ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ Α΄

Ανάμεσα στη Μεγαλειώδη και ποικιλόμορφη εκδήλωση της Δημιουργίας του Θεού, με τις ατέλειωτες ποικιλίες των διαφόρων ειδών, που συνθέτουν την υπέροχη Αρμονία της εκδήλωσης των διαφόρων μορφών της ζωής, βρίσκε­ται, κατέχοντας ιδιάζουσα θέση, και ο Άνθρωπος, ο ντυμέ­νος σάρκα.

Όπως ολόκληρη η Δημιουργία υπόκειται σε Νόμους, βάσει των οποίων γεννιέται, τρέφεται, αναπτύσσεται, κι­νείται, διαιωνίζεται το κάθε είδος, πολλαπλασιάζεται και τέλος πεθαίνει, έτσι και ο άνθρωπος υπάγεται σ’ αυτούς τους Φυσικούς – Θείους Νόμους, βάσει των οποίων ζει και υπάρχει στην ύλη, υπαγόμενος κι αυτός στους Νόμους της Φθοράς και της Αναδημιουργίας.

Εκτός όμως από τις εκδηλώσεις αυτές, που διέπουν την αυτούσια ζωή της ύλης, ο άνθρωπος της σάρκας έχει και άλλες εκδηλώσεις, που τον κατατάσσουν σε μία εντε­λώς ιδιαίτερη κατηγορία, σε μία τάξη ανώτερη από τα άλ­λα όντα της Δημιουργίας, που δεν παρουσιάζουν τις εκδη­λώσεις αυτές.

Οι εκδηλώσεις αυτές είναι ο Νους, η Λογική, η Κρί­ση, τα Συναισθήματά του και ο Λόγος, που δείχνουν κα­θαρά πως μέσα στο υλικό σκήνωμα του ανθρώπου της γης υπάρχει και κάτι άλλο, γιατί η ύλη μόνη της δεν παρέ­χει, δεν παρουσιάζει ποτέ τέτοιες εκδηλώσεις, και αυτό το άλλο είναι μια οντότητα υπερζωική, είναι η προσωπικό­τητά του, το ψυχοπνευματικό του «Είναι», η εμφυσηθείσα σ’ αυτόν «Πνοή» του Δημιουργού του, που τον κατατάσ­σει σε μιαν άλλη βαθμίδα, ανώτερη ασφαλώς της απλής ζωικής δημιουργίας, στη βαθμίδα των ψυχοπνευματικών όντων.

Αυτή η διάκριση, αυτή η δυνατότητα, αυτά τα εφόδια, που έχει ο άνθρωπος, τον κάνουν να ερευνά, να μαθαί­νει για τον εαυτό του, για την Καταγωγή του και για την επιβίωσή του, όχι μόνο την υλική, αλλά και την πνευματι­κή. Αναζητά τα αίτια των διαφόρων καταστάσεων, παρα­κολουθεί όλα τα φαινόμενα, που συμβαίνουν γύρω του, και ερευνώντας ανακαλύπτει συνεχώς τους Νόμους, βά­σει των οποίων υπάρχει, ζει, κινείται και εκδηλώνεται.

Μία από τις εκδηλώσεις του ανθρώπου της ύλης, είναι και η προσευχή του. Γι’ αυτή την εκδήλωσή του θα μιλή­σουμε, όσο μπορούμε βέβαια πιο απλά, για να γίνουμε κατανοητοί και στους πιο απλοϊκούς, που δεν έχουν ιδιαί­τερη μόρφωση και ιδιαίτερες γνώσεις, μα όσο μπορού­με και πιο περιεκτικά, γιατί αντικειμενικός μας σκοπός είναι να υπάρξει οπωσδήποτε ψυχοπνευματική ωφέλεια σε όλους από την ανάπτυξη του θέματος αυτού.

Όταν θέλουμε ν’ αναπτύξουμε ένα θέμα, φροντίζουμε να μαζέψουμε όσο μπορούμε περισσότερα αδιάψευστα στοιχεία, για να στηρίξουμε και ν’ αποδείξουμε καλύτερα τις απόψεις μας. Μερικά θέματα είναι τόσο φανερά και κα­τανοητά, που δεν χρειάζονται αποδείξεις, γιατί όλοι παρα­δέχονται την ύπαρξή τους με τον ίδιο τρόπο.

Για το θέμα μας, της Προσευχής, εμείς, όσο κι αν είναι γνωστό και φανερό και κατανοητό, επειδή υπάρχουν πάν­τοτε και οι αντίθετα φρονούντες, οι μη πιστεύοντες, οι ακολουθούντες άλλους δρόμους, οι μη προσευχόμενοι, αλλά επειδή ακόμη υπάρχουν άνθρωποι, που έχουν ασαφείς γνώσεις, γνώμες επιπόλαιες, που στηρίζονται στην ημιμάθεια και την τάση τους να κριτικάρουν εύκολα κι επιπόλαια το καθετί, γι’ αυτό θα προσπαθήσουμε ν’ αναλύσουμε το θέμα της Προσευχής με τον τρόπο που το βλέπουμε, κι όπως το θεωρούμε πιο σωστό, περιεκτικό κι επιβεβλημέ­νο για την εποχή μας.

Πώς θα πρέπει να προσευχόμαστε προς το Θεό; Με ποιον τρόπο; Κάθε προσευχή μας είναι ευπρόσδεκτη ενώ­πιον του Θεού; Ό,τι κι αν ζητήσουμε, είμαστε βέβαιοι πως θα μας ακούσει ο Θεός και θα εισακούσει την αίτησή μας και θα εκπληρώσει τα διάφορα αιτήματά μας; Υπάρχει χρόνος κατάλληλος για προσευχή; Ημέρα και ώρα; Μπο­ρεί να προσευχηθεί άλλος για μας, στη θέση μας; Υπάρ­χουν κατάλληλοι τόποι ή μπορούμε να προσευχόμαστε οπουδήποτε; Είναι το ίδιο ή ορισμένα μέρη έχουν ιδιαίτε­ρη αξία για μας ή για το Θεό; Να προσευχόμαστε εσω­τερικά ή διά του λόγου μας προς το Θεό, ή ο Θεός ων Παντογνώστης γνωρίζει τα αιτήματά μας και από τι έχου­με ανάγκη και δεν υπάρχει λόγος τότε να προσευχηθούμε; Πού θα βρούμε απαντήσεις για όλα αυτά;

Προκειμένου να μιλήσουμε ή ν’ αποταθούμε σε πρό­σωπα της Κοινωνίας μας που κατέχουν μια υψηλή θέση, προσέχουμε πάντοτε πώς θα τους μιλήσουμε, κι αν δεν γνωρίζουμε εμείς οι ίδιοι, τότε ρωτάμε άλλους, εμπειρότε­ρους σ’ αυτό το θέμα από μας, και φροντίζουμε να κατα­τοπιστούμε επαρκώς, ώστε η επαφή μας αυτή να φέρει τα αποτελέσματα που προσδοκούμε.

Αν υποβάλουμε αιτήσεις στις Κοινωνικές Αρχές και Εξουσίες, φροντίζουμε να είμαστε σαφείς, νομότυποι και περιεκτικοί στην αίτησή μας και το αντικείμενο της αίτησής μας επίσης να είναι νόμιμο, αλλιώς οι Αρχές της Κοινω­νίας μας μας απορρίπτουν τις αιτήσεις μας ως ασαφείς ή μη νομότυπες, ή γιατί το περιεχόμενο της αίτησής μας δεν συμβιβάζεται με τους ισχύοντες Νόμους.

Αν θέλουμε ν’ αποταθούμε στο Θεό, στην Αρχή όλων των Αρχών, φυσικό είναι να φροντίσουμε να μάθουμε ν’ αποτεινόμαστε σ’ Αυτόν και ακόμη να αιτούμε νομίμως, για να εισακούσει ο Θεός το αίτημά μας και για να λάβουμε το αιτούμενο. Γιατί όπως οι Κοινωνίες των ανθρώπων θέσπισαν, για την εύτακτη λειτουργία τους, διάφορους νό­μους, που ρυθμίζουν τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις τους, έτσι και ο Θεός, η Πηγή της Σοφίας και της Δημιουργίας, που δεν ήταν δυ­νατόν να μην έχει Νόμους, νομιμοποίησε κάθε σχέση και κάθε κίνηση και λειτουργία των Κόσμων της Δημιουργίας Του, και θέσπισε διά του Θείου Λόγου την Άπειρη Νομο­τέλεια, που διέπει τα Σύμπαντα και διατηρεί τη Θεία Αρμο­νία με Νόμους Αναλλοίωτους και Αμετάπτωτους, οι οποίοι περιλαμβάνουν και τον Άνθρωπο και τις σχέσεις των αν­θρώπων μεταξύ τους, καθώς επίσης και τις σχέσεις του Ανθρώπου με το Θεό.

