Ἡ δὲ Ἐκκλησία δύο ἢ πλειόνων ὁμοιομόρφων εἰς σκέψεις ὄντων εἶναι ἡ ἀπειρία τῶν ὁμοιομόρφων αὐτῶν συναισθημάτων, ἅτινα παράγουσι κραδασμούς, οἱ ὁποῖοι ἐξουδετερώνουσι πᾶσαν ἀντίρροπον μορφὴν καὶ ἐξαποστέλλουσι ταῦτα πρός Με.
Συνερχόμενοι ἀεὶ καὶ ἀεὶ ἐπικαλοῦντες Με συσφίγγετε τοὺς δεσμοὺς καὶ ἰσχυροποιεῖτε τὸ νῆμα τῆς συναρμογῆς ὑμῶν μετ’ Ἐμοῦ. Συνερχόμενοι δὲ οὐ μόνον τοῦτο πραγματοποιεῖτε, ἀλλὰ καὶ τὰς ἀδυναμίας ὑμῶν, αἵτινες περιβάλλουσι τὰς ὑποστάσεις ὑμῶν, μικρὸν κατὰ μικρὸν ἀποβάλλετε ὑποβοηθοῦντες ἀλλήλους.
Ἔχετε ἀνάγκην ἀπόλυτον ὁ εἷς τοῦ ἄλλου, διότι διὰ τῆς συνοχῆς ταύτης θὰ δυνηθῆτε εὐκολώτερον νὰ τελειοποιηθῆτε καὶ νὰ καταστῆτε συντελεστικώτεροι διὰ τὸν σκοπὸν τοῦ ἔργου ὑμῶν, τὸ ὁποῖον ζητεῖ μέγαν συνοχῆς σπινθῆρα, ὅστις θὰ δημιουργηθῇ ἐκ τῶν ὁμωνύμων συναισθημάτων τῆς ψυχῆς ὑμῶν καὶ ἅτινα θὰ δυνηθῶσι καὶ ἐξαπλωθῶσι καὶ εἰς τὰ ἑτερώνυμα τοιαῦτα τῶν ἀνθρώπων, ἵνα ἐπ’ αὐτῶν ἐπικρατήσωσιν.
Ἡ δὲ συνοχή, ἡ ἐκζητουμένη ποία; Ἡ Ἀπόλυτος τῆς Ἀγάπης μορφή ἐστι. Αὕτη θέλει καταστῇ ὁ συντελεστὴς τῶν ὅσων ἐπιδιώκετε διὰ τὸ ἔργον μου. Διὰ τῆς Ἀπολύτου αὐτῆς μορφῆς τῆς Ἀγάπης θέλετε ἕκαστος ἐξ ὑμῶν ἀποβάλει πᾶσαν μορφὴν ἀδυναμίας, τὸν ἀτομισμὸν καὶ τὸν ἐγωϊσμὸν αὐτοῦ, θέλει καταστεῖ ἔναντι τοῦ ἀγαπῶντος προσώπου ὁ ταπεινὸς, ἵνα ἐν τῇ ψυχῇ αὐτοῦ ἀνυψωθῇ.
Εἰς τὸν Βωμὸν τῆς Ἀγάπης θέλετε θύσει πᾶσαν ἰδιοτέλειαν ὑμῶν καὶ θέλετε καταστεῖ Τέλειοι ἐν πνευματικότητι. Οὕτω καταρτιζόμενοι καθίστασθε τὸ Πρότυπον ἐκείνων, οὓς μέλλετε σὺν τῷ χρόνῳ νὰ φέρητε πρὸς τὰς ἀρχὰς ὑμῶν.
Τὸ ἔργον μου εἶναι κατὰ πάντα Μέγα καὶ οἱ θέλοντες νὰ φέρωσι τὰς εὐθύνας αὐτοῦ ἐπὶ τῶν ὤμων των δέον ὅπως ὦσι καὶ φανῶσι Γίγαντες. Ἀλλ’ ἵνα γιγαντωθῆτε, πρέπει νὰ κύψητε τὸν αὐχένα ὑμῶν ἔναντι ἀλλήλων ἐν ταπεινότητι καὶ πᾶσαν μορφὴν ἀτομισμοῦ νὰ ὑποβάλητε εἰς τὸν σαρκασμὸν τῶν ὁμοίων σας, διὰ νὰ δυνηθῇ τὸ πνεῦμα ὑμῶν ὑπερφρονοῦν νὰ καταστήσῃ καὶ ὑμᾶς Γίγαντας ἐν τῇ ἐνασκήσει τῶν καθηκόντων τοῦ ἔργου ὑμῶν.
