ΕΓΚΡΑΤΕΙΑ

Το άκουσμα της λέξης μάς φέρνει μπροστά μας εικό­νες ασκητών και αναχωρητών και μοναχών, που εγκατέλειψαν τον κόσμο και έζησαν είτε μόνοι τους είτε στις διά­φορες μονές, που ίδρυσαν. Αυτό συμβαίνει, γιατί ο πολύς κόσμος έχει συνδυάσει στο νου του την εγκράτεια με κά­ποια μορφή ασκητισμού. Ξεχάσαμε όμως το Θείο Πρό­τυπο, τον Κύριο, που πρέπει όλοι να έχουμε κάθε στιγμή σαν το μοναδικό Τέλειο υπόδειγμα κάθε Αρετής, σαν το μοναδικό υπόδειγμα Τελειότητας, που εκδηλώθηκε πάνω στη γη. Ξεχάστηκε, δεν λέω από όλους βέβαια, πώς ήταν δυνατόν, αλλά από τους πολλούς, γιατί έζησε μέσα στον κόσμο, και όχι σαν αναχωρητής ή ασκητής σε κάποια μο­νή της εποχής Του.

Έτσι υπάρχει μια κάποια σύγχυση στη σωστή ταξι­νόμηση και ερμηνεία του θέματος αυτού, και η σύγχυση αυτή βρίσκεται στο νου πολλών ανθρώπων, γιατί το θέμα «εγκράτεια» δεν αφορά τους ασκητές ή τους μοναχούς, αλλά ολόκληρη την ανθρωπότητα, δεν αφορά αυτούς που απομακρύνονται από τη ζωή του κόσμου, για να ανυψώ­σουν τον εαυτό τους, αλλά όλους τους ανθρώπους και φυσικά και αυτούς που ζουν μέσα στον κόσμο, γιατί όλοι έχουν τον ίδιο προορισμό και για όλους ισχύουν οι ίδιοι Θείοι Νόμοι.

Θα πρέπει, λοιπόν, να δούμε το θέμα μας ελεύθερα, ανεπηρέαστα, μακριά από περιορισμούς και δεσμεύσεις ή προκαταλήψεις, ή έστω από ποιότητα σκέψεων, που διαμορφώθηκαν στο πέρασμα των χρόνων. Να το δού­με κατά τέτοιο τρόπο, που να συμπεριλαμβάνει ολόκλη­ρη την ανθρωπότητα από την πλευρά της Θείας Νομοτέ­λειάς του και όλες τις τυχόν εκδηλώσεις του στη ζωή του ανθρώπου.

Αλλά τι είναι εγκράτεια; Πώς μπορούμε να την ορί­σουμε, για να τη γνωρίσουμε και για να μας είναι δυνατή η πραγματοποίησή της, η τήρησή της; Γιατί φυσικό είναι, αν δεν γνωρίζουμε κάτι, δεν είναι δυνατόν να το ακολου­θήσουμε, να το ενστερνισθούμε, να το εφαρμόσουμε εν­συνείδητα στη ζωή μας. Πρώτα είναι το στάδιο της γνώ­σης του θέματος, ακολουθεί η παραδοχή και αφομοίωσή του από την ψυχοπνευματική μας υπόσταση και σαν τε­λευταίο στάδιο έρχεται η ενσυνείδητη πορεία, η πραγμά­τωση αυτού που αφομοιώσαμε, η τήρηση στην πράξη αυτού που παραδεχθήκαμε ως ορθού, δίκαιου και επιβε­βλημένου.