Ποιος όμως ήταν δυνατόν να μας διδάξει αυτό το με­γάλο και σοβαρό θέμα σωστά; Μα κάποιος που θα γνώρι­ζε το Θεό, ή ο Θεός ο ίδιος. Ή έπρεπε ν’ ανέβει ο άνθρω­πος στον Ουρανό, για να διδαχθεί από το Θεό, ή έπρεπε να κατέβει ο Θεός των Ουρανών στη γη, για να διδάξει τους ανθρώπους πώς να προσεύχονται και τι να ζητούν.

Και όπως όλοι σας ξέρετε, ο Θεός εκκένωσε τον Εαυ­τό Του, έλαβε μορφή ανθρώπου και ντύθηκε σάρκα. Περ­πάτησε στη γη, μπήκε σε σπίτια ανθρώπων, συνέφαγε με ανθρώπους, συνομίλησε με ανθρώπους και δίδαξε τον Άν­θρωπο της γης, παρουσιάζοντας με τη Διδασκαλία Του τη Θεία Νομοτέλεια, το Θεό της Αγάπης και της Συγχώρεσης, τον Καταδεκτικό και προσιτό σε όλους Θεό του Ελέους.

Έχουμε, λοιπόν, ένα Θείο Πρότυπο – Υπόδειγμα, που βάδισε στη γη, τον Κύριο, και μια και άλλοτε σας είπα πως η τοποθέτησή μας είναι καθαρά Χριστοκεντρική, από αυ­τό το Θείο Πρότυπο, τη Ζωή Του και τη Διδασκαλία Του, θα πάρουμε τα στοιχεία, που μας χρειάζονται για ν’ ανα­πτύξουμε το θέμα μας.

Τι είναι Προσευχή; Η λέξη προέρχεται από το προς και το εύχομαι. Είναι η προς το Θεό δέηση, ικεσία, πα­ράκληση, με την οποία ο άνθρωπος επικαλείται, εύχεται, ικετεύει, υμνεί, δοξολογεί και γενικότερα συνομιλεί με τον πανταχού παρόντα Δημιουργό του, Πατέρα – Θεό. Είναι η ανάταση της ψυχής και του πνεύματος του ανθρώπου προς την Πηγή της Δημιουργίας και Εκπόρευσής του. Είναι η προσπάθεια επαφής τού απείρως μικρού, του ενυπάρχοντος εντός τού κάθε ανθρώπου Θείου Στοιχείου, με το Απείρως Μέγα, με το Απερίγραπτο και Αχώρητο, που στην ανθρώπινη γλώσσα λέγεται Θεός. Είναι ο τρόπος με τον οποίο ο άνθρωπος βοηθείται και ανεβαίνει τα σκαλοπά­τια της Πνευματικής εξελικτικής κλίμακας, το μέσον με το οποίο εξαγνίζεται, συντρίβει τις ορμές των παθών, υπο­μένει, παίρνει θάρρος και δύναμη, συνομιλεί με τους Αγ­γέλους, επικοινωνεί με το Θεό και αποκαθίσταται τελικά στον Πατέρα, Θεοποιούμενος – Χριστοποιούμενος.

Είναι φυσικό για όλα αυτά, πως πρέπει να υπάρχει ένα κοινό σημείο επαφής, που να συνδέει το απείρως μι­κρό, τον άνθρωπο, με το Απείρως Άπειρο, το Θεό. Και το σημείο επαφής είναι ακριβώς αυτό που υπάρχει μέσα στον κάθε άνθρωπο της ύλης, μέσα στο κάθε ανθρώπινο σκήνωμα και το ζωοποιεί, είναι, δηλαδή, ο Θείος Σπινθή­ρας, το Θείο Εγώ τού κάθε ανθρώπου, η Πνοή του, που είναι τμήμα του Όλου Θεού, Θεία Ουσία, εκπορευθείσα από το Θεό – Πατέρα – Δημιουργό, και που έχει τις δυνα­τότητες με κατάλληλες συνθήκες ν’ αναπτυχθεί σε τέτοιο βαθμό, που ο άνθρωπος να γίνει Εικόνα και Ομοίωση του Δημιουργού του, όπως ο σπόρος ενός δέντρου, χωρίς να είναι το δέντρο, έχει τη δυνατότητα σε κατάλληλες συνθή­κες ν’ αναπτυχθεί και να γίνει ένα τέλειο δέντρο, όμοιο μ’ εκείνο από όπου πάρθηκε ο σπόρος.

Αυτό είναι το κοινό σημείο, που ενώνει τον άνθρω­πο, που ζει ακόμη στην ύλη, με τον Πατέρα – Θεό, και η Προσευχή είναι το μέσον με το οποίο δημιουργούνται οι κατάλληλες συνθήκες, προσλαμβάνονται οι ανάλογες δυ­νάμεις, καθηλώνονται οι δρώσες αρνήσεις και ο άνθρω­πος ενώνεται με την Πηγή της Δημιουργίας του και Θεο­ποιείται.

Σας θυμίζω σχετικά αποσπάσματα του Ευαγγελίου, τα οποία εδραιώνουν την άποψή μας αυτή και τα οποία σας παρακαλώ να θυμάστε καθημερινά.

«Εποίησέ τε εξ ενός αίματος παν έθνος ανθρώπων κατοικείν επί παν το πρόσωπον της γης» (Πράξ. ΙΖ΄, 26).

«Ο τε γαρ αγιάζων και οι αγιαζόμενοι εξ ενός πάντες· δι’ ην αιτίαν ουκ επαισχύνεται αδελφούς αυτούς καλείν λέγων· απαγγελώ το όνομά σου τοις αδελφοίς μου» (Εβρ. Β΄, 11).

Γι’ αυτό θα δώσουμε ιδιαίτερη σημασία και βαρύτητα στο θέμα της Προσευχής. Και σας ρωτώ: Ο Κύριος, κατά τη διέλευσή Του από τη γη, μας έδωσε σημεία ότι προσευ­χόταν; Βεβαίως προσευχόταν στο Θεό – Πατέρα. Ολόκλη­ρο το ΙΖ΄ κεφάλαιο του Ιωάννη είναι Προσευχή του Κυρίου προς τον Πατέρα.

Είναι η μεγάλη Προσευχή του Κυρίου, που έκανε για τους Μαθητές Του προς το Θεό – Πατέρα κατά τη διάρ­κεια του Μυστικού Του Δείπνου. Αλλά ακόμη, αναφέρεται στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο (ΚΣΤ΄, 36-44): «Καθίσατε αυτού έως ού απελθών προσεύξωμαι εκεί…», «έπεσεν επί πρόσωπον αυτού προσευχόμενος και λέγων· πάτερ μου, ει δυνατόν εστί, παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τού­το· πλην ουχ ως εγώ θέλω, αλλ’ ως συ», «πάλιν εκ δευ­τέρου απελθών προσηύξατο λέγων…», «απελθών πάλιν προσηύξατο εκ τρίτου τον αυτόν λόγον ειπών…». Ο Ευαγ­γελιστής Λουκάς μάλιστα αναφέρει (ΚΒ΄, 44) ότι κατά τη διάρκεια της Προσευχής Του «εγένετο δε ο ιδρώς αυτού ωσεί θρόμβοι αίματος».

Ακόμη, υπάρχει μία ρητή εντολή του Κυρίου προς τους Μαθητές Του: «Γρηγορείτε και προσεύχεσθε, ίνα μη εισέλθητε εις πειρασμόν· το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενής» (Ματθ. ΚΣΤ΄, 41).

Ακόμη υπάρχει η γνωστή σε όλους σας λεγόμενη «Κυριακή Προσευχή», η οποία δόθηκε από τον Κύριο προς τους ανθρώπους και είναι υπόδειγμα λιτότητας, σο­φίας, περιεκτικότητας, σαφήνειας, προσευχής αποτεινό­μενης παρά του ανθρώπου προς το Θεό – Πατέρα (Ματθ. ΣΤ΄, 9-13).

