ΑΠΑΡΝΟΥΜΑΙ Ο,ΤΙ ΣΑΝ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΟΝΟΜΑΣΑ ΑΓΑΠΗ – ΠΡΟΣΕΥΧΗ

Πατέρα του Κόσμου, Άπειρε Λόγε Χριστέ, αναζητού­με το Φως Σου, την Άπειρη Διδαχή Σου, την Αγάπη Σου, αναζητούμε τη Δημιουργία Σου μέσα μας. Αναζητούμε την Αυθύπαρκτη Αλήθεια, Αυτήν που γνωρίζουμε ότι παλμοδονείται στα πάντα, διέπει τα πάντα, τα συνέχει και τα δο­νεί στον Έναν Κραδασμό της Ενότητας.

Μέσα στους διττούς δρόμους στους οποίους πορευό­μαστε, Πατέρα, εμείς οι Μαθητές και Ακόλουθοί Σου, ζητά­με να μας δείξεις τους τρόπους της σύνθεσης και της συνένωσης όλων των στοιχείων, που παραποιούν την Αλήθεια Σου, που παρακωλύουν την εκδήλωση του Εαυτού, του Ενός και Μοναδικού. Πολλές οι γνώ­σεις, Πατέρα, με τις οποίες είναι φορτισμένος ο νους μας, πολλές οι καταστάσεις με τις οποίες η Συνείδησή μας έχει παλμοδονηθεί, πολλά τα δείγματα που από Σένα έρχον­ται, για να μας βοηθήσουν να προχωρήσουμε μέσα στο Φως και μέσα στην Αγάπη Σου. Όμως, Πατέρα, ως πότε οι γνώσεις θα καλύπτουν τον νου μας και μόνο τα δείγ­ματα θα καθοδηγούν την πορεία μας; Ως πότε θα παρα­μένουμε σε μια φαινομενικά δραστήρια θέση, ζητώντας συνεχώς από Σένα να κατευθύνεις τους βηματισμούς μας; Ως πότε θα βαυκαλιζόμαστε με την υπευθυνότητα και τη δραστηριότητα που δεν έχουμε; Ως πότε θα πι­στεύουμε ότι κατακτήσαμε αυτά που Εσύ μας παραχώρη­σες, μόνο και μόνο για να μας δείξεις πού πρέπει να φθάσουμε, πώς πρέπει να εκδηλωνόμαστε, με ποιον τρόπο πρέπει να διδάξουμε τον Αδελφό μας Άνθρωπο στα πέρατα της Οικουμένης;

Ως πότε θα ζητούμε τα χάδια Σου, Πατέρα, έχοντας κι οι ίδιοι πια την επίγνωση, ότι ζητούμε τη θωπεία Σου και μόνο, το συνεχώς παρεχόμενο Έλεος, τη συνεχή αιτιολο­γία της πλάνης της προσωπικότητάς μας; Ως πότε, Πατέ­ρα, θα συνεχίζουμε να εθελοτυφλούμε, αφήνοντας την προσωπικότητά μας να ορθώνεται και τον Εαυτό μας να καταβυθίζεται, χωρίς να κάνουμε τίποτα γι’ αυτό, επανα­παυόμενοι στις δάφνες κάποιας Ένωσης, που έχουμε κα­τακτήσει σε προηγούμενες ελεύσεις, κάποιας Χάρης, με την οποία μας έχεις ντύσει;

Πατέρα, είμαι ο Άνθρωπος ο ενσυνείδητος, που εκφράζω τη φωνή κάθε Ψυχής και κάθε Πνεύματος, που επιθυμεί να ενωθεί μαζί Σου χωρίς παραπετάσματα, χωρίς αποστάσεις, χωρίς ενδύματα, χωρίς τίτλους, χω­ρίς στέμματα ή δάφνες τιμής. Είμαι ο Άνθρωπος, Πατέ­ρα, που θέλω να Σε φανερώσω, έτσι όπως φανερώθη­κες Απέριττος, Υπέρλαμπρος μέσα στην ταπεινότητά Σου, Θαυμάσιος μέσα στη λιτή Σου εμφάνιση, Πανσυμπαντικός μέσα στο φαινομενικά περιορισμένο Σου Σκήνωμα.