Καθήκον μας, λοιπόν, πρωταρχικό είναι να δώσουμε τα στοιχεία εκείνα, που θα φέρουν την ορθή γνώση, τη γνώση του θέματος που πηγάζει από την Αλήθεια. Γιατί χωρίς ορθές γνώσεις, χωρίς τη διδαχή του θέματος, δεν μπορούμε να έχουμε απαιτήσεις για την τήρησή του. Κι αν συμβαίνει από κάποιους να τηρείται μηχανικά, επειδή πάντα μέσα στον καθένα μας ενυπάρχει έμφυτα το στοι­χείο της αγαθότητας, δεν σημαίνει ότι τηρείται και ενσυνεί­δητα, με προγραμματισμό, και γι’ αυτό πάντοτε είναι πι­θανό, λόγω άγνοιας, να ξεφύγει κανείς ευκολότερα από τη σωστή κατεύθυνση, παρά όταν έχει τις απαραίτητες γνώ­σεις κι έχει ακόμη σχηματίσει εντός του το απαραίτητο πνευματικό υπόβαθρο, την απαραίτητη πνευματική βάση και καλλιέργεια.

Εγκράτεια, λοιπόν, είναι η αυτοκυριαρχία του ανθρώ­που πάνω στις πάσης φύσεως απολαύσεις των αισθή­σεων, στις πάσης φύσεως σωματικές ηδονές και καταχρή­σεις, όπως επίσης η αυτοκυριαρχία στη γενετήσια ορμή, στα διάφορα είδη διασκέδασης, στα ποτά, φαγητά κλπ.

Εγκράτεια είναι η διαμόρφωση, η τοποθέτηση της βούλησης του ανθρώπου κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να έχει αυτοκυριαρχία στις αδυναμίες του, τις επιθυμίες του, τις ροπές, τις έξεις και τα πάθη του, γενικά να μπορεί να άρχει, να κυβερνά τον εαυτό του. Για την πραγματοποίη­ση αυτή, χρειάζεται ηθική και πνευματική καλλιέργεια και ανωτερότητα, αλλά ακόμη και άσκηση ισχυρής δύναμης θέλησης.

Η εγκράτεια και η άσκηση του ανθρώπου σ’ αυτήν δεν πρέπει να αποβλέπουν στην εκρίζωση των σωμα­τικών αναγκών, οι οποίες είναι απαραίτητες για τη δια­τήρηση και συνέχιση της ζωής, γιατί αυτό είναι αδύνατον και φυσικά είναι λαθεμένη τοποθέτηση, αλλά στη χαλινα­γώγηση και στην ορθή τοποθέτηση και κατεύθυνση των αναγκών και των ορμών και επιθυμιών της σάρκας στο απολύτως απαραίτητο και αναγκαίο. Αν όμως εγκατα­λείψουμε τον εαυτό μας χωρίς έλεγχο, θα παρασυρθού­με ασφαλώς από τις συνεχώς διογκούμενες επιθυμίες και απαιτήσεις της σάρκας, οι οποίες ικανοποιούμενες συνε­χώς μας εκτρέπουν από τον πραγματικό προορισμό μας και επιφέρουν την πνευματική στασιμότητα, την κατάπτω­ση και τέλος τον πνευματικό θάνατο, από την κατίσχυση της σάρκας και της ύλης.

Σκοπός μας, λοιπόν, πρέπει να είναι η κυριαρχία μας, με την ελεύθερή μας βούληση και εγκράτεια, στις κατώ­τερες ορμές και πάθη και ένστικτα και η απαλλαγή μας από την τυραννική τους επικράτηση, η οποία οπωσδήπο­τε παρεμποδίζει την πνευματική ανάπτυξη του ανθρώπου και κατά συνέπεια την εξέλιξή του προς τον πνευματικό του προορισμό, ο οποίος προορισμός δεν είναι η ικανο­ποίηση ενός τμήματος μονάχα της ανθρώπινης υπόστα­σης, δηλαδή του σαρκικού περιβλήματος, του σαρκικού σκηνώματος και των άλογων επιθυμιών του, που εμποδί­ζουν και καθηλώνουν την ανάπτυξη των άλλων τμημάτων της ανθρώπινης υπόστασης και την ισορροπία τους.

Αυτή είναι η πρώτη γενική τοποθέτηση για την εγκρά­τεια. Όμως πριν να προχωρήσω σε άλλη ανάλυση, θα ’θελα να εξετάζαμε το θέμα στα σημεία εκείνα, που χρειά­ζονται μεγαλύτερη προσοχή και ανάλυση, γιατί ίσως είναι δυσκολότερα από άλλα, ή γιατί υπάρχουν γνώμες αλληλοσυγκρουόμενες και θα πρέπει να πούμε κι εμείς τη δική μας, ή γιατί τέλος είναι κάτι, που το αντιμετωπίζουμε όλοι μας καθημερινά και είναι πολύπλευρο και χρειάζεται μια πολύ προσεκτική ανάλυση, για να το δούμε από όλες τις πλευρές του.