Από όλα αυτά φαίνεται καθαρά, πως ο Κύριος κατά τη διέλευσή Του από τη γη μάς άφησε παραγγελίες για να προσευχόμαστε, μας έδωσε υπόδειγμα προσευχής και ακόμη ο Ίδιος προσευχόταν όχι μόνο στον τότε Ναό του Σολομώντος, αλλά και σε σπίτια και στο όρος των Ελαιών και αλλού, γιατί όπως είναι γραμμένο (Πράξ. ΙΖ΄, 24), «ο Θεός ο ποιήσας τον κόσμον και πάντα τα εν αυτώ, ούτος ουρανού και γης Κύριος υπάρχων ουκ εν χειροποιήτοις ναοίς κατοικεί», και ακόμη «πνεύμα ο Θεός, και τους προσκυνούντας αυτόν εν πνεύματι και αληθεία δει προσκυνείν» (Ιωάν. Δ΄, 24).

Κι εμείς παραδεχόμενοι και πιστεύοντες στην πανταχού Παρουσία του Θεού, μπορούμε να προσευχηθούμε σε οποιοδήποτε μέρος κι αν βρεθούμε, και πρέπει να εί­μαστε απόλυτα βέβαιοι πως ο Θεός δεν εμποδίζεται βέ­βαια να μας ακούσει. Αλίμονο αν ο Θεός εισάκουε μόνο τις προσευχές, που γίνονται στους Ναούς. Οι Ναοί είναι εξα­γιασμένα μέρη, όπου τελούνται Μυστήρια και που έχουν όμως προορισμό να βοηθήσουν τον άνθρωπο να γίνει εκείνος Ναός Θεού, όπως αναφέρεται στις Γραφές: «υμείς γαρ ναός Θεού εστέ ζώντος» (Β΄ Κορινθ. ΣΤ΄, 16), για­τί ο Θεός δεν κατοικεί σε χειροποίητους Ναούς, που κα­τασκεύασαν οι άνθρωποι, όπως το είπαμε και παραπά­νω (Πράξ. ΙΖ΄, 24), αλλά μέσα στο δημιούργημά Του, μέσα στις ψυχές των ανθρώπων.

Τι άλλο μας δίδαξε ο Κύριος; Την Κυριακή Προσευχή, όπως είπαμε πριν, που είναι σε όλους σας γνωστή. Τώρα δεν θ’ αναλύσουμε την Κυριακή Προσευχή, αλλά θα δού­με ορισμένα μόνο σημεία της, που μας ενδιαφέρουν. Και πρώτα, ο Κύριος παραγγέλλει ν’ αποτεινόμαστε στον Πα­τέρα μας, στον Πατέρα του Κόσμου, στον Πατέρα όλων των ανθρώπων, χωρίς μεσάζοντες, αλλά οι ίδιοι αυτο­προσώπως. Δεν δίδαξε ο Κύριος τους ανθρώπους να χρησιμοποιούν ως μεσίτες ούτε τον Αβραάμ ή τον Ιακώβ ή το Μωυσή ή το Δαυίδ ή το Σαούλ ή τον Ηλία ούτε άλλον από τα εξέχοντα πνεύματα, τα μέχρι τότε γνωστά στον κό­σμο, αλλά δίδαξε ο καθένας μας ν’ αποτείνεται στον Πα­τέρα του. Ακόμη, στην Προσευχή αυτή τίποτε δεν υπάρχει που να εμπνέει φόβο προς το Θεό, παρά μόνο τα αιτήμα­τα ενός υιού προς τον Πατέρα του για τα αναγκαιούντα σ’ αυτόν.

Πώς να προσεύχεται κανείς; Υπάρχουν και γι’ αυτό σαφείς οδηγίες: «Συ δε όταν προσεύχη, είσελθε εις το ταμείον σου και κλείσας την θύραν σου πρόσευξαι τω πατρί σου» (Ματθ. ΣΤ΄, 6). Δηλαδή, όταν θέλετε να προσευ­χηθείτε, εισέλθετε εντός σας, γιατί το ταμείο του καθενός είναι εντός του, και κλείστε την πόρτα, δηλαδή, ν’ αποκό­ψετε την επαφή σας για εκείνη την ώρα με τον εξωτερι­κό κόσμο της ύλης, των φαινομένων, των εντυπώσεων, να πάψετε να σκέφτεστε οτιδήποτε άλλο και να συγκεντρώ­σετε την προσοχή σας, τη σκέψη σας, τα συναισθήματά σας, το νου σας, το πνεύμα σας, στον Πατέρα.

«Προσευχόμενοι δε μη βαττολογήσητε ώσπερ οι εθνι­κοί· δοκούσι γαρ ότι εν τη πολυλογία αυτών εισακουσθήσονται» (Ματθ. ΣΤ΄, 7). Δηλαδή, μας δίνεται άλλη μια οδηγία σχετικά με τον τρόπο της προσευχής, που μας συνιστά, όταν προσευχόμαστε, να μη μακρηγορούμε, να μη λέμε περιττά πράγματα, ούτε να ψάχνουμε για λογοτεχνι­κές ή φιλοσοφικές εκφράσεις, πιστεύοντας ότι έτσι θα γί­νει πιο εύκολα εισακουστή η προσευχή μας, όπως έκα­ναν οι Εθνικοί την περίοδο εκείνη, αλλά να είμαστε όσο μπορούμε πιο απλοί και σύντομοι. Για παράδειγμα σας φέρω την πιο απλή και ταπεινή και σύντομη προσευχή, που αναφέρεται στην παραβολή του Τελώνη και του Φαρι­σαίου: «ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ. Λέγω υμίν, κατέβη ούτος δεδικαιωμένος» (Λουκ. ΙΗ΄, 13).

Τι να αιτήσουμε; «Πρώτον πάντων ποιείσθαι δεήσεις, προσευχάς, εντεύξεις, ευχαριστίας, υπέρ πάντων ανθρώ­πων» (Α΄ Τιμόθ. Β’ , 1). «Μηδέν μεριμνάτε, αλλ’ εν παντί τη προσευχή και τη δεήσει μετά ευχαριστίας τα αιτήμα­τα υμών γνωριζέσθω προς τον Θεόν» (Φιλιπ. Δ΄, 6). «Ει δε τις υμών λείπεται σοφίας, αιτείτω παρά του διδόντος Θεού πάσιν απλώς και ουκ ονειδίζοντος, και δοθήσεται αυτώ» (Ιακ. Α΄, 5). «Ζητείτε την Βασιλείαν του Θεού, και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν» (Λουκ. ΙΒ΄, 31).

Στα Ευαγγελικά αυτά ρήματα μας δίνεται με πολλή σαφήνεια τι να αιτούμε από το Θεό, τι έχει αξία για μας, άρα πρέπει και να είναι το αντικείμενο των αιτήσεών μας. Δεν θ’ αναπτύξω το περιεχόμενο των λόγων του Ευαγγε­λίου, γιατί δεν είναι αυτό το θέμα μας, αλλά θ’ αρκεστώ να σας πω, πως εκείνο που φαίνεται καθαρά είναι ότι πρέπει να προσέχουμε, ώστε στις αιτήσεις μας να δίνουμε πρω­ταρχική σημασία στα καθαρά πνευματικά αιτήματα και όχι στα υλικά.

Και τώρα θα προχωρήσω σε μια άλλη πτυχή του θέματος της Προσευχής: Υπάρχει χρόνος κατάλληλος για προσευχή; Γιατί μερικοί αδελφοί προσδιορίζουν το θέμα αυτό εντελώς λαθεμένα. Και σας απαντώ: Κάθε ώρα και κάθε στιγμή και κάθε τόπος είναι κατάλληλος για να προ­σευχηθούμε. Ο Θεός δεν όρισε χρόνους και ώρες κατάλ­ληλες ή εξαιρετέες. Μερικοί λένε, ότι οι Ουρανοί δεν είναι πάντα ανοιχτοί, για να προσευχηθούμε. Αληθινά σας λέ­γω ότι εκείνοι που τα κηρύττουν αυτά έχουν τους δικούς τους Ουρανούς κλειστούς, γιατί οι Ουρανοί δεν είναι ση­μείο στατικό, που να μπορούμε με συνεχείς αναβάσεις να το φτάσουμε, αλλά κατάσταση πνευματική.

