκεί γονατιστή και εκείνη και άκουγε τα λόγια του Ιησού. Αισθάνθηκα ταραχή μεσ’ την ψυχή μου όταν με ρώτησε, “πού μένεις αδελφή;” Κείνη τη στιγμή αντιλήφθηκα ότι δεν θέλω πια να γυρίσω πίσω στα μέρη που τα πότισε η μοναξιά και η απελπισία μου, και είπα έτσι απλά: Δεν έχω κατάλυμα πουθενά. Τα χέρια της με στήριξαν να σηκωθώ και μου είπε: Έχω μια κάμαρη, αν θέλεις έλα μαζί μου. Περπατούσε γρήγορα και δυνατά κι έτσι μόνο απ’ το βηματισμό της ένιωσα ξανά τον παλμό της ζωής να κυλά μέσα μου. Αισθάνθηκα το αίμα μέσα στις φλέβες μου για να καταλάβω ότι είμαι ζωντανή. Μου χαμογελούσε κι ήταν απέραντα γλυκιά και απαλή. Σαν να ’νιωθε τον πόνο μου και ήδη να με βοηθούσε χωρίς λόγια μόνο με την παρουσία της και την αγάπη που μού δείχνε.
Ω Θεέ μου, τι όμορφο σπιτικό. Τι καθαρό και γαληνεμένο. Τι ευωδιές απαλές υπήρχαν μέσα σε τούτη τη γωνιά της γης που με υποδέχονταν. Με βοήθησε να ξεκουραστώ χωρίς να με ρωτήσει τίποτε, μόνο με κοιτούσε με μάτια καθάρια και μελένια, προσφέροντάς μου φιλοξενία τόσο γενναιόδωρη και απλή, όση είχε ανάγκη η ψυχή μου.
Σε κανέναν άλλον άνθρωπο μέχρι τότε δεν είχα ανοίξει τον εαυτό μου και να τον εμπιστευτώ. Μόνο στη Μάνα μου, στη Μάνα Ελισάβετ, που πριν ακόμα στεφτώ κάτι μου το συζητούσε για να ελευθερωθώ. Εκείνη με συμβούλευε και με δίδασκε κι όμως τώρα χωρίς να υποστέλλεται στο ελάχιστο η Αγάπη μου για Κείνην άρχιζα να νιώθω ξανά παλμό, παλμό ζωής μέσα μου. Τ’ όνειρο που είδα σαν ξάπλωσα στο κρεβάτι της, σαν ένδειξη φιλοξενίας και Αγάπης, με βοήθησε να καταλάβω πού είχα βρεθεί. Είδα τη Μάνα ξανά, ολοκάθαρα μπροστά μου, γεμάτη Δόξα και Τιμές απ’ τον Πατέρα Θεό να μου λέει: “μη φοβάσαι. Είναι Θέλημα Θεού να συναντήσεις τη Μαρία, να βρεθείς κοντά της, να ζήσεις ξανά. Η Αγάπη μου ουδέποτε σε εγκατέλειψε μα πάντα σε στηρίζει και σε προστατεύει σ’ όλα σου τα βήματα. Και τώρα βρίσκομαι ξανά εδώ, κοντά σου, να σου προσφέρω την Αγάπη μου και τη βοήθειά μου σ’ ό,τι χρειαστείς. Ψυχή Εκλεκτή, όμορφη και καθαρή είναι η Μαρία. Δείξε της το σεβασμό σου και την αγάπη σου. Έχει πολλά να σε διδάξει. Είναι η Αγαπημένη του Θεού, η Αγαπημένη της Μάνας. Στο πρόσωπό της πολλές φορές θα βλέπεις το δικό μου κι έτσι δεν θα σου λείπω πια, θάμαι κοντά σου, όπως τότε έτσι και τώρα. Έχετε την Ευλογία Μου”.
Μάνα μου σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ. Θα στο πω όσες φορές στο στέρησα να στο πω με τα χείλη μου. Σ’ αγαπώ Μάνα και σ’ ευχαριστώ που μέσα σ’ όλη μου την ερημιά η Αγάπη σου βρήκε τρόπους να με στηρίξει.