Είπα στην αρχή πως η λέξη «εγκράτεια» φέρνει στο νου μας μορφές ασκητικές, γιατί ο πολύς κόσμος έχει συνδυάσει την εγκράτεια με τον ασκητισμό και γιατί οι διάφοροι ασκητές είναι εκείνοι, μεταξύ των ανθρώπων, που ασκήθηκαν εκτός των άλλων ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την εγκράτεια και επέβαλαν στον εαυτό τους κάθε μορφής εγκράτεια στις ανθρώπινες αδυναμίες και πάθη.

Οι πιο πολλοί άνθρωποι νομίζουν και πιστεύουν, ότι η εγκράτεια αφορά το φαγητό και τα ποτά και το σεξουαλι­κό ένστικτο, σημεία στα οποία οι ασκητές και αναχωρητές ασκούνται ιδιαίτερα και παρουσιάζουν αξιοζήλευτες επι­δόσεις. Γι’ αυτό και η ερμηνεία που δίνεται στην «εγκρά­τεια» είναι λίγο περιορισμένη και αφορά κυρίως εκείνους που μπόρεσαν να κυριαρχήσουν στις σαρκικές ορμές τους και να χαλιναγωγήσουν τις επιθυμίες της σάρκας και να θέσουν τις επιθυμίες αυτές υπό έλεγχο και μέτρο.

Αλλά η εγκράτεια δεν αφορά μόνον αυτά, αυτά είναι τα πιο εμφανή. Περιλαμβάνει ακόμη τις πάσης φύσεως κλί­σεις, έλξεις, επιθυμίες και ροπές του ανθρώπου της ύλης. Αφορά και τις σκέψεις και τους λόγους και τα συναισθή­ματα, την τάση προς απόκτηση υλικών αγαθών και όλα εκείνα τα ανθρώπινα πάθη τα οποία υποδουλώνουν τον άνθρωπο και τον καθιστούν δούλο τους.

Οι αρχαίοι μας πρόγονοι έλεγαν «μέτρον άριστον», θέ­λοντας μ’ αυτό να δώσουν την έννοια, ότι επιβάλλεται να υπάρχει πάντα ένα μέτρο στις εκδηλώσεις μας και στην εκπλήρωση των επιθυμιών μας. Αλλά η εποχή εκείνη πέ­ρασε, και σήμερα δεν μπορούμε να έχουμε σαν οδηγό μας τα αρχαία ρητά, αν και πολλά από αυτά είναι πολύ αξιόλογα, γιατί βρισκόμαστε σε άλλη πνευματική εποχή και εξέλιξη και πρέπει να οδηγούμαστε από την Αληθινή, την Απόλυτη Θεία Σοφία του Θείου Λόγου, που βρίσκεται καταχωρημένη στα Ευαγγέλια.

Για ένα θέμα, λοιπόν, που απασχολεί πάρα πολλούς ανθρώπους βρίσκουμε στο Ματθ. ΙΘ’, 12 τα εξής: «Εισί γαρ ευνούχοι οίτινες εκ κοιλίας μητρός εγεννήθησαν ούτω, και εισίν ευνούχοι οίτινες ευνουχίσθησαν υπό των αν­θρώπων, και εισίν ευνούχοι οίτινες ευνούχισαν εαυτούς διά την βασιλείαν των Ουρανών». Δεν χρειάζεται να κάνω μεγάλη ανάπτυξη των Ευαγγελικών αυτών ρημάτων, για­τί είναι εύκολο σε όλους να τα κατανοήσουν. Θέλω όμως να τονίσω κάτι που βγαίνει σαν συμπέρασμα γενικό, δη­λαδή ο Νόμος του Θεού δεν επιβάλλει σε κανέναν την αποχή από την ικανοποίηση της σάρκας, αλλά διευκρινί­ζει, ότι την αποχή αυτή την επιβάλλουν στον εαυτό τους όσοι θέλουν ν’ αφιερώσουν τη ζωή τους, για να εισέλθουν στη Βασιλεία των Ουρανών. Είναι μια έμμεση υπόδειξη για όσους είναι έτοιμοι, για όσους έχουν τη δύναμη αυτή να αντιστρατευθούν το νόμο της σάρκας.