Θέλω να γνωρίζετε, ότι υπάρχουν πολλά προσκόμ­ματα, που εμποδίζουν αυτή την ένωση, που πρέπει να πραγματοποιήσουμε, αλλά τα προσκόμματα αυτά βασικά υπάρχουν στο νου κυρίως ορισμένων ανθρώπων, που τα προσκόμματα του νου τους τα βλέπουν και τα παρουσιά­ζουν σαν αλήθειες, χωρίς να είναι. Αυτούς, σας παρακα­λώ, να προσπαθήσετε να τους βοηθήσετε με το να μετακι­νήσετε τους περιορισμούς του νου τους, της σκέψης τους, χωρίς όμως να συγκρούεστε με την ελευθερία της εκλο­γής τους.

Είναι ανάγκη να προσευχόμαστε; «Αιτείτε, και δοθήσεται υμίν, ζητείτε, και ευρήσετε, κρούετε, και ανοιγήσεται υμίν· πας γαρ ο αιτών λαμβάνει και ο ζητών ευρίσκει και τω κρούοντι ανοιγήσεται» (Ματθ. Ζ΄, 7-8). Ιδού μια τρι­λογία, που φανερώνει την αναγκαιότητα της προσευχής, που φανερώνει την ύπαρξη Νόμου. Ο Θεός, η Ακένωτη δεξαμενή του Θείου Νου, πρέπει να πλησιαστεί με το νου του ανθρώπου, διαμέσου της σκέψης ή του λόγου του. Αν ο νους του ανθρώπου εμποδίζεται με αμφιβολία ή φόβο ή λήθαργο, πρέπει ν’ ανοίξει το δρόμο του κρούοντας και ζητώντας με πίστη.

Στη δημιουργική πορεία όλοι πρέπει να προσευχό­μαστε και διαμέσου της προσευχής ν’ αναπτύσσουμε την υψηλότερη φάση του χαρακτήρα μας, που εξευγενίζει, ωραιοποιεί, εξαγνίζει και εξαγιάζει ολόκληρο τον άνθρω­πο, αλλά ακόμη πρέπει να προσευχόμαστε για να είναι δυνατόν να εκπληρωθεί ο δημιουργικός Νόμος του Λό­γου. Η Προσευχή είναι η μεγαλύτερη δύναμη που διαθέτει ο άνθρωπος στον κόσμο αυτό. Γιατί χωρίς αυτήν, ο άν­θρωπος θ’ αποδειχθεί ότι μοιάζει με «κάλαμον υπό ανέ­μου σαλευόμενον» (Ματθ. ΙΑ΄, 7).

Είναι ακόμη γραμμένο (Ματθ. ΚΑ’, 22): «πάντα όσα εάν αιτήσητε εν τη προσευχή πιστεύοντες, λήψεσθε». Ένα στοιχείο απαραίτητο για την αποτελεσματικότητα της προσευχής μας είναι η πίστη μας. Είναι το μέτρο η πίστη μας, που ρυθμίζει κατά πολύ τα αποτελέσματα της προ­σευχής. Το ίδιο λέγεται κι αλλού: «πάντα όσα αν προσευ­χόμενοι αιτείσθε, πιστεύετε ότι λαμβάνετε, και έσται υμίν» (Μάρκ. ΙΑ΄, 24). Και εδώ φαίνεται καθαρά ότι η πίστη μας είναι ο μοχλός, που κινεί τους Θείους Νόμους, αφού ο Κύ­ριος ορίζει χωρίς αμφιβολίες ή υπονοούμενα ότι για να λάβουμε, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η πίστη μας. Και κάτι ακόμη είναι γραμμένο: «εάν δύο υμών συμφωνήσωσιν επί της γης περί παντός πράγματος ού εάν αιτήσωνται, γενήσεται αυτοίς παρά του πατρός μου» (Ματθ. ΙΗ΄, 19). Όλα αυτά συνηγορούν στο ότι η πίστη μας πρέπει να είναι βασικό στοιχείο της προσευχής μας, για να έχουμε το ποθούμενο αποτέλεσμα, γιατί είναι η δύναμη, που θέτει σε ενέργεια τους Θείους Νόμους.

Υπάρχουν κακές αιτήσεις; Και βέβαια υπάρχουν, που δεν εισακούονται, αλλά όπως και εδώ, στην Κοινωνία μας, απορρίπτονται. «Αιτείτε και ου λαμβάνετε, διότι κακώς αιτείσθε, ίνα εν ταις ηδοναίς υμών δαπανήσητε» (Ιακ. Δ΄, 3). Είναι προφανές ότι ο Ουράνιος Πατέρας εισακούει μόνον τις προσευχές εκείνες, που έχουν καθαρά πνευματικό πε­ριεχόμενο και που αποσκοπούν στη βοήθεια ψυχών, στην εξύψωση των ψυχών, στη λύτρωση των ψυχών, και ποτέ δεν γίνεται εισακουστή η προσευχή, της οποίας η παρα­δοχή θα μας έβλαπτε ή θα προξενούσε βλάβη στον αδελ­φό μας. Με άλλα λόγια, για να γίνω περισσότερο κατανοη­τός από όλους σας, προσέχετε όταν υποβάλλετε αιτήσεις και δεήσεις στην Ανώτατη Πνευματική Αρχή, που είναι ο Θεός, ο Κύριος. Φροντίστε να είστε σαφείς, γιατί καταχωρείται το περιεχόμενο, τα νοήματα του λόγου σας – αιτήσεώς σας, και εφόσον η αίτηση είναι νόμιμη, κατά τη Θεία Νομοτέλεια και όχι κατά την ανθρώπινη αντίληψη, τότε ενεργείται κατά τον τρόπο και το χρόνο που η Κρίση του Θεού όρισε. Μην παραπονείστε αν δεν εισακούστηκε μια αίτησή σας, αλλά σκεφτείτε την ξανά και υποβάλλετέ την πληρέστερη, ορθότερη, σαφέστερη και με περισσότερη πίστη.

Πώς να προσευχόμαστε; Με κάθε τρόπο, δηλαδή με τη σκέψη μας και με το λόγο μας, προσέχοντας όμως τον ηχητικό μας κραδασμό. Καμιά φορά προσεύχεται η ψυ­χή χωρίς αυτά, άφωνα, «στεναγμοίς αλαλήτοις» (Ρωμ. Η΄, 26), τους οποίους το Πνεύμα το Άγιον εμβάλλει και τους οποίους ακούει ο ετάζων νεφρούς και καρδίας Παντογνώ­στης Θεός.

Όταν έφευγαν οι Εβραίοι από την Αίγυπτο με το Μωυσή επικεφαλής, είδαν ξαφνικά το στρατό του Φαραώ να τους καταδιώκει. Και τότε ο Μωυσής σκέφτηκε, όπως ήταν φυσικό, να καταφύγει στο Θεό, αλλά ήταν τόση η ταραχή του, που δεν μπορούσε να μιλήσει καθόλου. Αλ­λά η ενδόμυχη ικεσία του, η ικεσία της ψυχής του, ήταν τόσο δυνατή, ώστε ο Θεός αποκρίνεται στο Μωυσή: «Τι βοάς προς με;» (Έξοδ. ΙΔ΄, 15). Γενικά να γνωρίζετε όλοι σας πως και ο μικρότερος πνευματικός ψιθυρισμός μιας ψυχής, που ζητά βοήθεια, είναι ορατός και ακούγεται από τον Πατέρα.

Και τώρα ερχόμαστε σ’ ένα άλλο θέμα σχετικό με την προσευχή. Πολλοί πιστεύουν πως στη θέση τους, γι’ αυ­τούς, μπορούν να προσεύχονται άλλοι, είτε ιερείς, είτε φίλοι και συγγενείς. Πολλοί επίσης πιστεύουν πως πλη­ρώνοντας άλφα ποσά σε ιερείς για να προσεύχονται γι’ αυτούς, είτε αφήνοντας κτήματά τους σ’ εκκλησίες ή μονα­στήρια, θα τους μνημονεύουν κι έτσι θα συγχωρούνται οι αμαρτίες τους. Θέλω να διευκρινίσουμε, όσο μπορούμε με λεπτότητα, αυτό το θέμα και να δώσουμε μια σωστή κα­τεύθυνση, που θα μας ωφελήσει.