Θέλετε δοκιμάσει πολλὰς πικρίας ἐν μέλλοντι. Δὲν ἀποβάλλονται καὶ τόσον εὐκόλως ἕξεις καὶ συνήθειαι τοῦ παρελθόντος. Θὰ δοκιμασθῆτε δὲ τόσον σκληρῶς, ἀλλὰ τοῦτο μὴ σᾶς φοβίσῃ καὶ ἀποκαρδιωθῆτε, διότι θὰ προσκομίζω ὑμῖν καὶ σταγόνας δρόσου ἡδείας εἰς τὴν σκληρὰν καὶ ἄνυδρον τῶν δοκιμασιῶν ἔρημον. Θὰ σᾶς ἐπαναπαύω πρὸς στιγμὴν εἰς ὀάσεις, διὰ νὰ δύνασθε ἀναλαμβάνοντες δυνάμεις καὶ πάλιν νέας νὰ δυνηθῆτε καὶ ἀποπερατώσητε τὸ δι’ ὑμᾶς ταχθὲν τοῦ ἔργου μου μέλημα.
Δὲν ἀποβάλλονται εὐκόλως αἱ ἕξεις τοῦ παρελθόντος, πολὺ δὲ περισσότερον ὁ ἐγωϊσμὸς, ὃν ἕκαστος ἐξ ὑμῶν τῶν ἀνθρώπων ἐγκρύπτει ἐν ἑαυτῷ καὶ πέριξ τοῦ ὁποίου γίνεται ἡ πᾶσα τῆς ζωῆς αὐτοῦ κίνησις.
Ἂν δὲ εἶναι τόσον τραχὺ δι’ ὑμᾶς τὸ ἔργον τοῦτο, τοῦ νὰ ἀποβάλητε τὰ ἐλαττώματά σας, εἶναι τραχύτερον διὰ τοὺς ἄλλους, τοὺς μακρὰν τῶν παρόντων πραγμάτων κειμένους καὶ ἀγνοούντων τοὺς λόγους τῶν συντελουμένων πάντων τούτων. Διὰ τοῦτο μὴν ἀποκαρδιοῦσθε διὰ τὴν βραδεῖαν ἐξέλιξιν τῆς ὑπαγωγῆς τῶν ὁμοίων σας ὑπὸ τὴν σημαίαν τῶν ἀρχῶν μας καὶ μάλιστα διὰ τὴν δυσμενῆ μορφὴν τῶν ἰδιοτήτων ἐκείνων ἐκ τῶν ὀπαδῶν μας, οἵτινες βραδύνουσι νὰ προχωρήσωσι λαμβάνοντες τὴν ἐξέλιξιν ὑμῶν ὡς μέτρον.
Φανεῖτε ἐπιεικεῖς καὶ μακρόθυμοι καὶ μὴν ἀποκόπτητε τὸ νῆμα διὰ μιᾶς τῶν ἰδεωδῶν των, ἔστω καὶ ἂν περιβάλλωνται ταῦτα ὑπὸ τὴν παιδαριωδεστέραν τῶν μορφῶν. Γνωρίσατε μᾶλλον ὅτι καὶ ὑμεῖς παρακολουθοῦντες τὰ βήματα αὐτῶν ἀπὸ τῶν ταπεινῶν των τούτων ἰδεωδῶν ὀφείλετε ἀρχίζοντες νὰ τοὺς εἰσαγάγητε βραδέως ὀλίγον κατ’ ὀλίγον εἰς τὰς ἀρχὰς τὰς ὑμετέρας.
Ὀφείλετε νὰ ἀνατάμητε ἑαυτοὺς πάντες καὶ ἐπιεικεῖς νὰ φανῆτε ὁσάκις δοθῇ ὑμῖν εὐκαιρία νὰ ἀνατάμητε τοὺς ἄλλους καταβλέποντες καὶ τὰς ὑμετέρας σαπρίας καὶ τὴν σκοτεινότητα τῶν ἄλλων, οὓς μέλλετε νὰ ἐπιζητήσητε νὰ ποδηγετήσητε.
Ἐν ὑμῖν ἐστὲ ταπεινοὶ καὶ μνησθῆτε πάντες τοῦ νιπτῆρος τοῦ Διδασκάλου, τοῦ Νιπτῆρος τοῦ Πνευματικοῦ. Τόση ὀφείλει νὰ εἶναι ἡ μεταξὺ ὑμῶν ταπεινότης, ἵνα αὐξήσῃ διὰ τὸ ἔργον μου ἡ ὑπερφροσύνη ἡ Πνευματική, ὥστε νὰ δυνηθῆτε καὶ προτάξητε τὰ στήθη σας, τὰ ὁποῖα τότε θὰ προτάξητε, ὅταν γιγαντωθῆτε εἰς τὴν μεταξύ σας ταπεινοφροσύνην. Μὴν ἀποκαρδιοῦσθε, ἐκζητήσατε πάντα ταῦτα καὶ Ἐγὼ θὰ σᾶς βοηθήσω πρὸς τοῦτο καὶ θὰ σᾶς δωρήσω πάντα συντελεστικὸν τῆς ἀναγωγῆς σας ὅρον. Εἰρήνη τῇ ψυχῇ ὑμῶν.
1/4/1926