Οι άλλες δύο περιπτώσεις, που αναφέρει, είναι: η μία εκείνων που με ανθρώπινη επέμβαση στερήθηκαν του μέ­σου της ικανοποίησης, γιατί η επιθυμία πάντα είναι δυ­νατόν να υπάρχει, και η άλλη εκείνων των ειδικών, των εξαιρετικών περιπτώσεων, των προορισμένων για πολύ υψηλά έργα πνευματικά, οι οποίοι έρχονται στη γη έτοι­μοι, απαλλαγμένοι από αυτές τις κατώτερες έλξεις και επι­θυμίες της σάρκας.

Είναι εύκολο να εννοήσουμε, ότι όλοι οι άνθρωποι δεν θα μπορούσαν μαζικά να ακολουθήσουν αυτή την πορεία, αλλά όταν η εξέλιξη του καθενός θα τον έφερνε στο ση­μείο αυτό, να είναι έτοιμος για την ολοκληρωτική άρνηση της σάρκας, τότε μόνο θα μπορούσε να το επιδιώξει. Είναι επομένως ζήτημα ατομικό το πότε ο καθένας θα είναι έτοιμος. Για παράδειγμα και επικύρωση των όσων σας λέ­γω, σας υπενθυμίζω πάρα πολλά παραδείγματα ασκη­τών ή μοναχών και ιερωμένων διαφόρων βαθμών, που η πρόθεσή τους και η θέλησή τους ήταν ν’ ακολουθήσουν την πορεία της άρνησης της σάρκας και δεν το κατόρθω­σαν, αλλά έγιναν πρόξενοι και αντικείμενο πολλών σκαν­δάλων, πράγμα το οποίο μας δείχνει, πως ενώ η διάθε­ση και η θέληση ήταν σύμφωνες, το όλο πνευματικό τους οικοδόμημα δεν ήταν έτοιμο να αντιστρατευθεί ολοκλη­ρωτικά το νόμο της σάρκας, αλλά ούτε και είναι τόσο εύ­κολο στον καθένα να το εφαρμόσει.

Ο Απόστολος Παύλος λέει σχετικά με το θέμα της σαρ­κικής επαφής: «Λέγω δε τοις αγάμοις και ταις χήραις, κα­λόν αυτοίς εστίν εάν μείνωσιν ως καγώ. Ει δε ουκ εγκρα- τεύονται, γαμησάτωσαν· κρείσσον γαρ εστί γαμήσαι ή πυρούσθαι» (Α’ Κορινθ. Ζ’, 8-9). Δηλαδή συνιστά στους άγαμους και στις χήρες, ότι καλό θα είναι γι’ αυτούς να μεί­νουν όπως αυτός – ο Παύλος – έμενε, δηλαδή άγαμος. Αν όμως δεν θα μπορούσαν να χαλιναγωγήσουν την επιθυ­μία της σάρκας, τότε ας παντρεύονται. Γιατί είναι προτιμό­τερο να παντρεύεται κανείς, να έχει δηλαδή σαρκική επα­φή με τη γυναίκα του, παρά να κατακαίγεται από τη φλόγα της επιθυμίας για σαρκική επαφή.