Μπορεί βέβαια κάποιος άλλος, φίλος ή συγγενής ή αδελφός ή ιερωμένος, να προσευχηθεί για μας, όχι όμως να προσευχηθεί στη θέση μας. Καμιά προσευχή δεν χά­νεται, έτσι και οι προσευχές των φίλων, αδελφών ή ιερέων θα μας φέρουν σαν αποτέλεσμα μια άλφα δύναμη ή καταπράυνση, ή ανακούφιση ή έμπνευση, αλλά δεν θα μας ενεργοποιήσουν το δικό μας ψυχοπνευματικό μηχανισμό, δεν θα μας αφυπνίσουν το δικό μας Σπινθήρα, δεν θα μας ανάψουν το δικό μας φωτάκι, πράγμα που πρέπει να είναι ο καθημερινός μας σκοπός, η καθημερινή μας φροντίδα, και προς την ενεργοποίηση αυτή του πνευματικού μας «Είναι» πρέπει ν’ αποβλέπουμε και να φροντίζουμε συνεχώς.

Οι προσευχές των άλλων μπορούν να μας βοηθή­σουν, να μας στείλουν δύναμη και ενίσχυση και ανακού­φιση σε μια δυσκολία της ζωής μας και να μας δώσουν ώθηση για ν’ αρχίσουμε τη δική μας προσπάθεια για ενερ­γοποίηση, αλλά είναι ανάγκη να καταλάβουμε όλοι, ότι το θέμα της προσευχής είναι καθαρά ατομικό, προσωπικό μας ζήτημα, είναι η προσωπική μας σχέση με το Θεό. Γι’ αυτό είναι ανάγκη να μάθουμε να προσευχόμαστε εμείς οι ίδιοι και όχι να περιμένουμε άλλους να προσεύχονται στη θέση μας. Όπως επίσης δεν μπορεί άλλος στη θέση μας να ζητήσει μετάνοια για λογαριασμό μας, για τις δικές μας πράξεις, γιατί πρέπει να μετανοήσουμε και να ζητήσουμε άφεση για τα δικά μας παραπτώματα εμείς οι ίδιοι.

Δεν πρέπει να πιστεύουμε ότι πληρώνοντας ιερείς μπορούν να συγχωρεθούν οι αμαρτίες μας, τα παραπτώματά μας, ούτε ότι προσφέροντας θυμιάματα ή κεριά ή διάφορα άλλα τάματα, όπως πολλοί Χριστιανοί το συνη­θίζουν, θα εξευμενίσουμε το Θεό και θα συγχωρήσει τα σφάλματά μας.

Αυτές οι σκέψεις, αυτή η νοοτροπία, αυτή η τοποθέτη­ση είναι πέρα ως πέρα λαθεμένη, είναι καθαρός εμπαιγμός και ασέβεια απέναντι στο Θεό να νομίζουμε, ότι είναι δυνατόν να εξαγοράσουμε το Έλεος και την Ευλογία του Θεού, προσφέροντας υλικά ανταλλάγματα, ή να επιτύ­χουμε με την προσφορά αυτή την εξιλέωσή μας. Ή ακόμη, προσφορές που πολλές φορές κάνουμε για να μνημονεύ­εται επιδεικτικά το όνομά μας και να φαίνεται η αγαθοερ­γία μας, πώς είναι δυνατόν να είναι ευπρόσδεκτες ενώ­πιον του Θεού;

Νομίζετε πως η μυρωδιά του λιβανιού, που προσφέ­ρετε, ή το άναμμα ενός κεριού, μικρού ή μεγάλου, μπο­ρούν ν’ αλλάξουν την κακοσμία της έχθρας, του φθόνου, της πλεονεξίας, των ματιών που δεν κοιτάζουν με αγάπη, των στρεψόδικων γλωσσών που χύνουν δηλητήριο με τα λόγια τους, των αρπακτικών χεριών που αφανίζουν τον αδελφό τους, της απιστίας που καμαρώνει για πίστη, των βρόμικων λόγων, των συκοφαντιών, που μολύνουν την ατμόσφαιρα; Δεν χρειάζεται λιβάνια ο Θεός να Του καίτε, αλλά το θυμό σας, την υπερηφάνεια σας, τη σκληρότητά σας και καθετί που είναι αντίθετο με το Νόμο της Αγάπης Του, και χρησιμοποιήστε τις καρδιές σας για λιβανιστήρια.

Ο Θεός, είναι γνωστό σε όλους μας, είναι ΑΝΕΝΔΕΗΣ, δηλαδή κανενός δεν έχει την ανάγκη και καμιάς υλικής προσφοράς, και πολύ περισσότερο γιατί ο Θεός είναι Πνεύμα και καθετί που αποτείνεται προς το Θεό πρέπει να είναι καθαρά πνευματικό. Επομένως, είναι λαθεμένη η προσφορά ταμάτων και άλλων υλικών αγαθών – αντι­κειμένων προς το Θεό και κανένα αποτέλεσμα δεν επιφέ­ρουν προς βελτίωσή μας ή συγχώρηση και εξιλέωση παραπτωμάτων.

Η εξιλέωση και η συγχώρηση προαπαιτούν μετάνοια δική μας, δηλαδή μια αλλαγή μας, που είναι μια εσωτερική μας κατάσταση αφενός και αλλαγή του τρόπου της σκέ­ψης μας αφετέρου, και όχι εξωτερικές εκδηλώσεις με τά­ματα και υλικές προσφορές ή προσευχές τρίτων, έστω και ιερέων.

Σας θυμίζω την προσευχή του Τελώνη (στην παρα­βολή του Τελώνη και του Φαρισαίου), την τόσο απλή, «ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ» (Λουκ. ΙΗ΄, 13), και την τόσο περιεκτική σε διδάγματα, γιατί ο Κύριος αποκάλυψε ότι ο Τελώνης έφυγε από το Ναό δικαιωμένος, και στην οποία προσευχή του ούτε τάματα ή υλική προσφορά έκα­νε για εξιλέωση, αλλά ούτε και υπήρξε μεσάζων μεταξύ του Τελώνη και του Θεού, αλλά δεήθηκε αυτοπροσώπως, με πλήρη επίγνωση και ταπεινοφροσύνη, λιτά και χωρίς περιττά λόγια και λογοτεχνικά σχήματα.

Και κάτι άλλο ακόμη, που θέλω να θίξω και που έχει κάποια σημασία. Η προσευχή, στην οποία συνήθως ζη­τάμε Έλεος και βοήθεια κλπ. από το Θεό και Πατέρα μας, έρχεται σε μεγάλη αντίθεση με την αμφίεσή μας καμιά φο­ρά, γιατί η στάση μας δείχνει ταπεινοφροσύνη, αντίθετα η αμφίεσή μας πολλές φορές είναι επιδεικτική ή και σκανδαλιστική, με πλούσια ενδύματα, στολίσματα χρυσά και πο­λύτιμες πέτρες, αντίθετα όλα με την υποτιθέμενη ταπεινο­φροσύνη, που πρέπει να έχουμε, και τα οποία μαρτυρούν εγωισμό, φιλαυτία και έλλειψη αγάπης, μα και ακόμη την έλλειψη της πραγματικής συναίσθησης, που πρέπει να έχουμε, του τι είμαστε και σε ποιον μιλούμε – αποτεινόμα­στε, ζητώντας τη βοήθεια και το Έλεός Του.

Τώρα θα μιλήσουμε για κάτι άλλο, θα διευκρινίσου­με ένα θέμα που μπερδεύει πολλούς αδελφούς, γιατί δεν ξέρουν να το ταξινομήσουν σωστά. Δεν είναι μόνο η γνώ­ση ορισμένων πραγμάτων, που μας βοηθά στην εξέλιξή μας, αλλά είναι και η σωστή ταξινόμηση των γνώσεών μας

και η συσχέτισή τους με τη λειτουργία των Θείων Νόμων.

Αυτό βοηθά στην ολοκλήρωση της γνώσης και της πί­στης μας, που δεν είναι πλέον μια τυφλή πίστη, που κιν­δυνεύει να μετατοπιστεί στο πρώτο φύσημα του αντίθετου ρεύματος, αλλά μια αιτιολογημένη και εν επιγνώσει πίστη, που δεν μετατοπίζεται εύκολα πια, γιατί έχουμε σωστές βάσεις, γνωρίζουμε το γιατί πιστεύουμε.