Ξέρω, Πατέρα, ότι έχω ανάγκη τη Διδαχή Σου όσο τίποτ’ άλλο, ότι μόνο αυτή μπορεί να με φτάσει στην Από­λυτη ταύτιση μ’ Εσένα. Ξέρω ότι έχω ανάγκη την Αγάπη Σου, γιατί μόνο αυτή μπορεί να με κάνει Αγάπη. Ξέρω ότι έχω ανάγκη την Ελευθερία Σου, γιατί μόνο αυτή μπορεί να με διαχύσει στα πάντα, να με διασκορπίσει σαν παλμό Ζωής και Ύπαρξης, μέσα σε καθετί.

Πατέρα, Αγαπημένε Εαυτέ, Μοναδικέ, έχω απόλυτη επίγνωση της ανάγκης της Ένωσής μας, μα απαρνούμαι την ένωση της επιφάνειας, την ένωση των εξωτερι­κών τύπων. Απαρνούμαι, Πατέρα, γιατί Εσύ με διδάσκεις έτσι, την ένωση που αρέσκεται σε όμορφα λόγια, σε επι­δείξεις δυνάμεων, σε καταστάσεις που παρουσιάζουν πε­ρισσότερο την προσωπικότητα της πλάνης παρά την Αλή­θεια της Μίας Ύπαρξης. Απαρνούμαι, Πατέρα, το Έλεός Σου, αυτό το Έλεος που επικαλέσθηκα και επικαλούμαι, για να θωπεύσει την προσωπικότητά μου, για να τη βοη­θήσει σιγά σιγά να μετουσιωθεί. Απαρνούμαι, Πατέρα, τη Χάρη εκείνη που ντύθηκα χωρίς να την αξίζω, χωρίς να έχω προσφέρει σ’ αυτήν ούτε το παραμικρό κομμάτι της Θείας Μου Υπόστασης, ούτε το παραμικρό κομμάτι του Εαυτού μου. Τρέμω, Πατέρα, αυτή την απάρνηση που παρουσιάζω μπροστά Σου. Το «είναι» μου ολόκλη­ρο νιώθει να διαπεράται από τρόμο και φόβο, μα έχω ταυτόχρονα και την απόλυτη γνώση, ότι είναι η σω­στή εκείνη κίνηση που θα με απεκδύσει απ’ όλα μου τα στοιχεία, που με απομακρύνουν από Σένα, που με θέ­τουν στο επίπεδο όχι του ενσυνείδητου Ανθρωποθεού, αλλά του δούλου του Θεού και μόνο, όπως την προηγού­μενη Κοσμική Περίοδο εκφράσθηκα.

Πατέρα, με δίδαξες και με διδάσκεις, ότι δεν είμαι δούλος, ότι είμαι Σύνθεος, υπεύθυνος για τις πράξεις μου. Όμως εγώ απολαμβάνω τα προνόμια του Σύνθεου, χωρίς σε καμιά υποχρέωση να είμαι σωστός, κρατώντας και τα προνόμια του δούλου, ο οποίος κάθε στιγμή δεχό­ταν το Έλεος παθητικά, δεχόταν τη δικαιολόγηση της Απέραντης Αγάπης και της Απέραντης Κατανόησης, κι αυ­τό του αρκούσε. Πατέρα, δεν θέλω την Κατανόησή Σου, θέλω αυτή η Κατανόηση να βγει από μέσα μου και να κα­λύψει τα πάντα. Δεν θέλω την Αγάπη Σου, θέλω αυτή η Αγάπη να γίνω εγώ και να παλμοδονήσω τα Σύμπαντα. Δεν θέλω, Πατέρα, το Έλεός Σου, μα θέλω εγώ να γίνω το Έλεος το Απέραντο και κάθε στιγμή, όπου κι αν βρίσκομαι, να είμαι η Ευλογία των Κόσμων Σου, όχι η προέκτασή Σου, μα η Πανταχού Παρουσία Σου.