Ακόμη ο Απόστολος Παύλος συνιστά (στην Α’ Κορινθ. Ζ’, 25-40) πως αν θέλει μια γυναίκα να παραμείνει παρθέ­να, ας παραμείνει, αλλά αν θέλει να παντρευτεί, δεν αμαρ­τάνει βέβαια, αφού ο Κύριος ευλόγησε το μυστήριο του γά­μου, στην αρχή του Έργου Του, με την παρουσία Του στο γάμο στην Κανά. Ευλογήθηκε, δηλαδή, η σαρκική ένωση μεταξύ του άντρα και της γυναίκας και, όπως ρητά αναφέ­ρεται, «έσονται οι δύο εις σάρκα μίαν». Από αυτή την ένω­ση, που είναι επιβεβλημένη και για άλλους λόγους, τους οποίους θα αναπτύξουμε, διαιωνίζεται η ζωή στον πλανή­τη μας και βοηθάει στην ενσάρκωση άγνωστου ακόμη σε μας αριθμού πνευμάτων, τα οποία έχουν ανάγκη από υλι­κό σκήνωμα, για να κατέλθουν ξανά στη γη για εξέλιξη και τελειοποίηση.

Σας ενημέρωσα με όσα είναι γραμμένα στις Γραφές και σας αφήνω ελεύθερους να τοποθετήσετε ο καθένας ανά­λογα τον εαυτό του και ν’ ακολουθήσετε την πορεία για την οποία αισθάνεται και πιστεύει ότι είναι έτοιμος ο καθέ­νας σας. Πριν κλείσω όμως το θέμα της σχέσης άνδρα και γυναίκας, θα κάνω ορισμένες διευκρινίσεις, που αφορούν ακριβώς αυτή τη σχέση, γιατί είναι καιρός, όπως και άλλο­τε σας είπα, ορισμένα θέματα να τοποθετηθούν σωστότε­ρα και όχι να τα βλέπουμε με τον τρόπο, με την ποιότητα σκέψης μιας άλλης, περασμένης εποχής.

Ο ασκητικός μοναχισμός, όχι μόνο στη Χριστιανική Εκκλησία, αλλά και σε άλλες θρησκείες, αν και έδωσε θαυμάσια δείγματα εγκράτειας, είναι όμως και ο κυρίως υπεύθυνος για μια παρανόηση, γιατί τοποθέτησε τη γυ­ναίκα μέχρι σήμερα σαν τον υπ’ αριθμόν ένα εχθρό του. Έβλεπε τη γυναίκα σαν την ενσαρκωμένη άρνηση, κα­ταλογίζοντας στην Εύα και στις απογόνους της τις συνέ­πειες του προπατορικού αμαρτήματος, βλέποντας την κά­θε γυναίκα σαν περίπτωση που οδηγεί οπωσδήποτε στην απώλεια.

Από αυτή την τοποθέτηση βγήκε και η ιστορική εκεί­νη φράση, που ειπώθηκε στην Κασσιανή από τον αυτοκράτορα Θεόφιλο: «εκ γυναικός ερρύη τα φαύλα». Η απάν­τηση της Κασσιανής, «αλλά και διά γυναικός πηγάζει τα κρείττω», τοποθετεί αυτομάτως το θέμα και επαναφέρει την ισορροπία και σωστή ταξινόμηση. Αλλά και ο Κύριος τίμησε τη Γυναίκα στο πρόσωπο της Θείας Μητέρας Του, μα και όλων των γυναικών της Ακολουθίας Του, αφού και μετά την Ανάστασή Του πρωτοπαρουσιάστηκε στη Μαρία Μαγδαληνή, όπως μας λένε τα Ευαγγέλια, και όχι στους μαθητές Του.

Ακόμη στο περίφημο «δεν υπάρχει άνδρας ή γυναί­κα… αλλά όλοι είμεθα ένα, παιδιά του ίδιου Θεού», ο Κύ­ριος τοποθετεί στην ίδια θέση τον άντρα και τη γυναίκα, σαν πλάσματα Θεού ίσα. Και αφού μιλάμε τακτικά για τε­λειοποίηση και επαναστροφή των πνευμάτων στους Κόλ­πους του Πατέρα, πρέπει να τονίσω σε όλους, ότι αυτή η επαναστροφή θα γίνει κατά ζεύγη, ενωμένα μεταξύ τους με τον αδιάσπαστο δεσμό μιας τέλειας Αγάπης, η οποία θα ενώσει τον άντρα με τον μοναδικό γι’ αυτόν σύντροφο, τη γυναίκα, το τμήμα του, και τη γυναίκα με το ελλείπον τμήμα της, τον άντρα, όπως αναγράφεται στη Γένεση.