Θέλω να μιλήσουμε για το διαλογισμό, που διδάσκουν οι Ανατολικές Θρησκείες, και τι διαφορά έχει από τη Χρι­στιανική Προσευχή, γιατί τώρα τελευταία στην Ευρώπη και στη χώρα μας ιδρύθηκαν πολλά Κέντρα, που διδά­σκουν τις Ανατολικές Θρησκείες, τη γιόγκα και το διαλο­γισμό.

Σ’ αυτά τα Κέντρα πηγαίνουν πολλοί, που βαφτίστη­καν στο Όνομα του Κυρίου Ιησού Χριστού και που φυσι­κό είναι ότι θα πρέπει να διδαχθούν το Χριστιανισμό στη ζωή τους. Όσοι γνωρίζουν λίγα για τη λειτουργία του Θείου Νόμου, γνωρίζουν ασφαλώς, πως κάθε βαφτισμένος στο Όνομα του Κυρίου Ιησού Χριστού έχει υποχρέωση ν’ ανα­πτυχθεί και να ζήσει τη ζωή του σαν Χριστιανός, ερευνών­τας, μαθαίνοντας και εφαρμόζοντας στη ζωή του τα Θεία Ρήματα και τους Θείους Νόμους που μας δίδαξε ο Κύριος Ιησούς Χριστός, και όχι Χριστιανός ων να μαθητεύσει σε θρησκείες παρελθούσης χρήσεως, δηλαδή σε θρησκείες που έληξε ήδη ο προορισμός τους και βρίσκονται στο τέλος της εκδήλωσής τους πάνω στη γη, και που η πα­ράτασή τους στις διάνοιες των ανθρώπων εμποδίζει την εφαρμογή του επόμενου βήματος του Θείου Σχεδίου, που είναι η Χριστοποίηση ολόκληρης της ανθρώπινης φυλής.

Οι εμπνευστές τους ήταν πνεύματα ανθρώπινα, φω­τισμένα βέβαια, που δίδαξαν, ανάλογα με την εποχή τους, τα ήθη και έθιμα των λαών όπου γεννήθηκαν και έζησαν, για να προετοιμάσουν τον κόσμο να υποδεχθεί την Ενανθρώπιση του Θείου Λόγου.

Το να προστρέχουν ορισμένοι άνθρωποι, Χριστιανοί όντες, στις θρησκείες αυτές, είναι βασικό λάθος, γιατί επα­νέρχονται σε στάδιο πνευματικά κατώτερο, προγενέστε­ρο, σ’ ένα στάδιο ξεπερασμένο.

Οι ηγούμενοι των κινήσεων αυτών στην Ευρώπη, παρασύροντες τους συνανθρώπους τους στο να διοχετεύουν τη θρησκευτική τους έφεση και δραστηριότητα και πίστη σε λαθεμένο δρόμο, φέρουν την ευθύνη της πνευματικής στασιμότητας και οπισθοδρόμησης της εποχής μας έναντι της Θείας Δικαιοσύνης.

Βέβαια σε όλες τις θρησκείες ενυπάρχει το σπέρμα της Αγάπης, αλλά σε καμιά θρησκεία δεν πήρε την κύρια θέση – βάση, που έθεσε ο Κύριος με το «αγαπάτε αλλήλους» και το «αγαπήσεις τον πλησίον σου ως εαυτόν». Ακόμη όλες οι θρησκείες μιλούν για εξαγνισμό, αλλά τον συνδέουν με τον ασκητισμό. Ο Κύριος δεν συμβούλεψε τους ανθρώπους να πάρουν τέτοια κατεύθυνση απάρνησης της ζωής και των εγκοσμίων, αλλά με τη Ζωή Του μέ­σα στον κόσμο, που έζησε ο Ίδιος, άφησε να εννοήσουμε πως πρέπει να ζούμε μέσα στον κόσμο και να φροντίζου­με για την άνοδό μας και των συνανθρώπων μας.

Κανείς ακόμη δεν κήρυξε μέχρι τότε, πως «δεν υπάρ­χει Έλληνας ή Ιουδαίος ή Ρωμαίος ή βάρβαρος, άντρας ή γυναίκα, δούλος ή ελεύθερος, αλλά όλοι είμαστε αδελ­φοί, τέκνα του αυτού Δημιουργού Θεού». Κανείς δεν είπε: «Εγώ και ο Πατήρ είμεθα Εν», ούτε «αυτός που εώρακε Εμέ εώρακε τον Πατέρα», αλλά ούτε το «Εγώ Ειμί το Φως του Κόσμου» κλπ., όπως μίλησε ο Κύριος, ούτε κανείς μέ­χρι σήμερα πρόσφερε και επισφράγισε το έργο του με την εθελούσια Σταυρική Του Θυσία, όπως έκανε ο Κύριος. Και γενικότερα οι διαυγείς, κρυστάλλινες αποκαλύψεις και δι­δαχές του Χριστιανισμού δεν περιέχονται σε άλλες θρη­σκείες. Γιατί τότε να τρέχουμε αλλού για Φως;

Το έργο μας το Πνευματικό είναι να βοηθήσουμε στην αποκατάσταση της Χριστιανικής Αλήθειας σ’ όλο τον Κό­σμο. Είναι μια Σταυροφορία όχι με όπλα, αλλά Σταυρο­φορία διαφώτισης ψυχών, που θα βοηθήσει στον εκ- χριστιανισμό του Κόσμου και στην εφαρμογή του Θείου Σχεδίου, το οποίο επαγγέλλεται τη Χριστοποίηση του Αν­θρώπου.

Και τώρα ας πούμε λίγα λόγια για το διαλογισμό, την αυτοσυγκέντρωση, την έκσταση, την εκσωμάτωση κλπ., που με τόσο πάθος και φανατισμό διδάσκονται στις διά­φορες ανατολικές σχολές. Όλες αυτές οι καταστάσεις και η ώθηση της ψυχής έξω από το δεσμωτήριο του υλικού σκηνώματος δεν είναι προσευχή με τη χρήση του λόγου μας. Είναι ικανότητες που ανέπτυξε η ψυχή να υπερπηδά τα διάφορα εμπόδια που τη δεσμεύουν στο φυσικό κόσμο της ύλης όπου ζούμε και να αποκτά συνείδηση υπερβατι­κών καταστάσεων.

Αλλά ακριβώς η ικανότητα για περιήγηση και από­κτηση ορισμένων εντυπώσεων ή γνώσεων από άλλα δη­μιουργήματα του Θεού, ή αποτελέσματα λειτουργίας των Θείων Νόμων, δεν είναι συνομιλία – επαφή με τον ίδιο το Θεό – Πατέρα μας, που επιδιώκουμε εμείς.

Γι’ αυτό υπάρχει τεράστια διαφορά μεταξύ της έκστα­σης, της περιήγησης, του διαλογισμού και της Χριστιανι­κής Προσευχής, και σας τονίζουμε, ότι όποιος δαπανά τη θρησκευτική του έφεση σε τέτοιου είδους πειραματισμούς, σε τέτοια πνευματικά κανάλια, ας γνωρίζει ότι πάντα θα απατάται πιστεύοντας πως μ’ αυτούς τους τρόπους έρχε­ται σ’ επαφή με το Θεό και πως δυναμώνει το εσωτερικό του Φως.

Γιατί μόνο με το δικό μας εσωτερικό φωτάκι, σας ρωτώ, πού μπορούμε να φτάσουμε, αν αυτό δεν ενδυναμώνεται και δεν ενισχύεται και δεν παίρνει καθοδήγηση, επιφώτιση από το Άπειρο Φως του Θεού; Και πώς θα φθάσουμε στον τελικό μας προορισμό, που είναι η ένωσή μας με τον Πατέρα, με τη Χριστοποίησή μας; Γι’ αυτό συνιστούμε στους αδελφούς μας την Προσευχή.

Τώρα θέλω να θίξω ένα άλλο σημείο, που αφορά το θέμα της Προσευχής, και πρέπει όλοι να δώσετε ιδιαίτερη προσοχή. Η Προσευχή δεν είναι κάτι που γίνεται μία φορά μόνο κι ύστερα περιμένουμε ν’ αρχίσουμε να εισπράττου­με τα αποτελέσματά της. Κάθε προσευχή μας, ανάλογα με το είδος της, την ποιότητα και την ένταση της πίστης μας, θέτει σε λειτουργία ορισμένους Θείους Νόμους, οι οποίοι φέρνουν ανάλογα αποτελέσματα.