Γι’ αυτό, Πατέρα, Σε παρακαλώ, μη με θωπεύεις πια, μην επιτρέπεις στην προσωπικότητά μου να δέχεται τις δικαιολογίες της πλάνης, μη με ντύνεις, Πατέρα, μ’ αυτή την Ανυπέρβλητη Αγάπη Σου. Φοβάμαι γι’ αυτό που σου ζητώ, όμως έχω ανάγκη να με διδάξεις με τρόπους άλ­λους, έχω ανάγκη να με διδάξεις με το σκληρό πρό­σωπο που εγώ παρουσιάζω. Έχω ανάγκη, Πατέρα, να καταδείξω την προσφορά της υπόστασής μου, όποια κι αν είναι αυτή, ελάχιστη ή ανύπαρκτη, να παραδεχθώ την ατέλειά μου σ’ όλα μου τα σημεία. Δεν Σε καλώ σε Κρίση του Εαυτού μου, Πατέρα, μα Σε καλώ με όλο μου το «είναι», με όλα μου τα μόρια, με όλους μου τους πό­ρους, να με διαχύσεις, να με διδάξεις μόριο προς μόριο, κυματισμό προς κυματισμό, να με δονήσεις συθέμελα, να με αποκολλήσεις με την Πνοή Σου τη βίαιη απ’ όλα αυτά που με καθηλώνουν, που με δένουν, απ’ όλα αυτά που εγώ επιμένω να με καθηλώνουν και να με δένουν.

Σου ζητώ, Πατέρα, ν’ αλλάξουν τα δείγματα. Να μην είναι πια δείγματα που τα περιμένω από Σένα, αλλά να με οδηγείς στιγμή με στιγμή, μέρα με τη μέρα, στα δείγματα που η υπόστασή μου θα καταδεικνύει, δίνοντας το «είναι» της. Σου ζητώ να με τεμαχίσεις, Πατέρα, και να με μοιρά­σεις στα πάντα. Σου ζητώ να με γκρεμίσεις από τα ύψη που βρίσκομαι, από τα ύψη της πλάνης, και να βρεθώ σ’ όποιο επίπεδο κι αν είναι αυτό, μα σ’ ένα επίπεδο που να βρίσκεται μες στην Αλήθεια. Σου ζητώ, Πατέρα, μ’ όλη τη δύναμη του «είναι» μου να μ’ αφήσεις, μέσα απ’ τους διττούς μου δρόμους, να υψώσω την οδό της Αλή­θειας Σου, να μ’ αφήσεις να συλλέξω τους διττούς δρό­μους και να τους κάνω Ενότητα. Ζητώ τη βοήθεια που θ’ απευθύνεται σε συνειδητούς Θεουργούς κι όχι σε παθη­τικούς εκδηλωτές της Θεότητας. Ζητώ τη βοήθεια εκείνη που, αν και δεν θα έχει άμεσα δείγματα ή δεν θα δρέπει τιμές, επαίνους ή θωπεία απ’ το Κοινωνικό Κατεστημένο, θα με οδηγήσει να Σε δω μέσα στα πάντα, θα με οδηγή­σει να Σε φανερώσω μέσα στα πάντα.

Θέλω να παλέψω με καθετί που δεν είναι Εσύ σε Τελειότητα. Ξεκινώντας απ’ το Άπειρο του Εαυτού μου, θέλω να παλέψω για την Ενότητα και μόνο, την Αγά­πη και την Κατανόηση. Θέλω να γίνω Μαχητής, Πατέ­ρα. Μα για να γίνω Μαχητής, χρειάζομαι πάνω απ’ όλα τη δική Σου σκληρή στάση, τη φαινομενικά σκληρή, που θα με βοηθήσει να πάψω ν’ αναζητώ τη Στοργική Σου Αγκα­λιά κάθε φορά που απογοητεύομαι, λες και είμαι βρέφος, αλλά να κατευθύνομαι σε εντονότερο αγώνα, σε μάχη Ένωσης κάθε στοιχείου μου.

Πατέρα, κουράστηκα μες στους αιώνες της πλά­νης. Τρέχω κοντά Σου απ’ όποιες διόδους επαφής γνω­ρίζω κάθε φορά, μα κουράστηκα. Η υπόστασή μου είναι γεμάτη από τη θλίψη και την κόπωση της πλάνης. Δεν μπορώ να προχωρήσω, Πατέρα, έτσι πια, δεν θέλω ο νους μου να έχει αυτή την αντιμετώπιση και η καρδιά μου αυτά τα συναισθήματα. Απαρνούμαι καθετί που σαν Άνθρωπος ονόμασα Αγάπη. Απαρνούμαι καθετί που σαν Άνθρωπος ονόμασα γνώση. Απαρνούμαι καθε­τί που σαν Άνθρωπος κατέκτησα και με κατέκτησε κι αυτό και με διέσπασε. Απαρνούμαι καθετί, Πατέρα, που πίστεψα ότι κέρδισα, στον δρόμο μου μες στους αιώνες. Απαρνούμαι ακόμα, Πατέρα, κι όλες αυτές τις θετικές ενέρ­γειες που ίσως συσσώρευσα και τις φόρεσα σαν τίτλους αγιοσύνης ή τιμής. Τα απαρνούμαι όλα αυτά, γιατί πια δεν θέλω να είμαι μόνο μια θετική εκδήλωση, θέλω να είμαι η Ισορροπία των Κόσμων, η Ουδετερότητα του Παντός. Τα απαρνούμαι, Πατέρα, γιατί όσο δεν βρίσκομαι στην Τελειότητα, δεν μου ανήκουν, αλλά είναι δικές Σου προσφορές, δικά Σου στοιχεία, που μου επέτρεψες να τα φορέσω, για να διδαχθώ.