Η ευλογία, λοιπόν, της σαρκικής ένωσης στο γάμο δεν είναι παρά μια προετοιμασία, μια προεισαγωγή στο γήι­νο πεδίο, για την Πνευματική ένωση, που πρέπει να συν- τελεστεί στους Ουρανούς, μεταξύ των εκπεσόντων και διαχωρισθέντων τμημάτων του αυτού πνεύματος, ώστε τα δύο τμήματα, στα οποία χωρίστηκε ο αρχικά δημιουργηθείς από το Θεό Άνθρωπος, να ενοποιηθούν πνευμα­τικά για να αποτελέσουν μια ανθρώπινη τέλεια Πνευμα­τική Μονάδα. Βέβαια το ελλείπον τμήμα δεν θα το βρουν όλοι οι άνθρωποι στη σχέση του γάμου μόνο, γιατί είναι δυνατόν το ελλείπον τμήμα να έχει και σχέση μητέρας προς τέκνο ή αδελφής κλπ.

Επομένως είναι πέρα ως πέρα λαθεμένη η τοποθέτη­ση της μοναστικής ασκητικής σκέψης, που βλέπει τη γυ­ναίκα σαν εχθρό, ή τουλάχιστον δεν πρέπει να ισχύει για την εποχή μας, και καιρός είναι να της δώσουμε τη θέ­ση που πρέπει να έχει δίπλα μας, θέση που της έδωσε ο Θεός, θέση ισότιμου συντρόφου, αφού είναι κομμάτι του ίδιου του εαυτού μας, προορισμένο να συνενωθεί ξανά.

Όταν οι άνθρωποι εννοήσουν αυτόν τον προορισμό και τη λειτουργία των Θείων Νόμων, τότε και οι συναπτόμενοι δεσμοί του γάμου μεταξύ των ανθρώπων θα έχουν εντελώς διαφορετικά κριτήρια και κίνητρα και δεν θ’ απο­τυχαίνουν, όπως συμβαίνει κατά πολύ μεγάλο ποσοστό σήμερα. Κατά τα άλλα, η εγκράτεια φυσικά σαν Θεία Νο­μοτέλεια ισχύει και στην περίπτωση του γάμου και δεν αναστέλλεται η λειτουργία της.

Είναι σε όλους σας γνωστό πως πάρα πολλοί άνθρω­ποι υποβάλλονται σε μια αναγκαστική εγκράτεια, που τους επέβαλαν διάφοροι γιατροί, γιατί αυτό θα ωφελούσε την υγεία τους. Ακόμη, πως πάρα πολλές γυναίκες υπο­βάλλουν τον εαυτό τους σε αυστηρές δίαιτες, προκειμένου να διατηρήσουν την κομψότητα της εμφάνισής τους. Επί­σης είναι γνωστό πως πάρα πολλοί αθλητές εφαρμόζουν την εγκράτεια σε πολλά σημεία, προκειμένου να διατηρή­σουν τη φόρμα τους και να επιτύχουν καλύτερες επιδό­σεις στα αθλήματα στα οποία αγωνίζονται.

Είναι προφανές, ότι για τον κάθε αγώνα που κάνει ο άνθρωπος, υπάρχει ένα έπαθλο. Έπαθλα φυσικά υπάρ­χουν πολλά, ανάλογα με τον αγώνα που κάνει κανείς. Το μεγαλύτερο όμως έπαθλο ασφαλώς είναι ο Άφθαρτος στέφανος, που μπορεί να στεφανώσει σαν φωτοστέφα­νο την κεφαλή του Πνευματικού αθλητή, του ανθρώπου που αγωνίστηκε, για να μπει στη Βασιλεία των Ουρα­νών. Για όλους αυτούς ο Απόστολος Παύλος γράφει: «Πας δε ο αγωνιζόμενος πάντα εγκρατεύεται, εκείνοι μεν ουν ίνα φθαρτόν στέφανον λάβωσιν, ημείς δε άφθαρτον» (Α’ Κορινθ. Θ’, 25).