Αν εμείς ζητούμε να έχουμε συνεχώς τη Θεία Επενέργεια και Αρωγή για τη βελτίωσή μας και των αδελφών μας, φυσικό είναι να προσευχόμαστε όχι μόνο μία φορά, αλ­λά πολλές συνεχώς, σε όλη μας τη ζωή. «Αδιαλείπτως προσεύχεσθε» (Α΄ Θεσσ. Ε΄, 17). Τότε αρχίζει, εκτός άλ­λων καταστάσεων – αποτελεσμάτων, το πλύσιμό μας, το ξελέκιασμά μας, η εκλέπτυνσή μας, η αναζωογόνησή μας, η τροφοδοσία μας με ανάλογο Θείο Ρεύμα Ζωής, με ανά­λογο, ας πούμε, πνευματικό οξυγόνο ή Φως, που μας είναι απαραίτητο για την πνευματική μας ζωή.

Και τότε συμβαίνει κάτι: Ανακαλύπτουμε ότι έχουμε την ανάγκη επανάληψης της προσευχής μας, πως η αρχι­κή μας έφεση για προσευχή μπήκε σε ένα άλλο στάδιο και έγινε κατάσταση εσωτερικής ανάγκης, έγινε ένα είδος λειτουργίας του «Είναι» μας, που πρέπει κι αυτό να ικανο­ποιηθεί, όπως η πείνα και η δίψα. Άρχισε μια ζωογόνηση εσωτερική, που είναι το αποτέλεσμα μιας ενίσχυσης που λαβαίνουμε, μια πρόσκτηση πνευματικών δυνάμεων και εμπνεύσεων, που προέρχεται από το Θείο Ρεύμα Ζωής που μας διοχετεύεται.

Τι θα γίνει, όμως, αν σταματήσουμε τότε να προσευ­χόμαστε; Όλη αυτή η αναζωογόνηση θ’ αρχίσει να με­τριάζεται, να κατέρχεται, να υποχωρεί και τα κενά της θα τα συμπληρώνει η άρνηση, γιατί ουσιαστικά κενό δεν υπάρχει πουθενά. Τότε θ’ αρχίσει η κατάπτωση, η έλλειψη ζωτικότητας, μελαγχολίες, έλλειψη ενδιαφέροντος για τη ζωή και καμιά φορά ακόμη και τάσεις αυτοκτονίας.

Μα είναι τόσο τρομερά τ’ αποτελέσματα όταν παύου­με να προσευχόμαστε; Είναι ανάγκη να καταλάβετε πως λειτουργούν Θείοι Νόμοι και ότι οι Νόμοι αυτοί είναι Αναλ­λοίωτοι και Αμετάπτωτοι, γιατί είναι Νόμοι Θεού, κι ακόμη ότι οι Νόμοι αυτοί λειτουργούν είτε τους γνωρίζετε είτε τους αγνοείτε, είτε τους τηρείτε είτε τους παραβαίνετε. Σκοπός μας είναι να μάθουμε τους Θείους Νόμους και να τους τηρούμε, για να έχουμε και ν’ απολαμβάνουμε τα ευ­εργετικά τους αποτελέσματα.

Προσπάθειά μας είναι ν’ αφαιρέσουμε όσο μπορούμε τα πέπλα της άγνοιας, που σκεπάζουν τον άνθρωπο και τον εμποδίζουν να ενωθεί με τον Πατέρα – Δημιουργό του. Γι’ αυτό συνεχώς εφιστώ την προσοχή σας στη Θεία Νο­μοτέλεια και στην τήρηση του Θείου Νόμου, για να πάψει ο άνθρωπος να βογκά και να στενάζει, γεμίζοντας πλη­γές τον εαυτό του και τον αδελφό του, και ν’ αποκτήσει την υπευθυνότητα εκείνη που ταιριάζει σ’ ένα Θείο Δημιούρ­γημα.

Και στη συνέχεια, μετά τη διακοπή της προσευχής, αν θελήσουμε να ξαναρχίσουμε να προσευχόμαστε, τότε θ’ ανακαλύψουμε έκπληκτοι πως αισθανόμαστε μιαν αντί­δραση από τον εαυτό μας. Αυτό συμβαίνει, γιατί το αρ­νητικό ρεύμα αντικατέστησε την ενίσχυση που διοχετευ­όταν προηγουμένως από το Θεό και θα πρέπει τώρα να καταβάλουμε διπλή και τριπλή προσπάθεια, για ν’ απω­θήσουμε αυτή την αρνητική κατάσταση και να ξαναβρεθούμε στην προηγούμενή μας παροχή και ισορροπία.

Και ακόμη θέλω να γνωρίζετε: Στην προσευχή, ανά­λογα με την ποιότητά της, με την έντασή της, με την πίστη σας, με την καθαρότητά σας, έλκετε ανάλογα, βάσει Νό­μων. Γι’ αυτό τοποθετηθείτε σωστά απέναντι στο Θεό, κα­θαρίζεστε όσο μπορείτε περισσότερο κάθε μέρα και μά­θετε να αιτείτε, αλλιώς κινδυνεύετε, μαζί με την ενίσχυση που λαμβάνετε από το Θεό, να ελκύετε και αρνητικές εκ­πομπές, οι οποίες ελκύστηκαν από τη λαθεμένη τοποθέ­τησή σας, ή τη μη καθαρότητά σας, και πιθανόν να λάβε­τε νόηση ή έμπνευση, μετατρεπόμενη σε λόγο ή οράσεις πνευματικές, που να προέρχονται από έντονες εσωτερι­κές σας επιθυμίες ή από άλλες αρνητικές εκπομπές, και τότε, αν δεν προσέξετε, κινδυνεύετε.

Γι’ αυτό πάντα να διερωτάσθε αν είστε σωστοί και να συμβουλεύεστε εμπειρότερους, πνευματικά καταρτισμέ­νους και πεπειραμένους, και να διερωτάσθε: «Είναι σω­στός ο δρόμος που ακολουθώ, ή μήπως πήρα λαθεμένο δρόμο; Τι άλλο άραγε μπορώ να διορθώσω;».

Σας θυμίζω πως πολλοί διψασμένοι στην έρημο βλέ­πουν οάσεις, που προβάλλονται σαν εικόνες στα ψυχικά τους κάτοπτρα από την έντονη επιθυμία τους να βρουν νερό. Δεν τους τα δείχνει ο Σατανάς, αλλά η έντονη επιθυ­μία της ψυχής τους για να βρουν νερό σχημάτισε την εικό­να που είδαν τα ψυχικά τους κάτοπτρα και που ήταν ψεύ­τικη, προερχόμενη από την επιθυμία τους. Έτσι γίνεται και με την προσευχή. Ο ανθρώπινος μηχανισμός είναι ένας πολύπλοκος και λεπτεπίλεπτος μηχανισμός, που πρέπει να μάθουμε πώς λειτουργεί σωστά.

Είναι πιθανόν κατά την ώρα της προσευχής σας να έχετε οράσεις σωστές, προερχόμενες από το Θεό, σαν είδος Ευλογίας ή σαν είδος Θείας Συμπαράστασης, με μορφοποίηση των Θείων Υποστάσεων του Κυρίου ή της Θεοτόκου κλπ. Μην αρχίσετε να φωνάζετε στην περίπτω­ση αυτή: «Είδα τον Κύριο», ή «είδα τη Θεοτόκο», ή «μίλη­σα με το Θεό», γιατί άλλο είναι η επαφή με τον Κύριό μας κι άλλο να δείτε μορφοποιημένη τη Θεία Του Υπόσταση. Προσέχετε… Η οδός είναι στενή και τεθλιμμένη κι ανηφο­ρική… Μην το ξεχνάτε και ενθουσιάζεστε εύκολα.