Ο Ιωάννης Μάνα, ο Ιωάννης πονά;
Θα ξανάρθουμε μαζί, Μάνα με Γιο, Γιος με Μάνα. Θα ξαναρθούμε μαζί μην ανησυχείς. Μόνο προχώρα, προχώρα μη σταματάς.
Εκείνη βρισκόταν υπομονετικά στο προσκεφάλι μου. Ψηνόμουν από τον πυρετό της αγωνίας και της κάθαρσης. Δεχόμουν τις φροντίδες της σαν να τη γνώριζα χρόνια όταν τα χείλη μου ψέλισαν μια ερώτηση: Αλήθεια πως σε λένε; Μαρία μου απάντησε. Αγκαλιαστήκαμε σφικτά η μία με την άλλη ευχαριστώντας το Θεό που ήμασταν μαζί. Μου είπε ότι οι γονείς της πέθαναν και ότι τ’ αδέλφια της δεν την ήθελαν. Έτσι ζούσε μόνη της εκεί σ’ αυτό το σπιτικό που ήταν όμορφο, όμορφο πολύ, σαν ένας μικρός παράδεισος σ’ όλο το γύρω κόσμο. Κομμάτι-κομμάτι ξεδιπλωνόταν ο εαυτός μου καθώς η εμπιστοσύνη και η φιλία εγκαθιδρύονταν ως αρχές ζωής μέσα στο είναι μου.
Δύσκολη τούτη η γη. Δύσκολη και αντιφατική. Είχε την ερημιά μέσα στον αέρα της αλλά ήταν κι όμορφη, όμορφη και σκληρή. Η Μαρία ήταν θαρρετή με τους ανθρώπους. Σαν να τους γνώριζε καλά όλους κι έτσι το θάρρος και η πίστη την οδηγούσαν να τους μιλά πολλές φορές σκληρά για να καταλάβουν στη γλώσσα τους.
ΣΧΟΛΙΑ
Είναι η συνέχεια της αφήγησης που αφορά τον Ιωάννη και τη Μάνα Του Ελισάβετ σε στιγμές άγνωστες για την ανθρωπότητα. Εκφράζουν την αγάπη και το σεβασμό και τη λατρεία ακόμα προς τον Ιωάννη και τη Μητέρα Ελισάβετ. Παρατηρήστε παρακαλώ πόσο ζωντανά και με τι παλμό περιγράφει την ένωση που είχε η ψυχή της με τον Ιωάννη και τη Μάνα Του, ένωση που διατηρείται ακόμα και σήμερα ύστερα από 20 αιώνες και που με δύναμη, τη δύναμη της αγάπης της, περιγράφει. Είναι κοντά Μου η ψυχή αυτή πρόθυμη πάντα να με φροντίζει, μα και κοντά στη Μάνα Μου που τη βλέπει και την ακούει καθαρά όλες τις ώρες όπου κι αν βρίσκεται και συγκοινωνεί μαζί Της έλκοντας την Αγάπη και την εμπιστοσύνη Της.
Τιμή για σένα, μικρή Ελισάβετ, που βρίσκεσαι κοντά μου εκ νέου και κοντά στη Μάνα Μου, απολαμβάνοντας την εμπιστοσύνη Μου και την Αγάπη Μου μα και της Μάνας Μου περιγράφοντας τμήματα της ζωής του Ιωάννη άγνωστα στους ανθρώπους με πλήρη σαφήνεια, διαύγεια και εξαιρετική αφηγηματικότητα.
Μείνε κοντά Μου σαν υπόσταση έμπιστη που είσαι και που έδωσες πολλές φορές εξετάσεις σε δύσκολες στιγμές της ζωής Μου. Έχω ανάγκη από τις φροντίδες της ψυχής σου που τόσο στενά συνδέεται μαζί Μου. Η αγάπη σου και η Αγάπη Μου θα οδηγήσουν την υπόστασή σου μέχρι τέλους, στη Θέωσή σου.
Δάσκαλος Ιωάννης