Αν θεωρείται, όπως και πραγματικά είναι, ως το με­γαλύτερο έπαθλο που μπορεί να λάβει ένας άνθρωπος ο στέφανος ο Άφθαρτος, όπως συμβολικά αναγράφεται, είναι αυτονόητο πως χρειάζεται και την ανάλογη προσπά­θεια, χρειάζεται και τον ανάλογο αγώνα, τον οποίο είναι αναγκασμένος ο άνθρωπος να κάνει, για ν’ αποκτήσει αυ­τόν τον στέφανο της δόξης, του Φωτός. Η ζωή μάς διδά­σκει κάθε μέρα πως δεν αποκτάται τίποτε χωρίς την ανά­λογη προσπάθεια, τον ανάλογο κόπο και μόχθο και θυσία. Επομένως δεν μπορούμε να περιμένουμε τίποτε, αν δεν αγωνιστούμε ανάλογα.

Και είμαστε υποχρεωμένοι ν’ αγωνιστούμε για την κα­ταπολέμηση των παθών και αδυναμιών μας, για να ξεφύγουμε από την τυραννική επικράτησή τους πάνω μας και να ελευθερωθούμε. Είμαστε υποχρεωμένοι ν’ αγωνιστού­με για όλα αδιακρίτως τα πάθη, μικρά και μεγάλα, και τις αδυναμίες, γιατί έστω κι ένα αν μείνει, είναι αρκετό για να μας καταδυναστεύει. Και όπως ενδιαφερόμαστε και προ­σέχουμε και καταπολεμούμε όλες τις τυχόν ασθένειες του υλικού σκηνώματος και δεν αφήνουμε ούτε μία χωρίς την ανάλογη θεραπεία, γιατί είναι δυνατόν να μας αφανίσει και να μας οδηγήσει στον πρόωρο θάνατο, έτσι και με τα πά­θη και τις αδυναμίες μας είμαστε υποχρεωμένοι να παλεύ­ουμε συνεχώς μέχρι την τελική εκμηδένισή τους.

Επομένως εγκράτεια, με την ευρύτερη και βαθύτερή της έννοια, είναι η αποχή από όλες τις καταχρήσεις και αδυναμίες. Είναι η χρηστή αυτοδιοίκηση και αυτοκυ­βέρνηση του «Είναι» μας. Είναι ο έλεγχος και η ικανο­ποίηση των επιθυμιών της ψυχής και του σώματος κάτω από το Θείο Νόμο. Εγκαθίσταται μέσα μας με την αρμο­νική προσαρμογή των αναγκών και των ικανοτήτων του ανθρώπου στο Νόμο του Θεού. Πρότυπο εγκράτειας ο Κύριος, όλοι οι άλλοι ακόλουθοι και μιμητές Του.

Η εγκράτεια εξαρτάται από την πνευματική αντίληψη, την καθαρή εσωτερική γνώση της Αλήθειας. Χωρίς αυτή την αντίληψη, η ψυχή ζητά ικανοποιήσεις και ευχαριστή­σεις σε εξωτερικά πράγματα και επιθυμίες της σάρκας. Αυτή η προς τα έξω τάση και απόβλεψη για ευχαρίστη­ση προκαλεί ένα είδος αναταραχής στο «Είναι» μας και ο άνθρωπος απατάται με την ιδέα ότι υπάρχει ευχαρίστηση έξω από τον εαυτό του και πληρότητα άλλη εκτός από την ένωσή του με το Θεό, και ενδίδει στην ευχαρίστηση και ικανοποίηση των αισθήσεων και στην προσπάθεια από­κτησης υλικών αγαθών.