Ακόμη, τη στιγμή της προσευχής ο προσευχόμενος με έκπληξή του μπορεί ν’ αντιληφθεί τον εαυτό του να εμπνέ­εται, δηλαδή τα λόγια της προσευχής του να μην είναι δι­κά του, αλλά να νιώθει ότι του δίνονται, ότι προέρχονται από κάπου αλλού, γιατί και το νόημά τους διαφέρει και η ποιότητα ροής, έντασης, υφής του λόγου και των παρεχομένων εννοιών. Αυτό είναι φυσικό, γίνεται κατά Νόμον, γιατί όταν προσεύχεται κανείς, ανέρχεται το πνεύμα του σε ανάλογες φωτεινές Θείες προσβάσεις, όπου είναι φυ­σικό να του παρέχονται έννοιες και λόγοι με περισσότερο βάθος και νόημα, και πιο εκλεπτυσμένης υφής και ουσίας. Ακόμη μπορούν να δοθούν και σημαντικές αποκαλύψεις και κρυμμένα μυστήρια.

Αλλά οποιαδήποτε παροχή Φωτός ή νόησης ή εν­νοιών ή λόγου, ή όσες οράσεις κι αν έχουμε, πάντα εί­μαστε υποχρεωμένοι να ελέγχουμε την ποιότητα και το περιεχόμενο των εμπνεύσεων και των οράσεων και να ερευνούμε πού μας οδηγούν. Όπως επίσης να θυμάστε πάντα πως αποτείνεστε στην Άπειρη, την Ασύλληπτη και Ακένωτη Πηγή του Φωτός, της Θείας Ενέργειας, που δημι­ούργησε τα Σύμπαντα, και γι’ αυτό να αποτείνεστε με τον προσήκοντα σεβασμό, με πίστη, ταπεινοφροσύνη και ευλάβεια.

Η διά της προσευχής ανάταση του ανθρώπου και η επαφή και ένωσή του με την Πηγή της Δημιουργίας, το Θεό, περνάει διάφορα στάδια, φάσεις και διακυμάνσεις στον καθένα μας. Και είναι φυσικό αυτό, γιατί το πνευμα­τικό επίπεδο του καθενός είναι διαφορετικό, όπως διαφο­ρετική είναι η ευλάβεια, η ταπεινοφροσύνη, η αφοσίωση, η έξαρση και η πίστη του καθενός, όπως επίσης διαφορε­τικά είναι και τα αιτήματα που υποβάλλει.

Μια συνηθισμένη μεταβολή που επέρχεται στους προ­σευχόμενους, όχι βέβαια στους αρχάριους, είναι ότι μια μέ­ρα ξαφνικά ανακαλύπτουν πως για ν’ ανυψωθεί το πνεύ­μα τους, δεν χρειάζεται μια μακρά διαδρομή λόγων με την προσευχή, αλλά ότι αυτή η ανύψωση γίνεται γρήγορα, σχεδόν άμεσα μερικές φορές, αστραπιαία στους εξασκημένους, αλλά εσωτερικά αυτή τη φορά, και τότε στην πε­ρίπτωση αυτή με απορία διαπιστώνουμε πως ο προηγού­μενος τρόπος προσευχής μάς αφήνει ασυγκίνητους πια, δεν μπορούμε να τον χρησιμοποιήσουμε.

Ακόμη μία περίπτωση που συχνά συναντάμε, είναι να αισθανόμαστε μιαν ιδιαίτερη έλξη για ένα είδος προ­σευχής, κάτι σαν ειδικότητα, αλλά στην περίπτωση αυ­τή θα πρέπει να αποφεύγουμε αυτόν τον περιορισμό της προσευχής, για να έχουμε μια ολοκληρωτική πνευματική ανάπτυξη και κατάρτιση γύρω από όλα τα είδη της προ­σευχής, καθώς και εμπειρίες και άσκηση σε όλες τις ειδι­κεύσεις της προσευχής.

Συμπερασματικά, όλοι οι άνθρωποι πρέπει να μάθουν να προσεύχονται σε όλα τα είδη της Προσευχής και πρέ­πει να μάθουν να ενώνονται με τον Πατέρα – Θεό ή Κύριο, ακόμη και χωρίς προσευχή, γιατί και ο λόγος και η σκέψη είναι μέσα περιοριστικά, του υλικού πεδίου εκδηλώσεις, που μ’ αυτές προσεγγίζουμε πλευρές του Θείου και δεχό­μαστε λάμψεις Του, αυξάνοντας το εσωτερικό μας Φως, που είναι Τμήμα του Θείου, μέχρι να φτάσουμε στο στάδιο εκείνο, που να μπορούμε να λέμε: «Είμαστε Ένα».

☆ ☆ ☆

Τελειώσαμε το θέμα της Προσευχής. Πολλοί πριν από μας το δίδαξαν και το ανέπτυξαν, και ίσως με περισσότερες λεπτομέρειες και πιο αναλυτικά. Πιστεύω όμως πως και η δική μας παρουσίαση δεν υστερεί, γιατί δίνει την Κεντρι­κή γραμμή, τις βάσεις του θέματος, το τοποθετεί, τονίζον­τας ιδιαίτερα μερικά σημεία, που χρειάζονται για την επο­χή μας.

Θα μπορούσαμε, βέβαια, να γράψουμε πολύ περισ­σότερα και ν’ αναπτύξουμε τα διάφορα σημεία του θέμα­τος, αλλά αρκεστήκαμε στη λιτή αυτή παρουσίαση, για να μη σας κουράσουμε με πολλές λεπτομέρειες και σχήματα λόγου, που καμιά φορά μάς κάνουν να χάνουμε το κυρίως θέμα, τη βάση.

Είμαι βέβαιος, πως όσοι μελετήσουν με προσοχή, όσοι προσέξουν την Κεντρική γραμμή, θα ωφεληθούν πολλά. Όσοι θα ’θελαν περισσότερα, η δίψα τους για μά­θηση, οι βάσεις και οδηγίες που δώσαμε και ο Θεός θα τους βοηθήσουν να βρουν αυτό που ζητούν και να προ­χωρήσουν μέχρις εκεί που επιθυμούν.

Έκρινα σκόπιμο να σας παρουσιάσω μερικές προ­σευχές, για συμπλήρωμα του όλου θέματος. Ο σκοπός μου είναι να σας δώσω δείγματα διαφόρων ειδών προ­σευχών, τα οποία θα σας διευρύνουν τους ορίζοντες και θα σας βοηθήσουν αργότερα να κάνετε δικές σας. Δεν θέ­λω να νομίσετε πως οι προσευχές που σας παρουσιάζω είναι οι τελειότερες που γράφτηκαν μέχρι σήμερα και να τις θεωρήσετε κάτι σαν ιατρική απαράβατη συνταγή. Πολ­λές όμως από αυτές έχουν γραφτεί με κάποια έμπνευση και ο σκοπός είναι να σας βοηθήσουν, να σας κάνουν μιαν αρχή, για να αποδεσμευτείτε από τις τυπικές, δογματικές προσευχές, που σκοπό είχαν οι πιο πολλές την ατομική κάθαρση και εξύψωση, δηλαδή ήταν κατάλληλες για μιαν άλλη, περασμένη εποχή.

Δεν θέλω όμως να νομίσετε πως τις απορρίπτω, γιατί πολλές από αυτές τις προσευχές, που γνωρίζετε, γράφτη­καν από Πατέρες πολύ φωτισμένους, καθαρούς και πι­στούς. Αλλά η εποχή μας θέλει και κάτι άλλο ακόμη. Είναι ανάγκη ο άνθρωπος, ο κάθε άνθρωπος, προσευχόμενος, να συμπεριλάβει στις προσευχές του και νοήματα, που έχουν ωριμάσει για την εποχή μας, και να προσεύχε­ται για το σύνολο της ανθρωπότητας, γιατί η εσωτερική ενότητα του ανθρώπου, πέρα από τις διαφορές των μορ­φών και ονομάτων, έχει αρχίσει να γίνεται αντιληπτή από όλο και περισσότερους σήμερα, στην εποχή μας.

Έτσι είναι φυσικό για τον καθένα μας να προσευχηθεί και για τον πλησίον αδελφό, υπό την ευρύτερη πνευμα­τική έννοια, για την εξέλιξή του και τη σωτηρία του, και όχι μόνο για το στενό συγγενικό ή φιλικό περιβάλλον του.

Θεώρησα υποχρέωσή μου να δώσω αυτές τις διευ­κρινίσεις, για ν’ αποφύγω τα διάφορα σχόλια εκείνων, που δεν θα εννοούσαν τις προθέσεις μου, και για να μη νομίσει κανείς ότι καταργώ τίποτε και παρουσιάζω κάτι δικό μου, σαν μοναδική αυθεντία.