Πατέρα, βοήθησέ με να δω πού βρίσκομαι, πώς είμαι, πέρα από ωραιοποιημένες καταστάσεις, πέρα από οποιεσδήποτε γνώσεις ή πλαίσια του νου μου, και μέσα από αυτή την επίγνωση να προχωρήσω, όχι για να κα­τακτήσω πια, αλλά για να προσφέρω, όχι για ν’ αγα­πηθώ από Εσένα, Πατέρα, αλλά για ν’ αγαπήσω Εσέ­να μέσα στα πάντα. Όχι για να ελεηθώ και να δεχθώ τα δώρα Σου, αλλά για να ελεήσω και να διαχύσω τα δώρα Σου σε κάθε ύπαρξη. Άλλαξε τη ροή μου, που θέ­λει να παίρνει, σε ροή προσφοράς. Άλλαξε τον εγωισμό μου σε ταπεινότητα και βοήθησέ με, με μόνο Οδηγό Εσέ­να και την Αλήθεια Σου, Άπειρε, με μόνο ήχο εντός μου τον Δημιουργικό Ήχο του Λόγου, να εκδηλώνομαι και να κινούμαι. Μη μου δίνεις περιθώρια για άλλες ανακυκλώ­σεις, αλλά άμεσα δίδαξέ με, όχι τους Νόμους Σου, Πατέ­ρα, αυτούς μού τους έχεις διδάξει και τους γνωρίζω. Δίδα­ξέ με πώς αυτούς τους Νόμους θα μπορέσω να τους αφομοιώσω μέσα μου, σαν ένα μέρος από το όλο μου, πώς θα μπορέσω να εκδηλωθώ μέσα απ’ αυτούς και έξω απ’ αυτούς, χωρίς να με περιορίζουν.

Μάθε με, Άπειρε, να μη δειλιάζω μπροστά στον καταθρυμματισμό της προσωπικότητάς μου, στην απέκδυση της πλάνης, αλλά να γεμίζω από ψυχική ευ­φορία και ατέρμονη δύναμη και σε κάθε απέκδυση να δίνω Ζωή στον Εαυτό μου. Μάθε με, Άπειρε Λόγε, να μη φοβάμαι όταν έρχομαι αντιμέτωπος με την ποιότητά μου, με την κραδασμική μου δόνηση και να προσπαθώ να την καλύψω, αλλά αντίθετα να την αποδέχομαι πλή­ρως, να τη μεταλλάσσω χωρίς ίχνος εγωισμού και να προχωρώ στην εσωτερική Ισορροπία, με εξωτερικές εκδηλώσεις Ενότητας.

Αγαπημένε μου, ο Άνθρωπος Σου ζητά και πάλι να τον καθοδηγήσεις, σε νέα επίπεδα, με νέα επίγνωση. Κι αυτή η επίκληση είναι η πιο αληθινή, η πιο ουσιαστική, διαυγής και πύρινη, απ’ όσες επικλήσεις μέχρι τώρα Σου έχει αποτείνει. Είναι μια επίκληση που πηγάζει από το Κέντρο του «είναι», εκεί όπου Εσύ υπάρχεις, Αδιάφθορος. Αυτή την επίκληση, Πατέρα, που πάλλεται ταυτόχρο­να στα πάντα, γιατί προέρχεται από τον Λόγο Ουσία, παρακαλώ, ενεργοποίησέ την με την Τριαδική Ομοούσια Ευλογία Σου και κάνε την πραγμάτωση μέσα απ’ τις μορφές.