Κάθε είδος όμως ευχαρίστησης των αισθήσεων είναι ψευδές και μας εξαπατά, γιατί είναι προσωρινό και όχι διαρκές, και θνησιγενές, γιατί το προκαλούν αίτιο είναι φθαρτό και γιατί ικανοποιεί έστω τις αισθήσεις προσω­ρινά, χωρίς να φέρει πληρότητα στην εσωτερική μας ψυχοπνευματική υπόσταση. Γι’ αυτό, ο άνθρωπος αναζητά συνεχώς και νέες και άλλου είδους ευχαριστήσεις, μέχρις ότου διδαχθεί και πρακτικά και φτάσει στη σωστή τοπο­θέτηση, που πρέπει να έχει, ώστε ν’ αναζητά και να επι­θυμεί διακαώς και έντονα την ένωσή του με την Πηγή της Δημιουργίας του, η οποία και μόνο μπορεί να αναπληρώ­σει όλες τις ευχαριστήσεις, γιατί είναι Πληρότητα.

Ο πραγματικός χαρακτήρας των επιθυμιών της ψυ­χής πρέπει να είναι πνευματικός και να εκφράζεται με πνευματικούς τρόπους. Αλλά ο άνθρωπος πολλές φορές δεν αντιλαμβάνεται την πηγή και το νόημα της κάθε επι­θυμίας και αδυνατεί να προβλέψει τα αποτελέσματα, τα οποία προέρχονται από την ικανοποίηση κάθε επιθυμίας, και χάνει το στόχο της αληθινής ικανοποίησης και πλη­ρότητας.

Στην αρχή της πνευματικής πορείας μας, βρισκόμα­στε όλοι σε μια νηπιακή πνευματική κατάσταση, είμαστε, όπως γράφει ο Απόστολος Παύλος, «νήπιοι εν Χριστώ» (Α’ Κορινθ. Γ’, 1). Αλλά όπως ο υλικός σωματικός οργανι­σμός μεγαλώνει σιγά σιγά και φτάνει στην ωριμότητα, έτσι και η πνευματική μας υπόσταση πρέπει να ανδρώνεται εσωτερικά, για να φτάσει κι αυτή στην πνευματική ωριμό­τητα: «εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώμα­τος του Χριστού» (Εφεσ. Δ’, 13). Δηλαδή, πρέπει ο καθέ­νας μας να αποκτήσει την πνευματική ωριμότητα, που θα τον οδηγήσει και στην ηθική Τελειότητα και Αγιότητα του Θείου Προτύπου, του Χριστού, γιατί αυτό ακριβώς είναι το Θέλημα του Θεού. «Τούτο γαρ εστί θέλημα του Θεού, ο αγιασμός υμών» (Α’ Θεσσ. Δ’, 3).

Ο Απόστολος Παύλος μάς αποκαλύπτει ακόμη κάτι πολύ σοβαρό: «βλέπω δε έτερον νόμον εν τοις μέλεσί μου αντιστρατευόμενον τω νόμω του νοός μου και αιχμαλωτίζοντά με εν τω νόμω της αμαρτίας» (Ρωμ. Ζ’, 23). Δη­λαδή, παρά τη θέλησή του και την επιθυμία του την πνευ­ματική, υπήρχε ο νόμος της σάρκας που τον αιχμαλώτιζε στο νόμο της αμαρτίας. Και αν εκείνος, ο τόσο πιστός και άξιος εργάτης, ο γεμάτος Χάρη και αγιότητα, μας απο­καλύπτει αυτή τη λειτουργία των νόμων, που συνέβαινε εντός του, είναι πολύ φυσικό, το ίδιο να συμβαίνει σε όλους μας, γιατί οι νόμοι δεν κάνουν εξαιρέσεις. Επομένως χρει­άζεται αγώνας, θέληση, υπομονή, επιμονή και προσπά­θεια πολύ μεγάλη και καθημερινή, για να πετύχουμε τους πνευματικούς μας στόχους, στους οποίους συγκαταλέγε­ται και η εγκράτεια, για να μη μας αιχμαλωτίζει η αμαρτία.

Είναι γνωστό σε όλους πως ο δρόμος είναι ανηφο­ρικός και δύσβατος. Γι’ αυτό «αγωνίζεσθε εισελθείν διά της στενής πύλης» (Λουκ. ΙΓ’, 2), όπως μας διδάσκει το Ευαγγέλιο.